Αν και οι έντονοι καύσωνες δείχνουν να έχουν απομακρυνθεί οριστικά, η Κυριακή 28/8 ήταν μια ζεστή ημέρα για την Αθήνα, με κάμποση υγρασία. Έτσι, ο ιδρώτας κυλούσε άφθονος έξω από το Κύτταρο, όσο ένα μικρό πλήθος ανέμενε να ανοίξουν οι πόρτες· θα συνέχιζε να κυλά και μέσα στον ιστορικό χώρο, καθώς το αιρ κοντίσιον αποδείχθηκε τόσο-όσο. Από τη σκηνή, όμως, έπνευσε άνεμος βγαλμένος από την καρδιά του νορβηγικού χειμώνα, λίαν "δροσιστικός": η νέα συναυλιακή σεζόν έκανε ποδαρικό με το δεξί.
Με το ανακοινωμένο πρόγραμμα να τηρείται κατά γράμμα, τη βραδιά άνοιξαν οι Infernal Storm από την Κοζάνη. Πρόκειται για νεότευκτο συγκρότημα, ιδρυμένο μόλις το 2021, καθ' οδόν για το πρώτο του άλμπουμ. Για την ώρα, λοιπόν, δεν έχουν παρά ένα ΕΡ 3 τραγουδιών, όπου ξεχωρίζει το όνομα του Μάκη Καβούκα στα πλήκτρα: μουσικού που έχει πάρει μέρος και σε άλλες metal μπάντες (π.χ. Blade Of Spirit), μα έχει δραστηριοποιηθεί και στην έντεχνη τραγουδοποιία, καθώς και στα ηλεκτρονικά. Ωστόσο δεν εμφανίστηκε στον Κύτταρο (κάποια πλήκτρα που ακούστηκαν ήταν προηχογραφημένα), επιβεβαιώνοντας το γκρουπ ως εγχείρημα του 17άχρονου πολυοργανίστα Άγη Τζουκόπουλου, που –αν δεν κάνω λάθος– είδαμε στα ντραμς.
Στο διά ταύτα, τώρα, οι Infernal Storm κέρδισαν κάμποσα χειροκροτήματα και θα ήταν άδικο να πεις ότι δεν το άξιζαν: στη σκηνική τους έκφανση αποτύπωσαν μια λειτουργική ωμότητα, η οποία, συνδυαστικά με το σφιχτοδεμένο παίξιμο, εξέπεμψε στιβαρό στίγμα, χαρίζοντας ροή στο (περίπου) ημίωρο set. Νομίζω όμως ότι από τα τραγούδια λείπουν για την ώρα οι ιδέες που θα τους βοηθούσαν να ξεχωρίσουν στον black metal σωρό, ενώ προσωπικά δεν μπορώ να δηλώσω εντυπωσιασμένος από τα φωνητικά.
Ώσπου να φτάσει η ώρα των Borknagar ολοκληρώθηκε και η χαλαρή προσέλευση στο Κύτταρο. Από τη μία, αυτή έδειξε τα όρια της απήχησης του νορβηγικού συγκροτήματος, το οποίο παραμένει underground στα 28 χρόνια της πορείας του. Από την άλλη, αρκετοί από όσους τίμησαν τον πρώτο τους ερχομό στην Ελλάδα (προηγήθηκε και η Θεσσαλονίκη, μια μέρα πριν) κρατούσαν εισιτήρια αγορασμένα από το 2020 –μια ένδειξη πίστης που υπερέβη τα 2 αβέβαια χρόνια της πανδημίας, χαρίζοντας ιδιαίτερη θέρμη στη βραδιά: το πλήθος μπορεί να ήταν μικρό, μα ήξερε πολύ καλά τα τραγούδια της αγαπημένης του μπάντας.
Αντιπροσωπεύοντας την αίσθηση που έκανε το άλμπουμ True North (2019) ακόμα και σε ακροατές που δεν έχουν σχέση με το metal, το εναρκτήριο "The Fire That Burns" δημιούργησε άμεση χημεία μεταξύ σκηνής και πλατείας, ζωντανεύοντας ενώπιόν μας τη μελωδική αγριάδα της παρέας του Øystein Garnes Brun. Ταυτόχρονα, όμως, έπλασε κι έναν ορίζοντα προσδοκιών για το τι να περιμένει κανείς από τη live έκφανση της: η πολυεπίπεδη στούντιο τραγουδοποιία τους δεν γίνεται να αναπαραχθεί επί σκηνής, με αποτέλεσμα κάμποσες λεπτομέρειες και πινελιές να εξαφανίζονται.
Επιπλέον, στον ορυμαγδό που κυριαρχεί, χάνονται και τα γλυκά φωνητικά του Lars A. Nedland. Ο οποίος παραμένει πολύτιμη μονάδα στα πλήκτρα, μα ζορίζεται να ακουστεί και συχνά καταπλακώνεται από τη δυναμική των υπόλοιπων οργάνων (ειδικά των ντραμς του Bjørn Dugstad Rønnow). Χρειάζεται λοιπόν να κάνεις την ειρήνη σου με τέτοιους παράγοντες. Αλλά αξίζει τον κόπο η παραχώρηση, γιατί οι Νορβηγοί αναπληρώνουν τα όσα χάνουν, βρίσκοντας τρόπους να ξετυλίξουν τον φιδογυριστό τους ήχο, που παίζει με τα όρια του black, του progressive και των σκανδιναβικών folk αναμνήσεων.
Πολλά βέβαια από όσα παρουσιάζουν σε μια συναυλιακή συνθήκη εξαρτώνται από τον ICS Vortex, ο οποίος ήρθε στην Αθήνα σε μεγάλη φόρμα, αναλαμβάνοντας παράλληλα και καθήκοντα μπασίστα. Φορώντας μπλουζάκι Motörhead και εκπροσωπώντας μια πιο "αλανιάρικη" αντίληψη για το τι σημαίνει frontman (που σίγουρα δεν ευδοκιμεί στο black metal στερέωμα) στάθηκε ερμηνευτικός βράχος, εξαπολύοντας βορβορώδη growls –έστω κι αν σε σημεία επιστρατεύτηκε στον ρόλο και η Βίκινγκ φιγούρα του δεύτερου κιθαρίστα Jostein Thomassen. Ταυτόχρονα, όμως, ο Vortex δεν δίστασε και να αστειευτεί με το κοινό ή να δηλώσει γοητευμένος από τα βουνά μας, τα οποία θαύμασε ταξιδεύοντας από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα.
Κάπως έτσι, τα πράγματα μπήκαν σιγά-σιγά στη θέση τους και το Κύτταρο συνόδευσε ενθουσιωδώς τους Borknagar καθώς υμνούσαν τη μεγαλοπρέπεια των νορβηγικών οροσειρών στο "The Rhymes Of The Mountain", πριν παρασυρθεί σε μια βουτιά στο παρελθόν της μπάντας και στην πρώτη της συνεργασία με τον ICS Vortex (1998). Τόσο το "Universal", όσο και το "Ad Noctum" αποτύπωσαν ωραία τη black ιδιαιτερότητά τους· δεν ήταν όμως παρά σκαλοπάτια στην πρώτη κορύφωση της βραδιάς, όπου τα "Up North" και "Voices" μας μετέφεραν σε νοερά αρκτικά τοπία, με το δεύτερο ειδικά να γνωρίζει μια φανταστική εκτέλεση: ο Nedland βρέθηκε στην καλύτερή του στιγμή και το κοινό ανταπέδωσε με χέρια ψηλά και εκστατικό τραγούδι.
Από εκεί και πέρα, δεν υπήρχε επιστροφή. Έστω και με τα προαναφερόμενα ζητήματα οι Borknagar είχαν κερδίσει το συναυλιακό στοίχημα και απλά το σφράγισαν, με τον ICS Vortex να γκαζώνει στα "The Ruins Of The Future" και "Oceans Rise", βυθίζοντάς μας στα έγκατα μιας αδυσώπητης black metal ξεραΐλας. Το σβήσιμο της συναυλίας με το "Winter Thrice" μπορεί να στερήθηκε της υπέροχης, μοναχικής μελαγχολίας του Kristoffer Rygg, εμπεριείχε όμως ατόφιο το "χειμερινό" συναίσθημα που πολλοί αγάπησαν, ωθώντας έτσι το Κύτταρο να ξεπροβοδίσει τους Νορβηγούς τραγουδώντας δυνατά για "days of reaping, nights of aghast", σε μια τελική υπόκλιση στους απέραντους, ανάστερους ουρανούς του σκανδιναβικού Βορρά. Μακάρι να μας είχαν πει και το "Thunderous", αλλά δεν πειράζει.