Ο Jan Garbarek έχει μια γερά εδραιωμένη θέση στα μοντέρνα τζαζ πράγματα, αλλά και δοκιμασμένη σχέση με το εγχώριο τζαζ κοινό, το οποίο πάντα τιμά τους ερχομούς του στην Ελλάδα με ενθουσιώδη προσέλευση. Εκείνος, ωστόσο, δεν θεωρεί ότι παίζει τζαζ.
Μια τέτοια διάσταση απόψεων μοιάζει μάλλον παράδοξη για το βεληνεκές ενός διάσημου και διακεκριμένου δημιουργού. Και είναι αλήθεια ότι (ως κάποιον βαθμό, τουλάχιστον) έχει να κάνει και με τα κριτήρια κατηγοριοποίησης των μουσικών ειδών τα οποία χρησιμοποιεί καθείς. Τυγχάνει όμως να είναι και αληθινή, γιατί σχετίζεται άμεσα με την ιστορική πορεία της τζαζ –και κυρίως με τη μεγάλη στιλιστική "αποκέντρωση" που σημειώθηκε μετά το μεσουράνημα της free jazz κατά τη δεκαετία του 1960.
Φυσικά, ο Garbarek δεν αρνείται τη σχέση του με την τζαζ: "έχω ακούσει κι έχω παίξει πολλή τζαζ", μου είπε σε συζήτησή μας πριν 11 χρόνια. Άλλωστε ποτέ δεν έκρυψε πως ήταν ο Ornette Coleman που πυροδότησε τη δημιουργική του φαντασία ή ότι την αφορμή για να ξεφύγει από τον Elvis Presley (τον οποίον απολάμβανε στην πρώιμη εφηβεία) του την έδωσε το "Countdown" του John Coltrane, που έτυχε να ακούσει μια μέρα στο ραδιόφωνο. Τις καταβολές αυτές τις πιστοποιούν και οι δίσκοι του ως το 1973, ιδίως δουλειές σαν το "Afric Pepperbird" (1970), που στάθηκε και η πρώτη του συνεργασία με την ECM.
Ωστόσο, στα πλαίσια της συμπόρευσης με την εμβληματική δισκογραφική του Manfred Eicher –η οποία έγινε αποκλειστική το 1972, κρατώντας έως και σήμερα– ο Garbarek προχώρησε πέρα από τέτοιες πρώιμες αναφορές, ξανοιγόμενος σε ανεξερεύνητα μονοπάτια. Σήμερα, βέβαια, ο προσωπικός ήχος που σμίλεψε στην πορεία είναι κάτι αρκετά αναγνωρίσιμο, το οποίο στον διεθνή Τύπο περιγράφεται ως "δημιουργική μουσική", ως "νορδικός τόνος" ή απλά ως "ήχος της ECM". Όμως για τα χρόνια της δεκαετίας του 1970 υπήρξε μια επαναστατική επέκταση των δυνατοτήτων της free jazz, αφενός προς το σύμπαν της ευρωπαϊκής κλασικής σύνθεσης, αφετέρου προς τον κόσμο των λαϊκών παραδόσεων· της Νορβηγίας, αρχικά, της Ινδίας και της Αφρικής αργότερα.
Λόγω λοιπόν τέτοιων διακλαδώσεων, ο Νορβηγός σαξοφωνίστας πιστεύει ότι το έργο του αρθρώνει κάτι διαφορετικό από την τζαζ, την οποία αντιμετωπίζει ως μια μουσική που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1920 με τον Louis Armstrong κι έκλεισε τον κύκλο ζωής της με τη free jazz γύρω στα τέλη των 1960s. Οι περισσότεροι, ωστόσο, βλέπουν στον ήχο της ECM το τελευταίο κεφάλαιο στη μέχρι στιγμής ιστορία της τζαζ έκφρασης.
Έτσι, τοποθετούν στα μοντέρνα τζαζ αριστουργήματα συζητημένους του δίσκους σαν το "Triptykon" του 1973 (με τους Arild Andersen & Edward Vesala), το "Nude Ants" του 1979 (μια ζωντανά ηχογραφημένη σύμπραξη με τον σπουδαίο Keith Jarrett), το "Witchi-Tai-To" του 1973 (με τον Bobo Stenson), το "Dis" του 1976 (με τον Ralph Towner), το "Wayfarer" του 1983 (με τον εξέχοντα Bill Frisell και τον Eberhard Weber) ή το "Officium" του 1994 (με τους Hilliard Ensemble). Στους οποίους θα πρέπει βέβαια να προσθέσουμε και τη δουλειά "Music For Films" με την Ελένη Καραΐνδρου (1991), επισημαίνοντας και τη συνεργασία τους για το soundtrack της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου "Ο Μελισσοκόμος" (1986).
Είναι μια συζήτηση που έχει μεν το ενδιαφέρον της, μα δεν μπλέκεται με την απόλαυση που αντλεί κανείς ακούγοντας τον μοναδικό ήχο του Garbarek. Ο οποίος τον πρεσβεύει άριστα σε κάθε του ζωντανή εμφάνιση χάρη στην "οικογένεια" συνεργατών που τον πλαισιώνει εδώ και χρόνια, εκπροσωπώντας όλες τις κατευθύνσεις προς τις οποίες απλώνεται το χαρακτηριστικό του παίξιμο στο σαξόφωνο: τον Γερμανό πιανίστα Rainer Brüninghaus, τον Βραζιλιάνο μπασίστα Yuri Daniel και τον επιφανή Ινδό ντράμερ Trilok Gurtu.
Με αυτό ακριβώς το σχήμα θα τον δούμε λοιπόν και στον επικείμενο ερχομό του στο Ηρώδειο (Τετάρτη 22/6), για μια συναυλία που χάθηκε μεν εν μέσω της πρόσφατης πανδημίας, μα μπόρεσε να αναπρογραμματιστεί γρήγορα και θα διεξαχθεί τώρα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, υπό την αιγίδα της Νορβηγικής Πρεσβείας στη χώρα μας. Μάλιστα, όπως μας τάζει ο ίδιος ο Garbarek, το μεγαλύτερο τμήμα της θα απαρτιστεί από συνθέσεις που δεν έχουν ξαναπαιχτεί στην Ελλάδα. Με τις οποίες θα αγκαλιάσει τόσο το παλιότερο, όσο και το νεότερό του ρεπερτόριο.