
Λένε ότι οι μεγάλες ορχήστρες είναι ικανές να παίξουν τα πάντα και ότι οι μεγάλοι αρχιμουσικοί είναι ικανοί να διευθύνουν τα πάντα! Αυτό μπορεί να είναι θεωρητικά ακριβές, στην πράξη όμως σπάνια επαληθεύεται, τουλάχιστον σε επίπεδο ικανότητας κατανόησης και υφολογικής ανταπόκρισης στις ιδιαίτερες απαιτήσεις της τόσο ευρείας γκάμας ρεπερτορίου της κλασικής μουσικής.

Οι εξαιρέσεις, βέβαια, επιβεβαιώνουν τον κανόνα, όπως απέδειξαν οι ομολογουμένως λαμπρές επιδόσεις της Ορχήστρας του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης υπό τον ιδρυτή και μουσικό της διευθυντή Ιβάν Φίσερ στο πρόσφατο αθηναϊκό συναυλιακό διήμερο (15-16/11) στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής. Οι καρποί της μακρόχρονης -από το 1983!- συμπόρευσης του συνόλου με τον εκλεκτό αρχιμουσικό είναι γνωστοί στους ανά τον κόσμο φιλόμουσους, αλλά το τόσο υψηλό επίπεδο απόδοσης παρέπεμπε σε πολύ διασημότερους συντελεστές! Την απόλαυση ενίσχυσε η ευπρόσδεκτα διαφορετική σύνθεση των δύο προγραμμάτων: στο πιο κλασικό πρώτο με σπουδαία, γνωστά έργα αντιπαρατέθηκε το πιο περιπετειώδες, «ψαγμένο» δεύτερο!
Η πρώτη βραδιά ξεκίνησε με το 1ο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς, με σολίστ τον Δημήτρη Σγούρο. Οι ολοένα και σπανιότερες εμφανίσεις του κορυφαίου πιανίστα καθιστούσαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή τη σύμπραξη, πολλώ δε μάλλον που το συγκεκριμένο έργο συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων στα οποία ανέκαθεν διακρινόταν. Η ωριμότητα του καλλιτέχνη φαίνεται ότι έχει προσθέσει εκφραστικότητα και συναίσθημα σε αυτό που άλλοτε φάνταζε κυρίως ως λαμπερή δεξιοτεχνία.
Έτσι, εντυπωσίασε η πιο εσωτερική, τρυφερή απόδοση του ενδιάμεσου λυρικού adagio, ενώ στο αρχικό maestoso εκτιμήθηκαν οι σταθερές αξίες Σγούρου: ποιότητα ήχου, δύναμη και ρυθμική ακρίβεια, με επιπροσθέτως θαυμάσια ανάπτυξη του θεματικού υλικού. Παρά κάποια μικρά ολισθήματα και την έλλειψη περισσότερο χαμόγελου στο καταληκτικό ροντό, η όλη ερμηνεία υπήρξε πολύ επιτυχημένη. Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά η άκρως φροντισμένη ορχηστρική συνοδεία, που διεκδίκησε ισότιμη συνύπαρξη με τον σολίστα μέσα από δραματικές εξάρσεις και ανέδειξε πλήθος παραγράφων μιας ευφάνταστης, ανατρεπτικά ρομαντικής γραφής.
Ακολούθως, προσφέρθηκε μία από κάθε άποψη συναρπαστική εκτέλεση της 3ης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Η περίφημη «Ηρωϊκή» συμφωνία είχε ακουσθεί στον ίδιο χώρο πριν από ένα μόλις μήνα, από τη Φιλαρμονική του Ισραήλ υπό τον Μέτα (ελπίζουμε ότι η επιλογή του ίδιου έργου δεν έγινε σκόπιμα!), αλλά οι δύο ερμηνείες δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους. Παρότι αποδόθηκε και αυτή με κολοσσιαίες ορχηστρικές δυνάμεις, η ερμηνεία των Ούγγρων δεν στηρίχθηκε μόνο στον -εξίσου- ωραίο ήχο ή στη δεδομένη μεγαλοπρέπεια, αλλά διέθετε απίστευτη πνοή, ορμή και αφηγηματική ευφράδεια, που φώτισαν το επαναστατικό πνεύμα του! Ήταν δε αξιοσημείωτο ότι η μεγάλη διάρκειά της (σχεδόν μία ώρα) δεν ήταν αποτέλεσμα ούτε αργών ταχυτήτων ούτε πλαδαρού ειρμού!
Ο Ιβάν Φίσερ διέπλασε την ανάπτυξη κάθε επεισοδίου σε απίστευτο βάθος λεπτομέρειας, χωρίς αυτό να αποβαίνει σε βάθος της συνολικής εικόνας. Αξιοποίησε μία «ανορθόδοξη» διάταξη των εγχόρδων (πίσω από τα πνευστά τοποθετήθηκαν τα κοντραμπάσα, μπροστά τους τα βιολοντσέλα και εκατέρωθεν αυτών, αμφιθεατρικά και εν μέρει επί βάθρων τα βιολιά και οι βιόλες!) για να εξασφαλίσει «στερεοφωνική» προβολή του ήχου, που επέτρεπε και την ανάγλυφη προβολή των σολιστικών παρεμβάσεων των ξύλινων. Η μοναδική διαφάνεια ήχου συμπληρώθηκε με αιχμηρό φραζάρισμα και εύστοχες εναλλαγές ταχυτήτων και δυναμικών, που χρωμάτιζαν το κάθε μέρος: με πόσο περήφανο, ευγενή βηματισμό δόθηκε το πένθιμο εμβατήριο, με πόση αέρινη χάρη το σκέρτσο, πόσο πλαστικά αποδόθηκαν οι παραλλαγές και οι διαφορετικές διαθέσεις του φινάλε!
Εύλογα, η τόσο σύγχρονη και υφολογικά ενημερωμένη ερμηνεία «τετραγώνισε τον κύκλο»: ανέδειξε υποδειγματικά τον κλασικισμό του έργου, μπολιάζοντας τον γόνιμα με όλη την αισθητική κληρονομιά του κινήματος «Θύελλα και ορμή» στο οποίο οφείλει τόσα ο πρώιμος Μπετόβεν, ενώ αξιοποίησε -έστω με σχετική ελευθερία- τις κατακτήσεις στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο της ιστορικής ερμηνευτικής σε όργανα εποχής! Η επιρροή ενός Αρνονκούρ, του οποίου ο Ι. Φίσερ υπήρξε βοηθός, ήταν πανταχού παρούσα...

Η δεύτερη συναυλία (16/11) ήταν αφιερωμένη στη ρωσική μουσική του 20ού αιώνα, περιελάμβανε δε σημαντικά έργα που δεν ακούμε συχνά! Δύο συνθέσεις του Προκόφιεφ κάλυψαν το πρώτο μισό της βραδιάς. Αρχικά δόθηκε η εκδοχή για πλήρη ορχήστρα της «Εισαγωγής πάνω σε εβραϊκά θέματα». Παρότι το αυθεντικό φολκλορικό μελωδικό υλικό, από το οποίο εμπνεύσθηκε ο συνθέτης, αναδεικνύεται καλύτερα στην πρώτη εκδοχή του έργου (για κουαρτέτο εγχόρδων, κλαρινέτο και πιάνο), το μαγευτικό κλαρινέτο του Άκος Ατς, ο οποίος βρέθηκε σταδιακά στο προσκήνιο, αφήνοντας τη θέση του στο αναλόγιο, εξέπεμψε συγκινητικούς απόηχους κλέτζμερ στην αίθουσα!
Στη συνέχεια, ο Αυστριακός βιολιστής Τόμας Τσέετμαϊρ ερμήνευσε το «Κοντσέρτο για βιολί αρ. 2» του Προκόφιεφ. Ο διαπρεπής σολίστ δικαίωσε, με υψηλή δεξιοτεχνία, μουσικότητα και αντίληψη, όλες τις πτυχές και διαθέσεις της απαιτητικής παρτιτούρας: το νοσταλγικό λυρισμό του πρώτου μέρος, την τρυφερή μελωδικότητα του ενδιάμεσου andante assai, τη μοντερνιστική εξωστρέφεια και ρυθμική πολυπλοκότητα του τρίτου μέρους. Η χειρουργική ακρίβεια του παιξίματος, η ανεπίληπτη ορθοτονία και οι μύριες αποχρώσεις ενός πλούσιου, χυμώδους βιολιστικού ήχου σε συνδυασμό με την πυρετώδη ένταση διαλόγου με μία ορχήστρα με εξαιρετικά σβέλτα αντανακλαστικά προκάλεσαν δίκαια ντελίριο ενθουσιασμού στο κοινό...
Μετά το διάλειμμα, ο Στραβίνσκυ είχε την τιμητική του, και μάλιστα με μουσική του για μπαλέτα. Πρώτα δόθηκε η μουσική από το χορόδραμα «Χαρτοπαίγνιο», μία επιτηδευμένη αναφορά σε τρεις παρτίδες πόκερ, όπου ακόμη και φύλλα κατώτερης αξίας μπορούν να νικήσουν άλλα δυνατότερα! Ορχήστρα και αρχιμουσικός έδωσαν άλλο ένα δείγμα στυλιστικής ευελιξίας, αποδίδοντας τη νεοκλασική, μάλλον αβαρή πλην πνευματώδη γραφή με ανάλαφρα χορευτικό βηματισμό, μεγάλες διακινδυνεύσεις ρυθμού και δυναμικής και χιούμορ, όπως υποδήλωσε και …μία απροσδόκητα χοροθεατρική πινελιά: κάποιοι μουσικοί σηκώνονταν όρθιοι, ανυψώνοντας τεράστια τραπουλόχαρτα (φιγούρες του μπαλέτου) που υποδείκνυαν τον απροσδόκητο νικητή της κάθε παρτίδας!
Το αποκορύφωμα του προγράμματος υπήρξε η μεγαλειώδης εκτέλεση της δεύτερης χρονολογικά (1919) Σουίτας που ο Στραβίνσκυ συνέθεσε από το μπαλέτο «Το πουλί της φωτιάς». Η καλειδοσκοπικού πλούτου παρτιτούρα που συμπυκνώνει την ενορχηστρωτική παράδοση της μεγάλης ρωσικής ιστορικής σχολής απαιτεί ερμηνευτές κλάσης για να αναδειχθούν οι πυκνές αρμονίες, τα παραμυθένια ηχοχρώματα, οι γοητευτικές μελωδίες, τα χορευτικά μοτίβα. Αντλώντας από το έξοχο και ισορροπημένο σε όλες τις υποομάδες σύνολό του ήχο απίστευτης διαφάνειας και εκφραστικού παλμού, αβίαστες κλιμακώσεις δυναμικής, φραστική μεγάλης πλαστικότητας, ο σπουδαίος 64χρονος Ούγγρος αρχιμουσικός διέπλασε μία ατμοσφαιρική ερμηνεία αναφοράς με ανεκτίμητες αφηγηματικές αρετές...
Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, γίναμε μάρτυρες και των σπάνιων ...φωνητικών χαρισμάτων των μουσικών της ορχήστρας του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης! Πόσες επαγγελματικές χορωδίες -και όχι μόνο παρ’ημίν- θα μπορούσαν να αποδώσουν με τέτοια ηχητική ποιότητα και συντονισμό ένα κοράλ του Γ.Σ. Μπαχ, όπως αυτό με το οποίο άνοιξε η πρώτη συναυλία (στη μνήμη των θυμάτων των -νωπών, ακόμη- τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι) και ένα ύμνο της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας, που προσφέρθηκε ως μοναδικό «ανκόρ» μετά το πέρας της δεύτερης;
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης