
Οι δύο άκρως επιτυχημένες συναυλίες που έδωσε αυτό το μήνα η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο πλαίσιο των τακτικών εμφανίσεών της στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής επιβεβαίωσαν τις παλιές συνήθειές της να ανεβάζει επίπεδο απόδοσης, όταν την διευθύνουν ξένοι αρχιμουσικοί.

Η τελευταία συναυλία (20/11) υπό τον Σλοβάκο αρχιμουσικό Γιουράϊ Βάλτσουχα επιβεβαίωσε και κάτι ακόμη: η ΚΟΑ μεταμορφώνεται σε σύνολο ευρωπαϊκού επιπέδου, όταν με τον μετακαλούμενο άξιο μαέστρο υπάρχει feeling! Είναι η 3η φορά μέσα σε μία διετία που ο 39χρονος Βάλτσουχα -μία από τις σημαντικότερες μπαγκέτες της γενιάς του και πιθανότατα ένας από τους αυριανούς μεγάλους της διεύθυνσης ορχήστρας!- τίθεται επικεφαλής της ΚΟΑ, και μάλιστα εν προκειμένω αφιλοκερδώς.
Μετά από θαυμάσια προγράμματα Ρίχ. Στράους και Ραχμάνινωφ, σειρά είχε τώρα ο Μάλερ, και μάλιστα όχι με μία από τις πρώτες συμφωνίες του, αλλά με την δυσκολότατη 9η, την -ουσιαστικά- μουσική του παρακαταθήκη. 4 χρόνια μετά από μία ατελή ερμηνεία του ίδιου έργου υπό το Γάλλο μαέστρο Ζακ Ντελακότ (25-11-2011), λίγοι, ακόμη και μεταξύ των πιο φανατικών θιασωτών της ορχήστρας, θα μπορούσαν να φαντασθούν σε ποια ύψη θα ανερχόταν η προσφερθείσα ερμηνεία, με την οποία ξεκίνησε (!) ένας αναγγελθείς συμφωνικός κύκλος Μάλερ...
Ίσως οι όποιες επιφυλάξεις να αγνοούσαν την πρόοδο που έχει πραγματοποιήσει η ΚΟΑ όλα αυτά τα χρόνια, όπως και τις σπάνιες ικανότητες του αρχιμουσικού. Με μία μοναδικής καθαρότητας και σαφήνειας κινησιολογία χεριών και σώματος, ο Βάλτσουχα οδήγησε την ΚΟΑ με ασφάλεια και αυτοπεποίθηση σε μία συναρπαστική περιπλάνηση, περισσότερο στοχαστική παρά εξωστρεφή, στην ανήσυχη δραματουργία του έργου.
Από τις ολοζώντανες αναμνήσεις των -συχνά επώδυνων- εμπειριών μιας πλούσιας ζωής, που αναπαριστώνται στα τρία πρώτα μέρη με την ηχητική παλέτα του ύστερου ρομαντισμού μέχρι το εκτενές καταληκτικό adagio, στο οποίο προμηνύεται συνταρακτικά το επερχόμενο τέλος (ή το ελπιδοφόρο επέκεινα!) με μία διαφάνεια ήχου που αναγγέλλει ήδη τον ανατέλλοντα μοντερνισμό, το πυκνό συμφωνικό συντακτικό της μουσικής «αφήγησης» αποκωδικοποιήθηκε νοηματικά με ακρίβεια -μέσα από σαφή οργάνωση σε ενότητες και παραγράφους- και νηφαλιότητα.
Χωρίς να λείψουν μικροπροβλήματα συντονισμού και ορθοτονίας στα αρχικά μέρη (με την τόσο απαιτητική γραφή για τα πνευστά), οι κολοσσιαίες ορχηστρικές δυνάμεις κατάφεραν να αποδώσουν επιτυχημένα, με καλούς συσχετισμούς δυναμικής μεταξύ των διαφόρων υποομάδων, την πληθώρα ηχητικών μικροκόσμων που συγκροτούν αυτό το τόσο προσωπικά οργανωμένο μαλερικό σύμπαν. Ήταν σημαντικό ότι η πολυσημία του, οι υπαινιγμοί του, η πικρία του πρόβαλαν ανάγλυφα μέσα από τον ειρμό της ανάγνωσης.
Και ήταν σημαντικότερο ότι το σώμα των εγχόρδων δικαίωσε, με πρωτόγνωρα πλούσιο και εστιασμένο ήχο, την τόσο φορτισμένη συναισθηματικά, πληθωρικά μελωδική γραφή του φινάλε. Αυτός ο σπάνιος συγκερασμός τεχνικής και εκφραστικής αρτιότητας θα έπρεπε να αποτελεί κεκτημένο και όχι ζητούμενο σε κάθε εμφάνιση της ΚΟΑ!

Αντίστοιχα ίσχυσαν, έστω σε μικρότερη κλίμακα, και στην προηγούμενη συναυλία της ΚΟΑ, δύο εβδομάδες νωρίτερα (6/11), όταν τη διηύθυνε ο Εσθονός αρχιμουσικός Μήκελ Κύτσον. Το πρόγραμμα είχε ευπρόσδεκτα αρώματα από τον Ευρωπαϊκό Βορρά (φέτος εορτάζονται παγκοσμίως τα 150 χρόνια από τη γέννηση των Νήλσεν και Σιμπέλιους!), μολονότι ξεκίνησε με την «Εισαγωγή σ’ένα δράμα» του Αντίοχου Ευαγγελάτου. Η ερμηνεία ξάφνιασε όσους έχουν συνηθίσει σε μάλλον συντηρητικές προσεγγίσεις των έργων της ιστορικής ελληνικής μουσικής. Ήταν εξόχως ορμητική και δραματική από το αρχικό θέμα μέχρι τέλους, αμβλύνοντας κάπως τον διάχυτο λυρισμό συγκεκριμένων ενοτήτων.
Στη συνέχεια, ο κλαρινετίστας της ΚΟΑ Σπύρος Μουρίκης, ένας από τους κορυφαίους μουσικούς της χώρας, αναμετρήθηκε με ένα έργο άρρηκτα συνδεδεμένο με τη σταδιοδρομία του, το «Κοντσέρτο για κλαρινέτο» του Νήλσεν. Η συγκεκριμένη, «στριφνή» σύνθεση απαιτεί σολίστα ικανό να ανταποκριθεί -και μάλιστα χωρίς την παραμικρή ανάπαυλα!- στις υπερβατικές δεξιοτεχνικές απαιτήσεις της, όπως και να δικαιώσει ένα ιδιότυπο κράμα λυρικών, σκωπτικών και μοντερνιστικών στοιχείων.
Οι γνωστές αρετές του Μουρίκη (ήχος σπάνιου πλούτου σε αποχρώσεις και δυναμικές, μαλακή, ευέλικτη φραστική, άφθαστη μουσικότητα) όχι μόνο έκαναν τα δύσκολα να μοιάζουν ...σκανδαλιστικά εύκολα, αλλά και νοηματοδότησαν την παρτιτούρα, αναδεικνύοντας τις ποιότητες και το ιδιαίτερο στίγμα της! Όπου χρειαζόταν, τα σβέλτα ανακλαστικά του εξαιρετικά συνεπτυγμένου ορχηστρικού κλιμακίου εξασφάλισαν χαμηλόφωνο διάλογο. Στις επευφημίες του κοινού, ο εκλεκτός σολίστ χάρισε ένα χορταστικό -αλλά εκτός θέματος- ...μίνι ρεσιτάλ με 4 ανκόρ, από Μεσσιάν ...μέχρι μία μεταγραφή για κλαρινέτο σόλο του «Πετάγματος της Μέλισσας» του Ρίμσκυ-Κόρσακωφ!
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τη δημοφιλή 2η Συμφωνία του Σιμπέλιους. Στην πανέμορφη ρομαντική σύνθεση αρχιμουσικός και ορχήστρα καλούνται αφενός να αναδείξουν την περίτεχνη συνύπαρξη παραγράφων επικής πνοής με νησίδες «βορειοευρωπαϊκού» λυρισμού και μελαγχολίας, αφετέρου να διατηρήσουν αδιατάρακτο και συνεκτικό ειρμό αφήγησης, παρά τις διαρκώς αναπροσδιοριζόμενες διαθέσεις της. Έχοντας άρτια εποπτεία των μεγεθών ήχου και δυναμικής όπως και του εκφραστικού βάρους της μουσικής, ο Κύτσον εξασφάλισε από μία ορεξάτη ΚΟΑ μία εκτέλεση μεγάλης πνοής, με καλοσταθμισμένο έλεγχο κλιμακώσεων και αποφορτίσεων και εύστοχα τέμπι, αλλά με όχι πλήρη ανάδειξη των πολλών λεπτομερειών της γραφής.
Τα πνευστά (σταθερά χάλκινα και εύηχα ξύλινα, με καλύτερες συνεισφορές από φαγκότα και όμποε!) χρωμάτισαν τον ορχηστρικό καμβά, ενώ και τα έγχορδα έπαιξαν συγκεντρωμένα, χωρίς πάντως να μπορέσουν να «σηκώσουν» το αυξημένο μελωδικό -άρα και συναισθηματικό!- φορτίο της μουσικής...