Ένα από τα δημοφιλέστερα club-restaurants της πόλης έφερε την καλή μεσογειακή κουζίνα και το λαμπερό νεανικό crowd του στο χώρο του «La Notte».

Το «Guzel» το βρήκαμε φέτος ομορφότερο από ποτέ. Ο αμφιθεατρικός χώρος του «La Notte» είναι σίγουρα πιο κατάλληλος για club, ενώ η νέα αισθητική έχει αποβάλει τελείως τα ανατολίτικα στοιχεία. στην υποδοχή θυμίζει lux ξενοδοχείο των ’70s, ενώ στο εσωτερικό βγάζει ένα βιομηχανικό ματ ύφος που «σπάει» με Chesterfield καναπέδες και συνθέσεις χρυσών και ασημένιων μεταλλικών επιφανειών. Ο καθαρός χώρος του club είναι περιορισμένος, εξυπηρετεί ωστόσο τη συνθήκη που θέλει τα club-restaurants να έχουν πριβέ χώρο για να κάνουν τους πελάτες τους να νιώθουν άνετα και large. Με χωριστή είσοδο, λοιπόν, και δικό του bar λειτουργεί το εστιατόριο, τα παρασκευοσάββατα ανοίγει και ο εξώστης για τους –ολοένα και περισσότερους– weekenders, ενώ εκεί ψηλά υπάρχει και μια μικρή, πολυτελής σουίτα με τρία τραπέζια για τους καλούς πελάτες.
Την καλύτερη θέα, πάντως, έχει ο χώρος του εστιατορίου, όπου μπορείτε να δοκιμάσετε γεύσεις από ένα βατό μεσογειακό μενού το οποίο έχει επιμεληθεί ο βραβευμένος σεφ Γιάννης Σολάκης. Το διαβάσαμε κι εμείς και δεν καταφέραμε να αντισταθούμε στον πειρασμό… Δυστυχώς, τα πιο δελεαστικά πιάτα του καταλόγου (όπως το ναπολεόν από βασιλικό καβούρι με αγγούρι, αβοκάντο και μαγιονέζα μυρωδικών και το στήθος πάπιας με πουρέ κολοκύθας, καραμελωμένα κυδώνια και σος από μύρτιλα) δεν ήταν διαθέσιμα, όμως δεν σταθήκαμε καθόλου άτυχοι με τις επιλογές μας. Ούτε με τα καλοεκτελεσμένα Dry Martinis που δοκιμάσαμε καθώς περιμέναμε την παραγγελία. Must ορεκτικό είναι το φιλέτο καρπάτσιο με κάππαρη, λεμόνι κι ελαιόλαδο, ενώ το κατσικίσιο μαστέλο με μανιτάρια πορτομπέλο στη σχάρα, με σος από βαλσάμικο και μέλι, είναι επίσης γευστικότατο, αν και τα μανιτάρια είχαν κρατήσει λίγα υγρά στην περίπτωσή μας. Από την πρώτη μπουκιά καταλαβαίνει κάποιος ότι τα πιάτα παρασκευάζονται με καλοδιαλεγμένες, φρέσκες πρώτες ύλες – και μάλιστα με αρκετά καλή τεχνική εκ μέρους του executive chef. Αυτό επιβεβαιώνεται κυρίως στο μοντέρνο λαβράκι με σος μήλου, το οποίο έχει μια σκερτσόζα αλλά και –όσο χρειάζεται– διακριτική μυρωδιά κάρι, όπως και στην υφή του πουρέ πατάτας που συνοδεύει το γεμιστό (με ρόκα και παρμεζάνα) φιλέτο παγιάρ, το οποίο ωστόσο ήταν πιο στεγνό απ’ ό,τι θα θέλαμε. Στα γύρω τραπέζια κάνουν κράτηση για φαγητό αρκετές νεαροπαρέες οι οποίες μπορούν να σηκώσουν το κόστος του ακριβού φαγητού (βόρεια προάστια γαρ), ενώ ακούγονται συμπαθέστατη σύγχρονη soul (σηκωμένος αντίχειρας στον DJ που έπαιξε Jazzanova) καθώς και λίγες lounge διασκευές γνωστών τραγουδιών. Σε κάποια σημεία του χώρου, ειδικά στο εστιατόριο, η μουσική γκελάρει στις βιομηχανικές επιφάνειες και κάνει αμήχανες αντηχήσεις που νομίζω ότι μπορούν να αποφευχθούν με μερικά extra ηχεία. Το πρόβλημα ξεπερνιέται μετά τις 2 π.μ., καθώς το club γεμίζει και η μουσική ανεβάζει στροφές κι ένταση, για να συντονιστεί με τις mainstream απαιτήσεις του 20something κοινού. Ο κόσμος είναι πιο λαμπερός από αυτόν που συχνάζει στα περισσότερα mainstream clubs του downtown και το καταλαβαίνεις κοιτάζοντας το dresscode, το οποίο ακόμη κι αν είναι casual, δεν παύει να είναι επώνυμο και στιλάτο. Τα παρασκευοσάββατα το εθιμοτυπικό προβλέπει mainstream διασκέδαση, τις Τετάρτες ο παραγωγός του Love Radio Τάσος Τρύφωνος προσκαλεί ονόματα της ελληνικής και της ποπ σκηνής για ζωντανές εμφανίσεις, ενώ τις Πέμπτες το MTV κάνει parties με μετακλήσεις DJs από clubs του εξωτερικού (π.χ. τα λονδρέζικα «Amika», «Jalouse») ή ονόματα του ελληνικού club circuit (π.χ. οι Other View). Εμείς ακούσαμε τον Βρετανό DJ Henry Relph σε ένα mainstream house set που δεν διέφερανκαι πολύ από τα όσα ακούμε ήδη στα αθηναϊκά clubs. Για το είδος του, ωστόσο, το «Guzel» δεν παύει να είναι ανάμεσα στους top προορισμούς.