
Γιατί υπάρχουν τόσοι χώροι, ομάδες και web ραδιοφωνικοί σταθμοί που παίζουν house, techno και τα υβρίδιά τους τα τελευταία χρόνια; Μήπως ξαναζούμε τα ’90s ή είναι καιρός να τα αποχαιρετήσουμε διά παντός περνώντας σε μια νέα φάση; Μιλήσαμε με promoters, DJs και εκπροσώπους δραστήριων ομάδων, θυμηθήκαμε τα παλιά (αλλά δεν τα νοσταλγήσαμε τόσο πολύ) και προσπαθήσαμε να καταγράψουμε τις εξελίξεις σε μια μορφή διασκέδασης που αλλάζει στην πόλη μας, όπως και παγκοσμίως. Και, φυσικά, δώσαμε ραντεβού στο επόμενο πάρτι.

Το περασμένο σαββατοκύριακο, στο «Six D.O.G.S.» έπαιζε ο Regis και στο «Ρομάντσο» ο Marcellus Pittman, βετεράνοι της βρετανικής techno και της αμερικανικής house, αντίστοιχα, τους οποίους δεν θα ήθελε να χάσει κάθε clubber που σέβεται τα παπούτσια που έχει λιώσει. Το ίδιο διήμερο, στο «Maze», η δημιουργική ομάδα The Bedroom παρουσίαζε τον Ισπανό George Privatti και στο «Steam» το Blend είχε καλεσμένο τον Γερμανό Gregor Tresher, ενώ στα decks του «Under», του «Piso Bar @ Pop Up», του «The Apartment», του «Astron», του «Room 22», του «Dybbuk», του «Senza Basement» και του «Pixi» (σταματήστε το μέτρημα, υπάρχουν μερικοί ακόμη), έδινε το «παρών» η local σκηνή. Όλα αυτά σ’ ένα σαββατοκύριακο του Ιανουαρίου, του μήνα που πληρώνει τα σπασμένα των γιορτών.

Η ίδια πάντως εικόνα, με πληθώρα ξένων guests, τους locals σε πλήρη δράση και την άφιξη νέων χώρων, παρατηρείται τα δύο-τρία τελευταία χρόνια, φέρνοντας τους clubbers ενώπιον δυσεπίλυτων διλημμάτων, αλλά και προκαλώντας αμφιθυμία στους ίδιους τους ανθρώπους του χώρου και στους δημοσιογράφους που τον καλύπτουν. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Ξαναζούμε τα ’90s; Η απάντηση είναι πως όχι, παρόλο που πολλοί θα ήθελαν να (ξανα)ζήσουν τις εποχές του «Faz», των κινητών «Jungle», του «+Soda», του «Factory» και του «U-Matic».
«Μην ξεχνάς ότι αυτή η σκηνή υπάρχει από τα τέλη του ’80», μου λέει ο Κώστας Μιχάλης του «Maze», ένας από τους παλιότερους και ελάχιστους promoters που έχουν απομείνει, συνοψίζοντας αυτονόητα σχεδόν τρεις δεκαετίες κατά τις οποίες το αθηναϊκό clubbing έχει περάσει από διάφορες μεταλλάξεις. Αλλά πώς γίνεται να υπάρχει τέτοια υπερπροσφορά στην Αθήνα (της οικονομικής κρίσης), όταν στην Αγγλία έκλαιγαν γοερά το clubbing τον Αύγουστο;
Ήρθε όντως το τέλος του clubbing;

Τον περασμένο Αύγουστο, το Radio 1, ο σταθμός του BBC χωρίς τον οποίο η ηλεκτρονική σκηνή δεν θα σημείωνε τέτοια έκρηξη, έκανε την κηδεία του βρετανικού clubbing, ενός θεσμού ισάξιου της βρετανικής μοναρχίας και του fish & chips. Αφορμή ήταν η ανακοίνωση που ήρθε από την ένωση των ιδιοκτητών χώρων νυχτερινής χρήσης ότι τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν κλείσει πάνω από τους μισούς.
Το μνημόσυνο το έκανε η «Guardian» με άρθρο τιτλοφορημένο «Ο αργός θάνατος των βρετανικών clubs», με το οποίο ενοχοποιούσε την αστική ανάπλαση (gentrification), την απαγόρευση του καπνίσματος, τα υψηλά πανεπιστημιακά δίδακτρα, την παράταση της άδειας πώλησης αλκοόλ στις pubs και τα κοκτεϊλάδικα και τη ραγδαία αύξηση των καλοκαιρινών φεστιβάλ – το άρθρο έβαζε ωστόσο την παράδοξη παράμετρο της άνθησης μιας άλλου τύπου «νυχτερινής» οικονομίας που έχει τζίρο 66 δισ. λίρες και απασχολεί 1,3 εκατομμύρια άτομα.
Αντί να τα βάψουν μαύρα, βετεράνοι DJs, όπως η Princess Julia και ο Dave Haslam, έσπευσαν να απαλύνουν τον πόνο. Η πρώτη έγραψε: «Όλοι έχουμε αναμνήσεις από ηδονιστικές στιγμές στα clubs, και συχνά ακούω κάποιους να λένε ότι “Τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά”. Μα φυσικά δεν είναι! Αν δεν σκοπεύεις να μείνεις προσκολλημένος στο παρελθόν, η προοπτική της αλλαγής είναι συναρπαστική. Πράγματι, είναι θλιβερό να κλείνουν χώροι όπου έκανες φίλους και είχες πολύτιμες αναμνήσεις… Ωστόσο, η σαραντάχρονη διαδρομή μου στη νυχτερινή ζωή, με κάνει αισιόδοξη για το μέλλον».
Στο ίδιο ύφος και ο Haslam, που ως resident του ιστορικού «Hacienda» θα μπορούσε κάλλιστα να μείνει προσκολλημένος στις παλιές χρυσές μέρες: «Τίποτα δεν είναι πιο συναρπαστικό από τη στιγμή εκείνη που το κατεστημένο mainstream νιώθει το χρόνο του να τελειώνει. Αυτό είναι που ενδυναμώνει τη νεανική κουλτούρα: η εξέλιξη, ή, αν είμαστε, τυχεροί, η επανάσταση… Ιστορικά, η σημαντική πρωτοποριακή και αξέχαστη μουσική και νυχτερινή ζωή στεγάζονται σε μικρού μεγέθους και κρυφούς χώρους».
Παρά τις καθησυχαστικές φωνές, το επικήδειο άρθρο της «Guardian» άφησε έντονο το στίγμα του, ενώ η συζήτηση αναπόφευκτα μεταφέρθηκε και στη χώρα μας, όπου ομολογουμένως το clubbing πέρασε ένδοξες νύχτες (και ακόμη πιο ένδοξα ξημερώματα) στα ’90s, για να βιώσει μια περίοδο παρακμής στα τέλη εκείνης της δεκαετίας («Πήγαινες για καφέ και άκουγες Sasha στην καφετέρια!» θυμάται ο Κώστας Μιχάλης) και ύφεσης στα ’00s – αν και με φωτεινές εξαιρέσεις, όπως: το «Bios», που έφερε τα πρώτα σχήματα ηλεκτρονικής μουσικής συγκροτημένα και θεσμικά. η ανάδυση mobile parties, όπως αυτά των Amateurboyz και των Yes It Does!! Sure It Does!! και τα events του «Blend».
Ο Mikee, από τους παλιότερους Έλληνες DJs και resident του «Blend», έχει ζήσει από μέσα αυτές τις εναλλαγές: «Το clubbing στην Ελλάδα είναι μεταβαλλόμενο. Λόγω της εξαιρετικής δυναμικής του εισήλθαν σ’ αυτό αρκετοί που ουσιαστικά το ζημίωσαν. Για αρκετά χρόνια υπήρχε μια παρακμή, επειδή άνθρωποι που δεν ήταν γνώστες, αλλά κινούνταν με δημόσιες σχέσεις και γνωριμίες, πλάσαραν άλλα πράγματα πέραν της μουσικής και της διασκέδασης, διώχνοντας έτσι παλιούς clubbers και μπερδεύοντας τους νέους. Η κατάσταση σταδιακά αρχίζει να αλλάζει. Ό,τι δεν αξίζει, ο κόσμος δεν το κρατάει για πολύ». Φτάνοντας (χοντρικά) στις αρχές των ’10s, ξεκινάει μια παράδοξη ανοδική πορεία, κόντρα στην οικονομική κρίση.

«Για μένα έγινε ένα restart εκεί γύρω στο 2009, την ίδια περίοδο με το εξωτερικό», μου λέει ο Βασίλης Σεβδαλής (Chevy) που έχει την επιμέλεια των club nights και το μάρκετινγκ του «Six D.O.G.S.», το οποίο πρωτοστατεί σ’ αυτήν τη νέα φάση του clubbing. Ο Βασίλης αποδίδει την επανεκκίνηση αυτή στο fusion της μουσικής αλλά και στην τάση του microclubbing και του medium-size clubbing. «Κάποια στιγμή σε ένα στρογγυλό τραπέζι με παλιότερους DJs είπα πως είναι αστείο να περιμένεις ότι η dance κουλτούρα, που ήταν κάτι νέο στα ’90s, θα συνέχιζε να παραμένει ίδια και τώρα.
Είναι μια φυσιολογική εξέλιξη να γνωρίζει υφέσεις και εξάρσεις, γι’ αυτό είναι αδιέξοδο το να βρισκόμαστε σε μια νοσταλγική κατάσταση. Για κάθε Sasha, υπάρχει τώρα ένας Ben UFO κι ένας Roman Flügel». Και για κάθε megaclub που κλείνει υπάρχει ένα «Robert Johnson» στη Φρανκφούρτη και ένα «Culture Box» στην Κοπεγχάγη, χώροι-«πρότυπο» σύμφωνα με τον Βασίλη.
Αποχαιρέτα τα ’90s που ’ξερες

Από τα «Jungle» του Χρήστου Καλοπήτα μέχρι ένα τυπικά busy σαββατοκύριακο αυτής της σεζόν, το αθηναϊκό clubbing έχει περάσει πολλές φάσεις, με τα ’90s να είναι η εποχή που ακόμη στοιχειώνει τις νυχτερινές αναμνήσεις. Στην αρχή ήταν στρωμένο με flyers του «Jungle» και του «Sunrise», white labels που οι DJs της εποχής συνωθούνταν στο «Discobole» για να αποκτήσουν πρώτοι. Αλλά και με χιλιάδες σελίδες του lifestyle Τύπου, που οδηγούσε στα μεγάλα clubs ακόμη και σκυλάδες – αν και ο Βασίλης Χαραλαμπίδης, καλλιτεχνικός διευθυντής του «Bios» και του «Ρομάντσο», θεωρεί ότι «παλιά μπορεί κάποιος να υιοθετούσε το lifestyle του ψαγμένου fan της electronica, αλλά να πήγαινε –και καλά για πλάκα– να χορέψει στα μπουζούκια. Τουλάχιστον όμως σε επίπεδο lifestyle, η σημαία που έβγαζε ήταν αυτή».
Παρά τις όποιες ενστάσεις περί μόδας, δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις με τον Ανδρέα Μόγκριτς, υπεύθυνο στο μικροσκοπικό και υπερδραστήριο «Piso Bar» του «Pop Up», πως «είναι αδιαπραγμάτευτο ότι τότε υπήρχε μια μαγεία που δεν υπάρχει πια». Όπως θυμάται ο Ανδρέας, στα ’90s «αισθανόσουν ότι ανήκες στην ίδια φυλή με όσους συναντούσες στα clubs, τους έβλεπες κάπως συνωμοτικά». Κι ο Mikee συμπληρώνει: «Η σκηνή αυτή ήταν τότε κάτι άγνωστο. Κάτι νέο. Υπήρχε ακόμη αγνότητα. Οι clubbers ήταν σαν οικογένεια. Ήξεραν ότι πάνε για να διασκεδάσουν – κι αυτό έκαναν από νωρίς το βράδυ μέχρι την επόμενη το μεσημέρι.
Υπήρχε ένας αμοιβαίος σεβασμός ανάμεσα στον κόσμο και στον DJ. O DJ δεν ήταν ένας άνθρωπος που ενδιαφερόταν πρώτα για την προσωπική του προβολή – κι αυτό το εκτιμούσαν». Αντίθετος με τη νοσταλγία είναι τόσο ο Leon Segka, τον οποίο συνάντησα στο νέο του project «Homcore», ένα online και «φυσικό» κατάστημα με δίσκους και σινθεσάιζερ, όπως και ο Βασίλης Σεβδαλής που επιμένει ότι «ο κόσμος δεν πρέπει να νομίζει ότι ήταν καλύτερα τα πράγματα παλιά, αλλά ότι παραμένουν καλά, με διαφορετικό τρόπο».
«Δεν μπορούμε να λέμε ότι δεν υπάρχει πρόοδος όταν γίνονται 4 μεγάλα events το χρόνο. Μπορεί να κλείνουν μαγαζιά, αλλά ανοίγουν άλλα, απλώς έχουμε πολλά», λέει ο Κώστας Μιχάλης για τη νέα κατάσταση. Αυτήν τη στιγμή στην Αθήνα λειτουργούν (τακτικά ή περιοδικά) καμιά εικοσαριά clubs και dance stages, όπου στη χειρότερη περίπτωση κυκλοφορούν 600-1.000 άτομα, όπου κάνουν rotation DJs και ομάδες, αρκετοί από τους οποίους έχουν δυναμική εντός και εκτός και κινούνται πάνω σε αυστηρή μουσικόφιλη γραμμή, ενώ οι ξένοι guests έρχονται, ξανάρχονται και διαδίδουν στο εξωτερικό ότι στην Αθήνα της κρίσης έχεις απίστευτες επιλογές για διασκέδαση.

Για τους λόγους αυτής της πληθωριστικής τάσης μου μιλάει ο Μάνος Δουβίκας, ιδιοκτήτης του εξειδικευμένου web ραδιοφωνικού σταθμού Cannibal Radio: «Έχει ξαναμοιραστεί η πίτα. Σημαντικό ρόλο έχουν παίξει οι μικρές ομάδες, που πήγαν στο εξωτερικό κι έζησαν τα πράγματα εκεί. Επιπλέον, ο κόσμος αρχίζει να ψάχνει τη μουσική περισσότερο στο Ίντερνετ, ενώ υπάρχουν χώροι προσηλωμένοι στη χορευτική ηλεκτρονική μουσική, με ιδιοκτήτες που τους στηρίζουν». Στο ρόλο των local ομάδων «που δημιουργούν σιγουριά» («Ο κόσμος θα περάσει μια βόλτα, να δει τους γνωστούς του») αναφέρεται επίσης ο Κώστας Μιχάλης, που «τρέχει» τους Greek Techno Rebels.
Το ίδιο και ο Βασίλης Σεβδαλής, καθώς στο «Six D.O.G.S.» φιλοξενούνται πολλές απ’ αυτές: «Παγκοσμίως δεν υπάρχει υγιής σκηνή που να μην ξεκινάει από τους ανθρώπους που μένουν στην πόλη. Κι αυτό το βλέπεις να συμβαίνει και στην Αθήνα από παρέες παλιές ή καινούργιες που τις έφερε κοντά η μουσική. Επειδή τώρα δεν είναι μεγάλη η πίτα, επειδή δεν υπάρχουν μεγάλα συμφέροντα, πολλοί μπαίνουν στη σκηνή με την ξεκάθαρη επιθυμία να εκφράζονται μέσα απ’ αυτήν. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο κόσμος της dance σκηνής συνεργάζεται, το βλέπεις αυτό. Όχι όπως παλιά που ακούγαμε άπειρες ιστορίες για στρατόπεδα και μαχαιρώματα».

«Η Αθήνα είναι μια χαρά για τους clubbers, έχουν πιο πολλές επιλογές από ποτέ», πιστεύει ο Viton της ομάδας Playground που φέτος δραστηριοποιείται στο «Under». Συμπληρώνει δε πως το ότι τα budgets είναι περιορισμένα σημαίνει «ότι ακούς πιο φρέσκα πράγματα». «Η Playground πάντα προσπαθούσε να φέρει καινούργια ονόματα, που αργότερα βλέπεις να εκτοξεύονται», ενώ ταυτόχρονα μου ανακοινώνει το μεγάλο event της ομάδας με τους εκπληκτικούς Pan Pot στις 13/3.
Σε αναζήτηση ταυτότητας
Αν και κατανοητή η ανάγκη των ομάδων και των ατόμων να γκρουπάρουν και να «κονσεπτάρουν» μια πολυδιασπασμένη σε άπειρα ερεθίσματα σκηνή, ο πληθωρισμός του αθηναϊκού clubbing εγείρει ενστάσεις. «Όλα έχουν να κάνουν με την οικονομία. Είναι πολύ σημαντικό. Παλιά ήταν καλύτερα γιατί ο κόσμος είχε χαμόγελο στα χείλη του. Τώρα είναι όλοι σφιγμένοι, η διασκέδαση έχει μετατραπεί σε απλή εκτόνωση», παρατηρεί ο Viton, ενώ ο Κώστας Μιχάλης βλέπει «τον clubber μπερδεμένο, να μην ξέρει πού να πάει και πού θα έχει κόσμο. Θεωρώ μεν υγιή την κατάσταση, αλλά επιμένω ότι πρέπει να στηριχτεί η local σκηνή περισσότερο, γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι οι ξένοι βοηθούν πολύ».
Ο Βασίλης Χαραλαμπίδης είναι πάντως (ιδεολογικά) πιο επιφυλακτικός: «Το clubbing ως συνήθεια διασκέδασης είναι βασικά ακατανόητο για τον μέσο Αθηναίο. Έχει χαθεί η αίσθηση της κουλτούρας ότι πάω σε ένα χώρο που είναι διαμορφωμένος κατάλληλα με ήχο και φως. Γιατί γι’ αυτήν τη συνθήκη μιλάω. Στο “Ρομάντσο” προσπαθούμε να τη φτιάξουμε με μια πιο old school λογική εμπειρίας, όπως είναι τα clubs στο Λονδίνο.

Το κίνητρό μου είναι η δημιουργία μιας σφαιρικής εμπειρίας, όπου θα βιώνεις τη μουσική σε μια σχετική πληρότητα. Το πρόβλημα για μένα αυτήν τη στιγμή είναι ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ club και event». Ίσως απέχουμε πολύ από μια τέτοια συνθήκη, που σύμφωνα με τον Βασίλη μας έδωσε clubs-σημεία αναφοράς στα ’90s. Και σίγουρα ο οικονομικός παράγοντας (κάποια μαγαζιά αρκούνται στην παρούσα φάση σε συντήρηση) είναι υπαρκτός και απειλητικός.
Για να φτάσουμε στο σημείο να πηγαίνουμε σε ένα συγκεκριμένο χώρο χωρίς να μας ενδιαφέρει ποιος παίζει, αλλά επειδή γνωρίζουμε ότι θα ακούσουμε κάτι στα γούστα μας, ίσως πρέπει να περιμένουμε καιρό. Όχι ότι κάποια clubs δεν το έχουν καταφέρει, προσέχοντας παράλληλα τον ήχο τους («Επιβάλλεται πια να μην έχεις ήχο δεκαετίας», μου λέει ο Κώστας Μιχάλης) και προσφέροντας παροχές όπως το καλό ποτό – στο «Six D.O.G.S.» και στο «Piso Bar», για παράδειγμα, θα πιεις πολύ καλά κοκτέιλ.
Ωστόσο, το κοινό που ασχολείται σοβαρά με την ηλεκτρονική μουσική, στο εύρος από τη house έως την techno, δεν μεταβάλλεται σημαντικά όλα τα τελευταία χρόνια και δεν ανανεώνεται – «Σίγουρα ζούμε σε μια εποχή που η σχέση των ανθρώπων με τη μουσική επαναπροσδιορίζεται και κατεβαίνει στην κλίμακα των προτεραιοτήτων όσον αφορά τον καθορισμό του προφίλ του κάθε ανθρώπου», λέει ο Βασίλης Χαραλαμπίδης.
Εφόσον, λοιπόν, σύμφωνα με όσα ακούσαμε, οι άνθρωποι του χώρου βρίσκονται πια σε μεγαλύτερη συνεννόηση και πολλοί απ’ αυτούς έχουν μπει στη σκηνή με μεράκι και εφηβικό ενθουσιασμό, στο χέρι τους είναι να κάνουν μια αυτορρύθμιση, χτίζοντας μια νέα clubbing κατάσταση με χαρακτήρα, σωστές παροχές αλλά και… εκπαιδευτικό προσανατολισμό για εμάς τους εν συγχύσει clubbers.
Cocktail must

Τhe Original Moscow Mule
2 μέρη Stolichnaya Premium Vodka
1/2 μέρος φρέσκος χυμός λεμόνι
4 μέρη ginger beer

The Original Lemonade
2 μεζούρες Stolichnaya Premium Vodka
1 μεζούρα χυμός λεμόνι
1 μεζούρα σιρόπι
2 μεζούρες νερό