Ο Γιάννης Οικονομίδης ήρθε από την Κύπρο στην Αθήνα το 1987, στα είκοσι του χρόνια. Αντί για σπουδές νομικής προτίμησε το σινεμά και παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή Χατζίκου. Το 1992 κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Δράμας με την ασπρόμαυρη "Σταδιακή Βελτίωση του Καιρού" και συνέχισε σκηνοθετώντας ντοκιμαντέρ μεσαίου μήκους ("Μόνο Μυρίζοντας Γιασεμί", "Η Ζωή που θα ’Θελες"). Το 2003 γύρισε το "Σπιρτόκουτο", ένα εξπρεσιονιστικό δράμα που άλλαξε την έννοια του ρεαλισμού στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά. Συνέχισε στον ίδιο δρόμο και καθιέρωσε το προσωπικό του στιλ ως σημείο αναφοράς, κερδίζοντας διακρίσεις κριτικών (όλες ανεξαιρέτως οι ταινίες του έχουν βραβευτεί από την ΠΕΚΚ) και ακαδημαϊκές Ίριδες, ενώ συμμετείχε στα φεστιβάλ Καννών και Βερολίνου.
Μάλιστα σκηνές, χαρακτήρες και ατάκες του έγιναν κομμάτια της ποπ κουλτούρας ("Πως τους πετσόκοψες έτσι;", "Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;"). Η τελευταία του ταινία "Σπασμένη Φλέβα" βρίσκεται αυτή τη στιγμή στις μαρκίζες των κινηματογράφων και εμείς ανατρέχουμε στη φιλμογραφία του, "τακτοποιώντας" την με αξιολογική σειρά.
Οι ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη στη σωστή σειρά
Η Ψυχή στο Στόμα (2006)
Ερρίκος Λίτσης και Βαγγέλης Μουρίκης μονομαχούν ερμηνευτικά σε ένα ασφυκτικό, καφκικό ψυχογράφημα, το οποίο κάτω από τη πυρωμένη επιφάνειά του κρύβει μια τραγική μελαγχολία. Αυτή την οποία κουβαλά βαθιά μέσα του ο Τάκης, υπάλληλος σε βιοτεχνία φωτιστικών και πατέρας ενός μικρού μωρού, ο οποίος είναι αναπόδραστα παγιδευμένος από την επαγγελματική, κοινωνική και οικογενειακή πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Σκηνοθετικά και δραματουργικά ωριμότερος από το ντεμπούτο του, ο Οικονομίδης διευρύνει τη σαρκαστική ματιά του σε μια μισαλλόδοξη νεοελληνική καθημερινότητα και προσδίδει μια αλλόκοτη και ποιητική διάσταση στη λεκτική βία που κατακλύζει τα κλειστοφοβικά πλάνα του. Το μακρινά εμπνευσμένο από τον "Βόιτσεκ" του Γκέοργκ Μπίχνερ τον καθιέρωσε ως δημιουργό με τολμηρό όραμα και ευδιάκριτη υπογραφή, ενώ η ταινία συμμετείχε στο τμήμα της "Εβδομάδας κριτικής" του φεστιβάλ Καννών.

Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς (2020)
Η Όλγα, σύζυγος ενός εργοστασιάρχη στη Λαμία, αποφασίζει να τον εγκαταλείψει για χάρη ενός πρώην λαϊκού τραγουδιστή, παίρνοντας μαζί της κι ένα εκατομμύριο ευρώ. Η εκδίκηση του άντρα της θα αναστατώσει τον τοπικό υπόκοσμο σε μια αιματοβαμμένη, κατάμαυρη γκανγκστερική κωμωδία, η οποία ενσωματώνει απολαυστικά το σινεμά των αδελφών Κοέν στο πικρό και πολιτικό κινηματογραφικό σύμπαν του Γιάννη Οικονομίδη. Η "Μπαλάντα…" αποτελεί την πιο αστεία, γι’ αυτό και βαθιά σαρκαστική στιγμή της φιλμογραφίας του βγαλμένη από παλιάς κοπής νουάρ. Καθαρό σινεμά με δυναμική αφήγηση, περίτεχνη πλοκή και στιβαρά, το οποίο πατά και με τα δυο του πόδια στην ελληνική – επαρχιακή - πραγματικότητα. Εκεί όπου από τα συναισθήματα και τις ιδέες ως την καθημερινή συμπεριφορά και τη χρήση της γλώσσας (σε κανέναν άλλο Έλληνα σκηνοθέτη αυτή δεν παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο), όλα συμμετέχουν σε ένα ατέλειωτα κωμικοτραγικό πανηγύρι φτηνής ματαιοδοξίας.

Σπασμένη Φλέβα (2025)
Από το 2002 και το δυάρι στον Κορυδαλλό στο 2025 και σ’ ένα πολυτελές διαμέρισμα με θέα στη Βούλα. Ο Έλληνας μικροαστός έχει αλλάξει σπίτι και προάστιο, δεν έχει όμως παρατήσει το όνειρο της μεγάλης ζωής και του εύκολου νεοπλουτισμού. Ο Οικονομίδης παρακολουθεί από κοντά την απέλπιδα προσπάθεια κοινωνικής και ταξικής ανέλιξής του, περιγράφοντας διεισδυτικά πως ο Δημήτρης του "Σπιρτόκουτου", ιδιοκτήτης καφετέριας με ανέφικτα επιχειρηματικά σχέδια, έχει γίνει πλέον ο Θωμάς της "Σπασμένης Φλέβας" (ένας καθηλωτικός Βασίλης Μπισμπίκης), έμπορος ειδών υγιεινής με αβάσταχτα χρέη. Στριμωγμένος απειλητικά από έναν τοκογλύφο, έχει διορία λίγων ημερών για να σώσει το σπίτι του, σε ένα σκληρό δράμα που αποκτά διαστάσεις μοντέρνας τραγωδίας. Αυτή τη φορά ο γνωστός οικονομιδικός εξπρεσιονισμός "μαλακώνει", αλλά η αφηγηματική δύναμη παραμένει σαρωτική και η πολιτικοκοινωνική ματιά γίνεται οξυδερκέστερη και διεισδυτικότερη.

Το Μικρό Ψάρι (2014)
Η Ελλάδα της κρίσης (της ηθικής, σαφώς βαθύτερη κι από την οικονομική) προσφέρει το επιβλητικό της ντεκόρ και στην τέταρτη ταινία του Έλληνα σκηνοθέτη, η οποία έφτασε ως το διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Ήρωάς της ο Στράτος ( ο Βαγγέλης Μουρίκης σε μια ακόμα κορυφαία οικονομιδική ερμηνεία), ο οποίος δουλεύει σε ένα αρτοποιείο, ενώ παράλληλα εκτελεί συμβόλαια θανάτου. Με τα λεφτά οργανώνει την απόδραση του Λεωνίδα από τη φυλακή, θέλοντας να ξοφλήσει το χρέος του προς τον άνθρωπο στον οποίο χρωστά τη ζωή του. Εδώ η πικρή πολιτικοινωνική προσέγγιση αποκτά μελαγχολικούς, στιλάτα νεονουάρ τόνους και η φόρμα του ευρωπαϊκού αστυνομικού (crime) θρίλερ αγκαλιάζει υπαρξιακά αδιέξοδα. Για ακόμα μια φορά οι ερμηνείες σοκάρουν με τον αφτιασίδωτο ρεαλισμό τους – από την πρωταγωνιστική του ανεπανάληπτου Βαγγέλη Μουρίκη ως την ανατριχιαστικά αξέχαστη παρουσία του κομίστα Πέτρου Ζερβού.

Σπιρτόκουτο (2003)
Από τις ταινίες που γκρέμισαν συθέμελα την αρτηριοσκλήρωση του μοντέρνου ελληνικού σινεμά και το έσπρωξαν στον καινούργιο αιώνα με ασυγκράτητη φόρα, το "Σπιρτόκουτο" έσκασε σα βόμβα στη μακάρια πραγματικότητα μιας εθνικά περήφανης χώρας, παρασυρμένης από τη λάμψη των επερχόμενων Ολυμπιακών Αγώνων. Σε ένα δυάρι στον Κορυδαλλό, όμως, εξελισσόταν ένα καθημερινό, ασήμαντων διαστάσεων οικογενειακό δράμα, το οποίο στα χέρια του πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Οικονομίδη εξελίχθηκε στη διεισδυτικότερη και προφητικότερη σινε-ακτινογραφία της σύγχρονης Ελλάδας. Ο σκηνοθετικός εξπρεσιονισμός, οι ασυγκράτητες ερμηνείες (αυτή του Ερρίκου Λίτση παραμένει αξεπέραστη) και η καταιγιστική αθυροστομία του "Σπιρτόκουτου" του προσέδωσαν διαστάσεις cult φαινομένου, ενώ διασκευάστηκε με επιτυχία τόσο ως θεατρικό δράμα όσο και ως μεταμοντέρνο μιούζικαλ.

Μαχαιροβγάλτης (2010)
Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Νίκος (Στάθης Σταμουλακάτος) κατεβαίνει από την Πτολεμαΐδα στην Αθήνα. Ο θείος του (Βαγγέλης Μουρίκης) τού προσφέρει τροφή και στέγη κι εκείνος αναλαμβάνει να φροντίζει τα σκυλιά του. Μόνος σε ένα απομονωμένο προάστιο βουλιάζει στη μίζερη ρουτίνα, ώσπου η σχέση του με τη θεία του (Μαρία Καλλιμάνη) θα αλλάξει όλες τις ισορροπίες. Στην αιχμηρότερη, ωριμότερη και πλέον ισορροπημένη στιγμή της οικονομιδικής φιλμογραφίας, εμπνευσμένης από το "Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές", η λεκτική ένταση υποχωρεί, αφήνοντας χώρο στις καρβουνιασμένες εικόνες μιας αποστασιοποιημένης από τους ανθρώπους πόλης να "μιλήσουν" βιαιότερα. Το σκληρό ασπρόμαυρο του Δημήτρη Κατσαΐτη γδέρνει τη γραφική φαινομενολογική προσέγγιση και προχωρά βαθιά, αποκαλύπτοντας το τίμημα προσαρμογής στο μικροαστικό ελληνικό όνειρο, το οποίο δεν μπορεί παρά να πληρωθεί ακριβά, πολύ ακριβά.

