Ακόμα και αν κάποιος δεν έχει έστω μια από τις ταινίες που την αφορούν, όλοι γνωρίζουν τι είναι η "Nouvelle Vague". Το νέο φιλμ του οσκαρικού Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ (τριλογία "Πριν", "Μεγαλώνοντας") παίρνει το όνομά του από το επαναστατικό κινηματογραφικό ρεύμα που εκδηλώθηκε στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, αλλάζοντας άρδην τον τρόπο που οι άνθρωποι έκαναν, αντιλαμβάνονταν και κατανάλωναν το σινεμά. Και ναι, από αυτό "βαφτίστηκε" και το, ιδιαίτερα αγαπητό στην Ελλάδα, ομώνυμο συγκρότημα. Όμως, δεν είναι αυτό το θέμα μας. Εν προκειμένω μας αφορά το πώς ο Λινκλέιτερ, ένας αυθεντικά ψυχαγωγικός σκηνοθέτης με μια φιλμογραφία γεμάτη καλόκαρδες ιστορίες ("Ένα Σχολείο Πολύ Ροκ", "Hit Man"), κατάφερε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη με εντελώς feelgood και ξέφρενο τρόπο ένα τόσο κομβικό κομμάτι της μοντέρνας κινηματογραφικής μυθολογίας.

Την ιστορία γράφουν οι παρέες
Η μαγιά που οδήγησε στο ξέσπασμα του γαλλικού νέου κύματος, όπως μεταφράζεται ο όρος "nouvelle vague", προέκυψε στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ‘50 όταν εκδόθηκε το επιδραστικό περιοδικό Cahiers du Cinema. Η πλειονότητα των συντακτών αποτελούταν από εικοσάρηδες σινεφίλ που μέσω των κριτικών και θεωρητικών κειμένων τους επιδίωκαν όχι μόνο να αναδείξουν την πολυτιμότητα ταινιών που τότε σνομπάρονταν, όπως τα αμερικανικά φιλμ νουάρ, αλλά και να διεκδικήσουν αλλαγές στην ίδια την τέχνη του κινηματογράφου. Η εν λόγω διάθεση συνοψίζεται στο άρθρο "Μια κάποια τάση στο γαλλικό σινεμά" που έγραψε ο Φρανσουά Τριφό στο τεύχος Ιανουαρίου 1954. Σε γενικές γραμμές, ο μετέπειτα θρυλικός σκηνοθέτης καταφέρεται ενάντια στην κυριαρχία των λογοτεχνικών διασκευών στη μεγάλη οθόνη, λογική η οποία αναδεικνύει μεν το ταλέντο των συντελεστών, αλλά δεν αφήνει περιθώρια για μια δημιουργική και πρωτότυπη χρήση του μέσου. Το εν λόγω κείμενο συμπύκνωσε, σε γενικές γραμμές, τις βασικές θέσεις τόσο των ανθρώπων του Cahiers όσο και των κριτικών (Κλοντ Σαμπρόλ, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ κ.λπ.) που λίγο αργότερα θα έφερναν τα πάνω-κάτω στη Γαλλία και τον κόσμο με τις ταινίες τους. Την αρχή έκανε, σαφώς, ο Τριφό με τα αριστουργηματικά "400 Χτυπήματα", πέντε χρόνια μετά τη δημοσίευση του "μανιφέστο" του.

Σινεμά με "Κομμένη την Ανάσα"
Ο Λινκλέιτερ επιδεικνύοντας ζηλευτή αφηγηματική οικονομία, αποφεύγει να υπεραναλύσει το ιστορικό πλαίσιο και τις εσωτερικές ζυμώσεις που γέννησαν τη νουβέλ βαγκ. Αντίθετα, τα λέει όλα εμβαθύνοντας στα επεισοδιακά γυρίσματα της πρώτης ταινίας του πιο διάσημου "παιδιού" του ρεύματος, το οποίο έκανε τα πάντα λάθος θέλοντας να αποδείξει πως αυτά είναι τα πιο σωστά. Ο λόγος, φυσικά, για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ και το ντεμπούτο του με τίτλο "Με Κομμένη την Ανάσα".
Μεταξύ των τελευταίων της παρέας που δεν είχε ακόμη κάνει μια μεγάλου μήκους, ο Γκοντάρ κατάφερε να πείσει τον παραγωγό Ζορζ ντε Μποργκάρ να χρηματοδοτήσει το μεγαλόπνοο εγχείρημά του. Ο ισχυρός χρηματοδότης, ωστόσο, αγνοούσε πως ο σκηνοθέτης δεν είχε καμία διάθεση να κάνει οτιδήποτε δια τη συμβατικής οδού. Το σενάριο ήταν μόλις λίγες σελίδες, ο Γκοντάρ αποφάσιζε παρορμητικά τι θα γυριζόταν το πρωί της ίδιας μέρας, οι λήψεις γίνονταν στο δρόμο με μια πρωτόλεια κάμερα χειρός που δεν έγραφε ήχο και συχνά το συνεργείο δεν ήταν βέβαιο τι ήταν αυτό που έφτιαχναν. Διόλου τυχαία, όταν παρακολούθησαν ένα μέρος του γυρισμένου υλικού, τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Στο κλαμπ των απορρημένων βρίσκονταν και οι πρωταγωνιστές, ο ακόμη άγνωστος Ζαν Πολ Μπελμοντό και η χολιγουντιανή σταρ Τζιν Σίμπεργκ, με την τελευταία να πιάνει συχνά τον εαυτό της να αναρωτιέται πώς έμπλεξε σε αυτό το πράγμα…
Στο "Nouvelle Vague" ο Λινκλέιτερ αποθεώνει το παραπάνω κινηματογραφικό χάος, καταφέρνοντας να αναδείξει μια πτυχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας που συνήθως παραβλέπεται. Πολλές φορές, πριν ένα έργο γνωρίσει την αναγνώριση και βρει τη θέση του στη συλλογική κουλτούρα, μπορεί να μοιάζει με χαμένη υπόθεση. Παραδόξως, η απελπισία είναι κομμάτι της προσωπικής έκφρασης, ακόμα περισσότερα όταν κάποιος θέλει να προστατέψει το ύφος και το όραμά του. Ειδικά ο κινηματογράφος βρίθει τέτοιων περιπτώσεων, με περιβόητη εκείνη του "Νονού". Δεν υπήρχε άνθρωπος στο Χόλιγουντ που να πιστεύει πως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα έχει στα σκαριά ένα αριστούργημα, με αποτέλεσμα οι δυσκολίες της παραγωγής να είναι τόσες που έφτασαν να γίνονται σειρά, μισό αιώνα αργότερα!

Πρόσωπα για γκρο πλαν
Η διανομή των ηθοποιών στο "Nouvelle Vague" χρήζει ξεχωριστού σχολιασμού. Αποκάλυψη στο ρόλο του Γκοντάρ αποδεικνύεται ο πρωτοεμφανιζόμενος(!) Γκιγιόμ Μαρμπέκ, ο οποίος στο ενεργητικό του έχει μόνο δύο εμφανίσεις σε μικρού μήκους και άλλες δύο ως "μικρομηκάς" σκηνοθέτης. Αντίστοιχα, εξαιρετικά ταιριαστή είναι η Ζόι Ντατς ως Σίμπεργκ, ειδικά όταν "κερνάει" το μονομανή σκηνοθέτη της θεόπικρο σαρκασμό… Κατά τα άλλα, η ταινία είναι γεμάτη σινεφιλικά κλεισίματα του ματιού, τα οποία οι μυημένοι είναι δεδομένο πως θα απολαύσουν. Ο Λινκλέιτερ, παρόλα αυτά, δεν κάνει ένα φιλμ που απευθύνεται στους εξοικειωμένους με την έβδομη τέχνη. Περισσότερο, τον ενδιαφέρει το συναίσθημα της προσδοκίας, της ελευθεριότητας και της αγνής ευχαρίστησης που νιώθεις όταν κάνεις κάτι με τους φίλους σου. Εξάλλου κι εκείνους, στις αρχές της καριέρας του ("Slacker", "Dazed and Confused") έτσι έκανε σινεμά…
Το "Nouvelle Vague" κυκλοφορεί 30 Οκτωβρίου από το Cinobo.
Περισσότερες πληροφορίες
Nouvelle Vague
Το 1959, ο πρώην κριτικός των «Cahiers du Cinéma» Ζαν-Λικ Γκοντάρ πείθει τον παραγωγό Ζορζ ντε Μπορεγκάρ να χρηματοδοτήσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, βασισμένη σε σεναριακή ιδέα του Φρανσουά Τριφό.