
Έξω από τον κινηματογράφο Ολύμπια, αμέσως μετά το τέλος της προβολής του Εθνικού Διαγωνιστικού τμήματος που περιελάμβανε το "Noi" του Νεριτάν Ζιντζιρία, μπορούσες να αισθανθείς μια σιωπηρή παραδοχή πως αυτή θα ήταν η ταινία που θα κέρδιζε το 48ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (8-14/9). Δεν ήταν μόνο το διάχυτο ενθουσιώδες σούσουρο στα πηγαδάκια έξω από το σινεμά και μετά στον πεζόδρομο του Φίκα, αλλά και η ατόφια κινηματογραφική κατάνυξη που πρόσφερε το νέο έργο του ταλαντούχου σκηνοθέτη. Ακόμα και εάν πριν και μετά την εγχώρια πρεμιέρα του "Noi" μεσολαβησαν αρκετές μικρού μήκους οι οποίες, επίσης, θα ήταν άξιες νικήτριες του Χρυσού Διονύσου. Είπαμε, φέτος το επίπεδο του Εθνικού Διαγωνιστικού τμήματος αποδείχθηκε ιδιαίτερα υψηλό, έτσι, ήταν μάλλον αναπόφευκτο ο ανταγωνισμός να ήταν αντίστοιχου επιπέδου.
Το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου, λοιπόν, ο Ζιντζιρία βρέθηκε να αποσπά ξανά το Χρυσό Διόνυσο, δεκαετρία χρόνια μετά το εξαιρετικό "Χαμομήλι", όπως είχαμε προβλέψει: "Αλήθεια, εκπλήσσει κανένα που ο Νεριτάν Ζιντζιρία (‘Φῶς ἐκ Φωτός’, ‘Χαμομήλι’) σκαρφίζεται μία ακόμα καταπληκτική μικρού μήκους; Εδώ, μια άδικη απώλεια μετατρέπεται σε ατραπό με προορισμό μια πρόωρη ενηλικίωση και μια σπαρακτική παραίνεση. Ενίοτε το τίμημα της συγχώρεσης και της αποδοχής προϋποθέτει μια αμείλικτη μάχη με τον εαυτό. Και αυτήν την εσωτερικότητα ο Ζιντζιρία έχει μια απίστευτη ευκολία να απεικονίζει, χρησιμοποιώντας ποίηση γειωμένη, υπερβατικότητα που κοιτάζει στα μάτια ζωή και θάνατο, μετατρέποντας το ίδιο το σινεμά σε έναν τόπο αρχέγονο και οικείο, ταυτόχρονα. Δε θα μας κάνει εντύπωση αν ο σκηνοθέτης με αυτήν τη μικρού μήκους διπλασιάσει τους Χρυσούς Διόνυσούς του…".

Ωστόσο, η συγκυρία της βράβευσής του ήταν κάθε άλλο παρά ιδανική. Διότι δευτερόλεπτα πριν ο σκηνοθέτης ανέβει στο πόντιουμ, ο Υφυπουργός Πολιτισμού Ιάσονας Φωτήλας είχε μόλις παραινέσει την κινηματογραφική κοινότητα, μεταξύ άλλων, να μην αναγάγει "το κλάμα σε τέχνη". Ο Ζιντζιρία, βέβαια, με την πνευματική διαύγεια που τον διακρίνει και παρά τη φόρτιση της στιγμής, ήξερε ακριβώς τι να απαντήσει: "Είναι λίγο άχαρο, αλλά αυτό που έγινε μόλις πριν από μια βράβευση είναι, δυστυχώς, το χαρακτηριστικό της στρατηγικής σας: δεν ακούτε". Το επόμενο πρωί, ο δημιουργός βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής και εύλογα η συζήτησή μας ξεκίνησε από το παραπάνω στιγμιότυπο.
Όταν ανέβηκες στο πόντιουμ τι περνούσε από το μυαλό σου με δεδομένο τι είχε προηγηθεί;
Ήταν κάτι άχαρο, αν και τώρα καλά - καλά δε θυμάμαι τι ακριβώς είπα! Είχα στο μυαλό μου ένα μικρό μάντρα, σκεφτόμουν πως σε πιθανότητα νίκης να έβγαινα για να ευχαριστήσω τους συνεργάτες και τους ανθρώπους μου. Γιατί καταλαβαίνεις πως σε μια ταινία, επειδή είναι συνεργατική η φύση της, συμβάλλουν τόσα πολλά άτομα που είναι αμαρτία να ξεχάσεις κάποιον. Φαντάσου τώρα, ενώ έχεις στο κεφάλι σου αυτό το άγχος και ταυτόχρονα νιώθεις αναγνώριση για τη δουλειά σου, να εξελίσσεται κάτι τέτοιο. Έμοιαζε σα να είναι προσωπικό το ζήτημα, ενώ από τη μεριά μας ως κινηματογραφιστές αντιδρούσαμε συλλογικά και αλληλέγγυα. Και εννοείται πως δεν έχουμε προσωπικά με κανέναν.
Η ουσία της υπόθεσης, φυσικά, αφορά το "Noi". Ποια ήταν η αφετηρία αυτού του φιλμ;
Αλήθεια σου λέω, την είδα στον ύπνο μου! Σε ένα όνειρο, με έπαιρνε τηλέφωνο μια καλή συνεργάτρια για να μου ανακοινώσει πως σταματάει την ενασχόλησή της με το σινεμά. Τότε εγώ για να την κρατήσω στο χώρο της είπα πως δε γίνεται να αποσυρθεί, γιατί πρέπει να κάνουμε την ταινία με το άλογο και το παιδί. Και στη συνέχεια, στον ύπνο μου πάντα, αρχίσαμε να συζητάμε όλη την πλοκή. Όταν ξύπνησα εξιστορήθηκα τι συνέβη στην πιο στενή μου συνεργάτρια, την Ιφιγένεια, η οποία με παρότρυνε να κρατήσω την ιδέα. Αποδείχτηκε χρήσιμη λίγο αργότερα, όταν τη στείλαμε στο πλαίσιο προκήρυξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν είχαμε μεγάλη ανάγκη από δουλειά. Κέρδισε το βραβείο σεναρίου, αλλά αμφιταλαντευόμουν εάν ήθελα να το προχωρήσω. Είχα την ανασφάλεια πως επαναλαμβάνομαι, αφού όπως και στο "Χαμομήλι" θα είχα πάλι δύσκολα γυρίσματα σε βουνό με χιόνι και πάρα πολύ κρύο. Πόσω δε μάλλον τώρα, που προστίθενται οι δυσκολίες των διακοσίων αλόγων και νεαρού πρωταγωνιστή. Αλλά να που ο θεός του σινεμά παρενέβη και έτυχε το σενάριο να φτάσει στα χέρια παραγωγού που βρισκόταν στο μοναδικό μέρος όπου υπήρχαν διακόσια άλογα! Αυτή η υπερβατική ενέργεια μας έδειξε πως η ταινία πρέπει να γίνει.
Αλήθεια, πού γυρίστηκε το "Noi";
Στο Μέτσοβο και τις γύρω περιοχές του. Η βοήθεια της κοινότητας στην πραγματοποίηση της ταινίας ήταν ανεκτίμητη. Σύντομα, κιόλας, θα την προβάλουμε εκεί και ανυπομονώ να επιστρέψω. Έχουν περάσει τρία χρόνια από τα γυρίσματα και σκέψου πως ο πρωταγωνιστής, Γιώργος Βαδεβούλης, πλέον έφτασε τα δεκαοκτώ!

Εκτός του ότι η ερμηνεία του είναι φανταστική, μοιάζει σα να αποτελεί οργανικό κομμάτι του υπερβατικού κόσμου που απεικονίζεις.
Με δεδομένη τη φετιχοποίηση της παράδοσης που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια, μου ήταν πολύ σημαντικό να βρω εκείνους τους κώδικες που ανταποκρίνονται στα βιώματα των ανθρώπων του Μετσόβου. Γιατί υπάρχουν οικογένειες που φροντίζουν άλογα όλη τους τη ζωή και έχουν χάσει ανθρώπους με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που βλέπουμε στη μικρού μήκους. Άρα, εμείς θίγουμε κάτι που είναι οικείο στους πρωταγωνιστές και με το οποίο μπορούν να ταυτιστούν. Την ίδια στιγμή, το βίωμα του πένθους εκλαμβάνεται σα μια προσωπική αποτυχία. Η οποία, με τη σειρά της, παράγει μια αυστηρότητα και μια σκληρότητα στη συμπεριφορά του καθενός. Ήθελα να "σπάσω" αυτήν τη βίαια, η οποία συνοδεύεται από όλα όσα σημαίνουν να είσαι άνδρας, μια ενέργεια που αντιπαραβάλλεται από τη νιότη και την αθωότητα του πιτσιρικά. Με ίσως πιο απλά λόγια, ήθελα να κάνω μια σκληρή ταινία, η οποία όμως να είναι γεμάτη φως. Γιατί νομίζω λείπει η αισιοδοξία από το σινεμά.

Υπάρχει μια σκηνή που νοερά μου θύμισε το "Χρώμα του Ροδιού" του Σεργκέι Παρατζάνοφ. Πόσο συνειδητά εντάσεις τις επιρροές σου στη σκηνοθεσία;
Δε θα κρύψω ότι αγαπώ το συγκεκριμένο σκηνοθέτη ή άλλους όπως τον Οτάρ Ιοσελιάνι. Και ευρύτερα, δημιουργούς που δε φοβήθηκαν να αναμετρηθούν με την ύπαιθρο για να τη μεταβολίσουν σε μια σειρά από αρχετυπικές, σήμερα, εικόνες. Υπό αυτήν την έννοια, το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι ένα κλείσιμο ματιού, αλλά νιώθω πως περισσότερο είναι μια απόπειρα να συνομιλήσω με πράγματα που αγαπάω. Αλλά, δεν παύω να τιθασεύω τις παρορμήσεις μου, όταν νιώθω πως τείνω προς την υπερβολή. Βρίσκω πολύ ισχνή τη γραμμή ανάμεσα στον τσαρλατανισμό, την εργαλοποίηση και στο να φτιάξεις κάτι ειλικρινές το οποίο μελλοντικά θα μπορέσει να δανειστεί ένας άλλος κινηματογραφιστής. Σου θυμίζω, εξάλλου, πως μεγάλωσα μέσα στο Τριανόν. Ξεκίνησα ως γραφίστας και έφτασα να δουλεύω στο προβολείο. Επομένως, οι ταινίες σκηνοθετών σαν τους παραπάνω, επειδή τις έβλεπα τρεις και τέσσερις φορές τη μέρα, έχουν εγγραφεί μέσα μου.
Νωρίτερα αναφέρθηκες στη φετιχοποίηση της παράδοσης, τάση που έχει προβληματίσει και εμένα ως προς τα είδη των πολιτισμικών προϊόντων που παράγει. Θα ήθελες να μου αναπτύξεις λίγο παραπάνω πώς το αντιμετωπίζεις ως δημιουργός;
Το γεγονός πως αισθητικοποιείται ο λαογραφικός πλούτος ούτως ώστε να γίνει αρεστός στο δυτικό βλέμμα, δεν είναι ένα αποκλειστικά ελληνικό ή βαλκανικό φαινόμενο. Πολλοί από τους καλλιτέχνες που εμπνέονται από την παράδοση αυτήν τη στιγμή παράγουν εικόνες οι οποίες σε ερεθίζουν οπτικά, αλλά δεν μπορούν να δώσουν κάτι παραπάνω. Όπως είχα πει παλαιότερα, σε μια συζήτηση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τον Τάκη Κανελλόπουλο, δεν υπάρχει λόγο να βάλεις έναν ηθοποιό να φορέσει την παραδοσιακή φορεσιά, πρέπει να εντοπίσεις αυτόν που τη φοράει ήδη. Για αυτό το λόγο είναι καθοριστικό το τι θες, τελικά, να πεις και να μοιραστείς με τον άλλο. Εάν ο σκοπός σου είναι τα views και τα πολλά εισιτήρια, τότε μάλλον αυτό που κάνεις θα πάει καλά, αλλά δε θα αφήσει αποτύπωμα, θα το θάψει η σκόνη του χρόνου. Ας μη ξεχνάμε, έπειτα, πως τα λαογραφικά στοιχεία είναι ταυτοτικά ζητήματα. Άρα την ίδια στιγμή εκπροσωπούν μια ολόκληρη παράδοση, η οποία δεν μπορεί να συμπιεστεί και να δοθεί με έναν ποπ τρόπο.