
Η βιομηχανία του κινηματογράφου λειτουργεί σε κύκλους ή, τουλάχιστον, έτσι συμβαίνει στην πρώτη γραμμή της μέινστριμ παραγωγής. Την ώρα που το ένα γρανάζι απογειώνει τη φήμη ενός ταλέντου, την ίδια στιγμή ένα άλλο βρίσκεται στην κατιούσα. Ειδικά όσον αφορά τους ηθοποιούς, είναι πολύ συχνό το φαινόμενο ένα πρόσωπο που ξαφνικά μοιάζει να βρίσκεται παντού, εξίσου αιφνιδιαστικά να εξαφανίζεται από προσώπου γης. Κάπως έτσι μοιάζει η καριέρα του Μάικλ Πιτ, ενός χαρισματικού σταρ ο οποίος, κιόλας, από τα πρώτα βήματά του βρέθηκε να συνεργάζεται με εμβληματικούς δημιουργούς, προτού παραμεριστεί στο περιθώριο. Τώρα, στα 44 του, φιλοδοξεί να ανακάμψει με τη "Μεγάλη Μέρα", το ασπρόμαυρο πυγμαχικό δράμα του ηθοποιού και πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Τζακ Χιούστον, όπου υποδύεται έναν έκπτωτο μποξέρ ο οποίος προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή του, παίζοντάς τα όλα για όλα σε έναν κρίσιμο αγώνα στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν. Πώς, όμως, έφτασε ως εδώ ο… άλλος Πιτ;

Η άνοδος
Χωρίς να έχει "δόντι" στο χώρο του θεάματος, στις αρχές του αιώνα ο Πιτ κατάφερε να εδραιωθεί ως ένα από τα αγαπημένα παιδιά μιας σειράς σημαντικών ονομάτων του αμερικανικού σινεμά. Η αρχή έγινε μέσω της συμμετοχής του στο επικό πανκ μιούζικαλ "Hedwig and the Angry Inch" (Τζον Κάμερον Μίτσελ, 2001), για να ακολουθήσουν, μεταξύ άλλων, τα "Bully" (Λάρι Κλαρκ, 2001) και "Θεωρίες Εγκλήματος" (Μπάρμπετ Σρέντερ, 2002). Η δημοφιλία του, βέβαια, εκτοξεύτηκε την αμέσως επόμενη χρονιά, όταν πρωταγωνίστησε στους αγαπημένους των σινεφίλ "Ονειροπόλους" του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Η ερμηνευτική ακτινοβολία του, σε συνδυασμό με τη διαπεραστική χημεία που πέτυχε με τους συμπρωταγωνιστές Λουί Γκαρέλ και Εύα Γκριν, ήταν αρκετά για να αναδειχθεί το ερωτικό δράμα σε millennial cult classic.

Ακολούθησε η τηλεοπτική επιτυχία του "Boardwalk Empire", αλλά και νέες σημαντικές συνεργασίες με σκηνοθέτες όπως οι Μ. Νάιτ Σιάμαλαν ("Σκοτεινό Χωριό", 2004), Γκας Βαν Σαντ ("Τελευταίες Μέρες", 2005), Μίκαελ Χάνεκε ("Funny Games", 2007) και Μάρτιν ΜακΝτόνα ("Επτά Ψυχοπαθείς", 2012), ωστόσο στη συνέχεια οι κινηματογραφικές εμφανίσεις του περιορίστηκαν αισθητά· ακόμα και αυτές που αφορούσαν περιφερειακούς ρόλους ή ευρωπαϊκές-ανεξάρτητες παραγωγές, όπως η άψογη "Άσφαλτος" (Σαμουέλ Μπενσετρί, 2015).

Η πτώση
Τον Πιτ άρχισε να τον συνοδεύει έντονα η φήμη πως είναι εξαιρετικά δύσκολος συνεργάτης, κάτι που τον έκανε αναξιόπιστο για μεγάλες, απαιτητικές, στουντιακές παραγωγές. Παράλληλα, δεν βοήθησαν καθόλου ορισμένα προσωπικά και ψυχικά προβλήματα, τα οποία κορυφώθηκαν το 2022, με τη σύλληψή του για βιαιοπραγία. Πριν από δύο χρόνια δοκίμασε μια επανεκκίνηση ολοκληρώνοντας τρεις δουλειές, εκ των οποίων η "Πόλη της Ασφάλτου" (Ζαν-Στεφάν Σοβέρ, 2023), πριν βρεθεί ξανά μπλεγμένος νομικά. Αυτήν τη φορά, εκκρεμούν εις βάρος του καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις, γεγονός που εύλογα βάζει τον Πιτ σε νέο τέλμα. Θα είναι αυτό, άραγε, το νοκ άουτ της καριέρας του; Μπορεί, όμως, όπως ο χαρακτήρας του στη "Μεγάλη Μέρα", ο οποίος συμπτωματικά καλείται να ξεπεράσει δικά του ανυπέρβλητα λάθη και ανεπούλωτα τραύματα, να βρίσκει τελικά έναν ελεγειακό δρόμο προς τη συγχώρεση. Κι ας μη βγαίνει αλώβητος, εξ ολοκλήρου, από το ρινγκ.