
Η Άκερμαν θα γινόταν 75 χρονών στις 6 Ιούνη, αλλά δεν έγινε. Τον Οκτώβρη συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την αυτοκτονία της.
Ήταν αυτοκτονία ή όχι; Ποιος μπορεί άραγε να το επιβεβαιώσει; Όλοι κουβαλάμε το σπόρο του θανάτου μας, όπως έλεγε ο Ρίλκε, οπότε δεν έχει σημασία πώς ανθίζει στον καθένα.
Τώρα λοιπόν που συμβαίνουν τόσα -κάθε μέρα κάτι διαφορετικό (που πολλές φορές είναι το ίδιο)-, πόσο θα ήθελα ν’ άκουγα τη γνώμη της Σαντάλ. Να την άκουγα να μιλάει.
Κι ας μην έλεγε τίποτα. Ας ήταν τουλάχιστον εδώ.
Ακούω γνώμες συνέχεια. Από όλους, και για τα πάντα, και το πρόβλημα δεν είναι πως υπάρχουν τόσες πολλές απόψεις (είναι μια χαρά να κουβαλάει ο καθένας τη γνώμη του όπως το θάνατό του), αλλά πως οι απόψεις καταλήγουν να καλύψουν τα ίδια τα γεγονότα.
Ίσως τελικά η Άκερμαν να είχε προβλέψει την ταχύτητα των πραγμάτων που μας ταλαιπωρεί και, μαζί, μας εθίζει σε κάτι πρωτόγνωρο και τετελεσμένο. Από νωρίς έκανε ένα αργό σινεμά που μας έδειχνε ακριβώς όπως είμαστε. Μεγάλης διάρκειας πλάνα σε πόλεις, μεγάλης διάρκειας πλάνα σε υπνοδωμάτια και κουζίνες, μεγάλης διάρκειας πλάνα κάτω από τις πόλεις, στο μετρό. Στα φιλμ της όλα είναι στατικά, σαν σκόνη, κι επαναλαμβάνονται. Είμαστε η Ζαν Ντιλμάν.
Η Σαντάλ κινηματογράφησε με τέτοια απογυμνωμένη ευθύτητα τα σπίτια, επειδή τα μισούσε. Ήδη από την πρώτη μικρού μήκους της ταινία, τα θεωρούσε χώρους απόγνωσης, πανικού, υπνηλίας, τεμπελιάς, τρέλας. Άλλωστε, γι’ αυτό έκανε σινεμά: "Επειδή είμαι τρελή". Όταν ήταν μικρή, δεν της άρεσε το σινεμά, ώσπου είδε τον "Τρελό Πιερό". Και η βίδα έστριψε.
Η αλήθεια είναι πως λάτρεψα τα ξενοδοχεία έτσι όπως τα αποτύπωσε στις ταινίες της, με αποτέλεσμα κάθε φορά που επισκέπτομαι κάποιο ξενοδοχείο, να προσποιούμαι πως βρίσκομαι στο "Hotel Monterey". Την προηγούμενη εβδομάδα, βρέθηκα στη Βόρεια Ελλάδα για δουλειά και το δωμάτιο που έμεινα, είχε κίτρινο τραπέζι, κίτρινη ντουλάπα, κίτρινο κρεβάτι, κίτρινο κομοδίνο. Και, όπως ξέρουμε, το κίτρινο είναι το χρώμα της τρέλας.
Η Άκερμαν μού θύμιζε πάντα τη μητέρα μου. Είχαν το ίδιο σχήμα προσώπου, το ίδιο χρώμα μαλλιών και, θα τολμούσα να πω, την ίδια τρέλα στα μάτια. Δεν είναι τυχαίο που είχαν γεννηθεί την ίδια χρονιά. Θα μπορούσαν να είχαν συναντηθεί, να είχαν μιλήσει στα γαλλικά, και να τα είχαν πάει καλά, αν και η μητέρα μου, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει δει καμία ταινία της. Ίσως προλάβω να της δείξω τα "Νέα από το σπίτι". Αν και δεν νομίζω.
Ξεφυλλίζω τον κατάλογο από την πρόσφατη ρετροσπεκτίβα της στο Παρίσι και χαζεύω τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το δωδεκάλεπτο "Πεινάω, κρυώνω": τα δωμάτια είναι παγωμένα, κανείς δεν έχει όρεξη να δουλέψει, οι πόλεις πρέπει να ανατιναχθούν. Έχω τον κατάλογο, διπλό. Δώρο από δύο αγαπημένους ανθρώπους. Ο ένας είναι στ’ αγγλικά. Ο άλλος, στα γαλλικά. Έχω βάλει τα αντίτυπα δίπλα δίπλα, ακόμα κι αν ξέρω πως ποτέ δεν πρόκειται το ένα να καταλάβει το άλλο.
Η Σαντάλ είναι εδώ. Αλλά δεν μιλάει.
Κι εγώ ζεσταίνομαι.