
Σε ένα διαμέρισμα στην καρδιά του κέντρου της Αθήνας, εγκλωβίζονται μια φωτορεπόρτερ, ένας αρχιτέκτονας κι ο ηλικιωμένος, ανοϊκός πατέρας του, καθώς έξω εκτυλίσσονται εκτεταμένα κι αόριστα επεισόδια. Η αναγκαστική συμβίωση έχει απρόβλεπτη εξέλιξη και καθώς η ώρα περνά, αναδύονται ιδεολογικές συγκρούσεις, σχέσεις εξάρτησης και συσσωρευμένος θυμός. Όλοι εμπλέκονται σε μια τεράστια οικολογική καταστροφή, μια πυρκαγιά που έκαψε δάση και κατοικημένες περιοχές σκοτώνοντας δεκάδες ανθρώπους.
Αυτή είναι η πλοκή της "Πανίδας" του κοινωνικού δράματος της Στρατούλας Θεοδωράτου, στο οποίο ψυχογραφούνται οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα μιας Ελλάδας σε μόνιμη κρίση. Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας, από τις 10 Απριλίου, η σκηνοθέτρια μοιράζεται με το "α" τις αναμνήσεις της από τα γυρίσματα, τις επίμονες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας κινηματογραφιστής που θέλει να κάνει σινεμά στη χώρα του, αλλά και πώς τα αναπάντεχα προσωπικά βιώματα επηρεάζουν την καλλιτεχνική κρίση.

Η σκηνοθέτρια Στρατούλα Θεοδωράτου μιλά για την "Πανίδα":
"Περπατάω βιαστική μέσα στη βροχή, πλατεία Ομονοίας γεμάτη κόσμο, γλίτσα και ταραχή στο πεζοδρόμιο και στην άκρη του παπουτσιού μου μια κάρτα επαγγελματική, κι αν είναι δυνατόν, μετά από τόσα χρόνια, να συναντιέσαι με την κάρτα του. Ή την άλλη φορά, όταν η ελάχιστη καθυστέρηση στη βιτρίνα με γλυτώνει από εκείνη τη σφαίρα που διέσχισε το δρόμο κι εγώ, ένα βήμα πριν τη συναντήσω, ακούω μόνο τον γδούπο των σωμάτων που ξαπλώνουν να φυλαχτούν. Δεν πιστεύω στη μεταφυσική των συμπτώσεων αλλά με εντυπωσιάζουν, όχι μόνο αυτές που στρίβουν τη ζωή σου, αλλά ακόμα κι οι μικρές, οι ασήμαντες, που απλώς σου δίνουν ιδέες για ταινίες.
Ψάχνω μήνες για το σπίτι της ταινίας, έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου αλλά ξέρω ότι με το μπάτζετ μου δεν μπορώ να έχω πολλές προσδοκίες. Γίνεται βραχνάς. Μεσίτες, αγγελίες, φωτογραφίες, χρέπια και σπίτια απρόσιτα, σπίτια που δεν κάνουν. Επισκέψεις σε ευγενικούς ιδιοκτήτες, κάποιοι σου λένε συνοπτικά την ιστορία της ζωής τους, κάποιοι σου λένε λίγα και τα υπόλοιπα τα φαντάζεσαι. Σπίτια κοκαλωμένα από την απώλεια, σπίτια-ταινίες, απομεινάρια ζωής που είχε αρχή και τέλος, χιλιάδες αντικείμενα που έμειναν πίσω κι αγωνιούν για την τύχη τους.
Περιπλάνηση, κουδούνια κι απογοήτευση μηνών και ξαφνικά, διαβάζω στα social για 'RIP' και 'ταξίδι στο φως' και το όνομα φίλης που έχω καιρό να δω και κάνω το πιο χαζό, την παίρνω τηλέφωνο για να βεβαιωθώ ότι πέθανε, πιστεύοντας ήδη ότι είναι νεκρή, αλλά αυτή απαντά, και γελάμε για τη συνωνυμία και τη σύμπτωση του επαγγέλματος και λέμε 'κρίμα η καημένη τόσο νέα' σπρώχνοντας παραπέρα το θάνατο και προχωράμε στα νέα μας κι αρχίζω να μιλάω για το βάσανο του σπιτιού και διστακτικά λέει 'ξέρω ένα τέτοιο σπίτι που ίσως…' και ήταν αυτό!

Πρόβες στο γραφείο με κρύο τρομερό, επηρεάζει τις κινήσεις. Κουβέντες για την αλήθεια και την ενοχή. Όταν κάνεις 'απλώς, τη δουλειά σου', αδιαφορώντας για το πλαίσιο, είσαι αθώος; Όταν υπηρετείς την τέχνη σου με αγάπη απόλυτη, και πάνω απ' όλα βάζεις το πάθος για τη δημιουργία, καθαγιάζεσαι; Είναι η Άννα αλκοολική; Τι νόημα έχει να καταστρέφεις τη ζωή σου προσπαθώντας να αποκαλύψεις την αλήθεια, όταν κανένας δεν θέλει να την ακούσει; Οι πολεμικοί ρεπόρτερς ζουν από τη δυστυχία των άλλων, άρα… ; Είναι νομοτελειακό το αδιέξοδο που ζούμε στην Ελλάδα; Είναι αρετή η ακεραιότητα αφού σε καταστρέφει; Μπορούν όλοι ν' αγαπήσουν για πάντα; Εξαρτάται από τις συνθήκες ή τον χαρακτήρα;
Με γοητεύει η μίξη των ειδών, κωμωδίες μεγάλης πίκρας, δράματα σε τόνο κωμικό, ρεαλισμός με στοιχεία παραλόγου και μια ελευθερία ποιητική στην προβολή της σκέψης των ηρώων. Όπως είναι και η ζωή δηλαδή.
Ηθοποιοί με ασφυκτικά προγράμματα, κλεισμένες δουλειές που δεν μπορούν να μετακινηθούν ούτε μια μέρα. Η ταινία πρέπει να γίνει σε 21 μέρες. Συνεχίζω να τραβάω πλάνα στις πορείες για την ταινία, αλλά αποφεύγω να πλησιάσω στις επικίνδυνες καταστάσεις, αν τραυματιστώ τι θα γίνει; Σταματάω να οδηγώ και το μηχανάκι.
Τα πρωινά που φτάνω στο γύρισμα είναι σαν να επιστρέφω σε χώρο που ξέρω από παλιά, κάτι οικείο αναγνωρίζω στις λεπτομέρειες ή μπορεί να είναι και η ιδέα μου, επειδή η ιδιοκτήτρια του σπιτιού ήταν Κεφαλλονίτισσα. Το μεσημέρι, στις κουρτίνες της κουζίνας πέφτει ένα γλυκό φως. Ο χώρος έχει κάπως μεταβάλει τους ήρωες της ταινίας, κι αυτό είναι επικίνδυνο. Μέσα σε ένα παιδικό κουβαδάκι που κρέμεται από το μπαλκόνι, μπαίνει το καπνογόνο για να κάνουμε το πλάνο. Τη στιγμή που τραβάμε τον βοηθό παραγωγής ως ρακοσυλλέκτη, εμφανίζεται ένας πραγματικός, με αυτοσχέδιο τρίκυκλο, για να του πάρει το φροντιστήριο που έχουμε στον κάδο. Μας κοιτάζει έκπληκτος να χειρονομούμε και να φωνάζουμε απ' το μπαλκόνι.

Μ' αρέσει να παρατηρώ το συνεργείο που στήνει, ενώ στο βάθος ακούγονται οι ηθοποιοί να λένε τα λόγια τους. Σε κάθε παραγωγή φτιάχνεις μια εφήμερη οικογένεια, ένα μικρόκοσμο εύθραυστο σα σαπουνόφουσκα, που σκάει μόλις ακουστεί το τελευταίο 'wrap'. Ήμουν πολύ τυχερή με τους ηθοποιούς, δεν είναι μόνο καλοί στους ρόλους τους, είναι και υπέροχοι άνθρωποι, όπως και οι περισσότεροι συνεργάτες, επίσης. Με κάθε ηθοποιό δουλεύω διαφορετικά, ανάλογα με το χαρακτήρα του, με την όψη του, ανάλογα μ' αυτά που μπορεί. Ίσως επιμένω υπερβολικά στην ακρίβεια του κειμένου, αλλά κάθε λέξη είναι διαλεγμένη με προσοχή κι ο ρυθμός του λόγου πρέπει να είναι ακριβής, αλλιώς ενοχλεί σαν φάλτσο τραγούδι. Είναι δύσκολο όταν πρέπει να χτιστούν ήρωες που είναι καλοί και κακοί ταυτόχρονα, ένοχοι κι αθώοι, λίγο αστείοι, λίγο αντιπαθητικοί, ψεύτες κι ειλικρινείς. Αναρωτιέμαι αν αυτό ξενίσει τον θεατή. Έχουμε μια τάση να ψάχνουμε αρχέτυπα, μονοκόμματα πρόσωπα που ξέρουμε πώς να νοιώσουμε γι' αυτούς. Το βρίσκω λίγο παλιομοδίτικο, ειδικά αυτοί οι εντελώς κακοί μου φαίνονται εξωπραγματικοί. Ακούω τα παιδιά του συνεργείου να σχολιάζουν τους ρόλους λες και είναι πρόσωπα πραγματικά, να τους κατακρίνουν ή να τους δικαιολογούν. Όλοι συμπαθούν τον 'παππού', κι όμως…
Έχω στο νου μου συνέχεια την ισορροπία στο ρόλο του Λάμπρου, δεν πρέπει να είναι τραγικός, αλλά δεν θέλω να γίνει κι αστείος. Η άνοια χρησιμοποιείται συχνά για να βγάζει γέλιο, πράγμα παράδοξο για μια τόσο σκληρή αρρώστια.
Μ' ενοχλεί όταν με ρωτούν ποιο είναι το θέμα της ταινίας. Έχω απαντήσει κατά καιρούς διάφορα: η απληστία, η καταστροφή του περιβάλλοντος για το κέρδος, ο ανέφικτος έρωτας, η διαφθορά. Οι άνθρωποι πάντα απαντούν μ' ευγένεια: 'α, ωραία!'. Τι να πουν… Έχω ξοδέψει τόσες ώρες από τη ζωή μου σε μαθήματα για το pitching και τον κρίσιμο ρόλο του one line. Πόσο τα βαριέμαι όλα αυτά! Γιατί δεν μας αφήνουν ήσυχους να κάνουμε τη δουλειά μας;
Τα εξωτερικά γυρίσματα είναι πιο ευχάριστα. Η αναμπουμπούλα, οι αιφνιδιασμοί, οι λύσεις που πρέπει να σκαρφιστείς. Είναι σημαντικές αυτές οι σκηνές για την εισαγωγή της σχέσης Λάμπρου-Άννας. Μέσα στο αστυνομικό τμήμα μας έκλεψαν τις αρβύλες της νοικιασμένης στολής. Μόλις ετοιμαστήκαμε για γύρισμα στο καφέ, ήρθαν μπετονιέρες δίπλα, για να ρίξουν πλάκα σε οικοδομή. Χάσαμε ώρες περιμένοντας και ξεφυσώντας. Πάντα μου άρεσαν οι μπετονιέρες κι ένα παράλογο αίσθημα προδοσίας με κατακλύζει.
Κοιτάζω απ' το μπαλκόνι το συνεργείο να φορτώνει τα φορτηγά και θυμάμαι πώς όλα αυτά ξεκίνησαν σε ένα χαρτί, κι ύστερα λέξεις πίσω από λέξεις στην οθόνη, λειψός ύπνος, σημειώσεις στην παιδική χαρά, μαγνητοφώνηση μιας ιδέας στο κινητό κρυφά, μέσα στον κόσμο ή περπατώντας βιαστικά. Ώρες αμέτρητες που ντρέπομαι να ονομάσω 'δουλειά' αφού κανείς δεν με πληρώνει για να την κάνω. Ένα κονβόι από βανάκια κι αμάξια, φορτωμένα με ανθρώπους και μηχανήματα κάνει κύκλους στο κέντρο της Αθήνας, επειδή έγραψα μια σκηνή που ήρθε μόνη της στο μυαλό μου. Είναι παλαβή αυτή η τέχνη!
Το μοντάζ είναι όπως πάντα βασανιστικό. Έχει γίνει χειρότερο με τα χρόνια, οι μοντέρ έχουν μάθει να δουλεύουν μόνοι τους, σου στέλνουν να δεις, κάνεις υποδείξεις, έχει μειωθεί η ζύμωση. Κι αλλιώς να ήταν όμως, εμένα πάλι θα με ταλαιπωρούσαν οι οριστικές αποφάσεις και η στατικότητα της διαδικασίας. Εκεί βλέπεις όλα αυτά που δεν έγιναν, αυτά που σου ξέφυγαν, τα λάθος ρακόρ, αλλά κι αυτά που θεωρούσες χαμένα και τελικά, με έναν μαγικό τρόπο, τα κάνει ο μοντέρ να λειτουργούν. Το κομμάτι του ήχου αντιθέτως, είναι μεγάλη απόλαυση. Το sound design είναι βασικό αφηγηματικό στοιχείο της ταινίας, στο μεγαλύτερο μέρος του αφορά την κατασκευή των σκηνών που δεν βλέπουμε, τον εξωτερικό χώρο που ο θεατής πρέπει να τον νιώθει. Πολλή ψιλο-δουλειά, μια ταινία μέσα στην ταινία. Ώρες στους δρόμους ηχογραφώντας πορείες, πηγαίνοντας δήθεν αδιάφορα δίπλα στους ασυρμάτους της αστυνομίας, μέχρι να με αντιληφθούν και να με προγκίξουν, αναμονή για δεκαοχτούρες που δεν έλεγαν με τίποτα να σκούξουν στον ακάλυπτο... Από τις πιο ωραίες στιγμές, ήταν όταν ο γιος μου και οι φίλοι του κατρακυλούσαν διάφορα σκεύη από τις σκάλες της πολυκατοικίας για να τα ηχογραφούμε. Περνούσαμε τέλεια μέχρι που βγήκε ο στριμμένος γείτονας και μας κατσάδιασε.
Η 'Πανίδα' δεν αντέχει πολλή μουσική, αρχικά δεν ήθελα καθόλου, μετά άλλαξα γνώμη. Η δουλειά με τους μουσικούς ήταν μόνο χαρά και δημιουργικότητα. Όλες οι άλλες τέχνες είναι αντιγραφή αυτού που ήδη υπάρχει, η μουσική είναι αυθύπαρκτη. Οι μουσικοί είναι μάγοι, κάτοικοι χώρας κρυφής. Στο μιξάζ ησύχασε η ψυχή μου. Πότε τελειώνει μια ταινία; Ποτέ μάλλον. Κάθε φορά που τη βλέπεις θέλεις να κάνεις βελτιώσεις, την υπερασπίζεσαι και την προστατεύεις. Ελπίζεις οι θεατές να την εκτιμήσουν, να ευχαριστηθούν, να πάρουν κάτι που θα τους ωφελήσει.
Τελικά, η σκηνοθεσία είναι η ωραιότερη δουλειά του κόσμου (αλλά όχι στην Ελλάδα).
Στρατούλα Θεοδωράτου"