
Το ότι το όνομα του Κλιντ Ίστγουντ αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά, τόσο ως ηθοποιός όσο και ως σκηνοθέτης, είναι μάλλον περιττό να το αναλύσουμε. Αρκεί να θυμίσουμε πως σύντομα γίνεται 95 ετών(!) και παραμένει ενεργός, έχοντας φτάσει τις σαράντα ταινίες πίσω από την κάμερα. Σε αυτό το διάστημα είναι λίγα τα κινηματογραφικά είδη με τα οποία δεν έχει ασχοληθεί, προσθέτοντας πρόσφατα το δικαστικό δράμα στη φιλμογραφία του με το "Juror #2". Μια παραγωγή με ελαττωματική, για να το θέσουμε ευγενικά, διαχείριση από τους ιθύνοντες ως προς τη διανομή της, η οποία ωστόσο αποτελεί μια άψογη προσθήκη στο έργο του Αμερικανού, την οποία μπορείτε (και χρειάζεται) να δείτε στη Vodafone TV.
Όπως μπορεί να έχετε ήδη μαντέψει, η πλοκή του "Juror #2" περιστρέφεται γύρω από έναν ένορκο, υποδειγματικά ώριμος στο ρόλο ο Νίκολας Χουλτ, ο οποίος συμμετέχει σε δίκη που αφορά τη βίαιη δολοφονία μιας γυναίκας από τον σύντροφό της. Φαινομενικά, τα στοιχεία δείχνουν αδιάσειστα και η υπόθεση γυναικοκτονίας παίρνει γρήγορα διεκπεραιωτικό χαρακτήρα. Όμως, ένα απροσδόκητο συμβάν στην προσωπική ζωή του ήρωα τον κινητοποιεί ώστε να στρέψει τους υπόλοιπους ένορκους προς αλλαγή της απόφασης που πρόκειται να πάρουν, εγείροντας εύλογες απορίες για τα κίνητρά του. Τα οποία εδράζονται μεν σε ορισμένους ηθικούς ενδοιασμούς, αλλά πρωτίστως στις συνέπειες ενός παρασκηνιανού γεγονότος που δεξιοτεχνικά φέρνει στην επιφάνεια ο Ίστγουντ.

Σα genre, τα δικαστικά δράματα διέπονται από θεματικές οι οποίες ανακυκλώνονται ανά τα χρόνια, όπως η πίστη στους θεσμούς και η αμφισβήτησή τους, οι εγγενείς ανθρώπινες αδυναμίες που θολώνουν την κρίση και οι ανά περιπτώσεις προκατειλημμένη απόδοση δικαιοσύνης, η οποία αποτρέπει τη συναισθηματική λύτρωση. Άρα, παρόλο που πρόκειται για είδος που δε φημίζεται για την πληθωρικότητά του, ο Αμερικανός σκηνοθέτης το προσεγγίζει με συγκρατημένα ανατρεπτική διάθεση, συνοντιζόμενος με μια ευρύτερη τάση που συντελείται στον κινηματογράφο των τελευταίων ετών.
Το θετικό με το "Juror #2" είναι πως δεν προσπαθεί να πείσει πως είναι μια σύγχρονη εκδοχή των "Δώδεκα Ενόρκων" (Σίντνεϊ Λιούμετ, 1957), αλλά να υποβάλλει αβίαστα την προσοχή συμπεριφερόμενο σαν ένα γεμάτο, ψυχαγωγικό και γεμάτο σασπένς θρίλερ. Και ομολογουμένως, τα καταφέρνει άψογα. Χάρη στη χαμηλότονη σκηνοθεσία, δε γίνεται αντιληπτό το πόσο κλιμακωτά ανεβαίνουν οι παλμοί καθώς τα διακυβεύματα και οι εναλλαγές αναδεικνύονται η μία μετά την άλλη. Με τη λιτή αισθητική και την αφηγηματική αμεσότητά του, το στιλιζάρισμα και τα υλικά της ταινίας είναι εντελώς μετρημένα και αφτιασίδωτα, το φιλμ ικανοποιεί ακριβώς εκείνη την επιθυμία για μια στρωτή, ανεπιτήδευτη, ποιοτική και σφιχτογραμμένη παραγωγή. Από εκείνες, δηλαδή, που λείπουν χαρακτηριστικά από το μοντέρνο εμπορικό σινεμά.
Και εδώ περνάμε στο προαναφερθέν ζήτημα της διανομής. Παλαιότερα είχαμε σχολιάσει εκτενώς το χειρισμό του "Juror #2" από το στούντιο της Warner Bros., ο οποίος ειδωμένος από την τρέχουσα συγκυρία γίνεται σχεδόν εξοργιστικός. Όχι μόνο ως προς το πρόσωπο του Ίστγουντ, αλλά και απέναντι στο κοινό. Διότι μετά από ένα ικανοποιητικό σερί κυκλοφοριών που επανέφερε σε αθρόους αριθμούς του θεατές στις σκοτεινές αίθουσες, ο τελευταίος μήνας αποδεικνύει πως η έννοια του προγραμματισμού δεν αποτελεί προτεραιότητα για μεγάλη μερίδα των εγχώριων διανομέων.
Κάτι που δε μεταφράζεται απλώς σε κυκλοφορία τίτλων δίχως ξεχωριστό ενδιαφέρον, αλλά και σε κατακόρυφη πτώση των εισιτηρίων. Προφανώς δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε σίγουρα, αλλά με δεδομένη την ποιότητα του "Juror #2" και τα νούμερα που σημείωσε στο εξωτερικό, είναι δόκιμο να υποθέσουμε ότι εάν υπήρχε τώρα στις μαρκίζες, θα αποτελούσε μια παραπάνω από αξιόπιστη επιλογή που θα έβρισκε ανταπόκριση. Συνιστά παρηγοριά, ωστόσο, το ότι είναι διαθέσιμη στη Vodafone TV, διότι κάποτε οι αποφάσεις από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού ίσως και να σήμαιναν πως ένας τίτλος δε θα έφτανε τόσο εύκολα εδώ.