
Σκηνοθέτρια που ευθύνεται για μια σειρά από εμβριθή ψυχογραφήματα ("Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς Μου", "September"), η Πέννυ Παναγιωτοπούλου επιστρέφει στις μαρκίζες αυτήν την εβδομάδα με το "Wishbone". Κεντρικός ήρωας ο Κώστας, ένας σεκιουριτάς σε δημόσιο νοσοκομείο, ο οποίος μετά τον ξαφνικό θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του αναγκάζεται να αναλάβει τη φροντίδα της ανήλικης ανιψιάς του, προσπαθώντας παράλληλα να σώσει το χρεωμένο σπίτι της οικογένειας. Σε απόγνωση, θα βρει δελεαστική την αμφιβόλου ηθικής πρόταση ενός νοσοκόμου, καλούμενος να πληρώσει το ανάλογο τίμημα.
Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του "Wishbone", λοιπόν, ζητήσαμε από την κ. Παναγιωτοπούλου να μοιραστεί μαζί μας πώς εμπνεύστηκε και γύρισε την ταινία, σε ένα προσωπικό κείμενο που μπορείτε να διαβάσετε εξ ολοκλήρου παρακάτω. Ο λόγος στην κ. Παναγιωτοπούλου.

Wishbone, η ιστορία πίσω από την αφιέρωση της ταινίας
"Πιο πολύ και από το γύρισμα μιας ταινίας αγαπώ την προετοιμασία της. Εκεί όλα είναι ακόμη ρευστά και εσύ δοκιμάζεις τι αντέχει από αυτά που είναι ήδη περασμένα στο χαρτί. Διαλέγεις τους χώρους, τους ηθοποιούς, ακούς για πρώτη φορά τα λόγια, δοκιμάζεις τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τι θα φορέσουν, πού θα κοιμούνται, πώς θα κινούνται, τι τρώνε, τι αγκαλιάζουνμε το βλέμμα τους, φτιάχνεις δηλαδή έναν κόσμο, τον κόσμο τους και κατοικείς και εσύ για λίγο μέσα σε αυτόν. Αλλά είναι ο δικός τους κόσμος. Της ιστορίας που θέλεις να πεις. Των ανθρώπων που τη φέρουν. Σε λίγο, στο γύρισμα αλλά κυρίως με το μοντάζ, αυτός ο κόσμος σού χαρίζεται πάλι, γίνεται και δικός σου. Εκεί ουσιαστικά διαμορφώνεται η ταινία αφού ο χρόνος που της αφιερώνεις είναι ανενόχλητος και προσωπικός και σε διαμορφώνει, διαμορφώνοντας αντίστοιχα και την ταινία. Περιέχει δε, αν είσαι τυχερός και προσεκτικός, όλα όσα μάζεψες στον δρόμο σου, ας τα πούμε σημάδια κατά τη διάρκεια της κατασκευής του. Ένα από αυτά με 'στοίχειωσε' και μου έδωσε τη δύναμη να συνεχίσω. Αισθάνομαι την ανάγκη, αφού μου δίνεται η ευκαιρία, να μιλήσω για αυτό.

Ψάχνοντας για το σπίτι της ταινίας ο δρόμος με έφερε στο Μεγάλο Πεύκο, στην περιοχή 'Βίλλες' όπως λεγότανε παλιά, σε μικρή απόσταση από το κυρίως χωριό, τη Νέα Πέραμο. Ανθηρό, παραθεριστικό προορισμό κάποτε, ήδη από τον Μεσοπόλεμο έως και τη δεκαετία του '70, που σταδιακά άρχισε να παρακμάζει, αφότου δημιουργήθηκαν τα διυλιστήρια, και οι παραθεριστές, όσοι μπορούσανε, τραβήξανε σε άλλα μέρη. Εκεί προσπερνώ με το αυτοκίνητο ένα εντελώς εγκαταλελειμμένο σπίτι, η αύρα του οποίου όμως με αναγκάζει να σταματήσω και να κάνω όπισθεν. Σκαρφαλώνουμε τα κάγκελα με τους συνεργάτες μου και το πρώτο πράγμα που αντικρίζω, είναι μια φωτογραφία κρεμασμένη και ξεχασμένη πάνω σε έναν ξεφτισμένο τοίχο, ενός έξυπνου αγοριού με τη μαθητική στολή, παλιότερων δεκαετιών, σε θρανίο σχολείου, να κοιτάζει ευθεία μπροστά. Συγκινήθηκα. Το πριν και το τώρα σε ευθεία αποτύπωση. Προχωράμε, ρούχα πεταμένα, βρώμικα, εδώ και εκεί, ένα παλαιό πιάνο και από πίσω κρυμμένη μια σέρα. Εντυπωσιάστηκα και χωρίς δεύτερη σκέψη, παρόλες τις πρακτικές δυσκολίες διαμόρφωσης, παρόλο που δεν ταίριαζε καν με αυτό που σκεφτόμουν αρχικά και περιγραφόταν στο σενάριο σαν σπίτι οικογένειας, αποφασίζω να το γυρίσω εκεί. Το σπίτι πήρε θέση μέσα μου, σαν ένα δέντρο με βαθιές ρίζες . Σαν τους ανθρώπους του δηλαδή. Βρίσκουμε τον ιδιοκτήτη. Η τύχη μας βοήθησε και σε αυτό. Ένας υπέροχος άνθρωπος, ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Μήλιος, αρχιτέκτονας, ο οποίος όμως πάλευε με την αρρώστια του εκείνη την εποχή και νοσηλευόταν σε συνθήκες απομόνωσης σε νοσοκομείο της Αθήνας.

Αρχίζει μια μικρή αλληλογραφία μεταξύ μας, αφότου φυσικά μας δίνει την άδεια, κομμάτια της οποίας παραθέτω, θέλοντας να τον τιμήσω και από εδώ.
'Κύριε Μήλιε, καλησπέρα. Σας γράφω για να σας ευχαριστήσω για τον απλόχερο τρόπο που μας παραχωρήσατε το σπίτι στη Νέα Πέραμο. Περνούσαμε τυχαία με τους συνεργάτες μου και ξαφνικά το βλέπω στα δεξιά μου και το ένιωσα πως αυτό είναι το σπίτι της οικογένειας της ταινίας, γεγονός που ενισχύθηκε όταν ανακάλυψα την καταπληκτική 'σέρα' στην πίσω πλευρά. Λουσμένη στο φως και τη ζωή παρά την εγκατάλειψη και την απουσία. Έκτοτε παρακολουθώ τις αναρτήσεις σας, πότε συναισθηματικές πότε κυνικές, άλλοτε χιουμοριστικές, και σε συνδυασμό με το σπίτι των παιδικών χρόνων πραγματικά νομίζω πως σας γνωρίζω. Ελπίζω να βγείτε γερός απο την περιπέτεια της υγεία σας, και να μπορέσουμε να συναντηθούμε και απο κοντά! Σας ευχαριστώ πολύ και πάλι και ελπίζω να σας δω σύντομα. Με εκτίμηση, Πέννυ Παναγιωτοπούλου'.

Τρία πράγματα καλά μου έχουν συμβεί από το 2017, το ένα είναι το αρχικό τηλεφώνημα του Αντώνη. Τα αλλά δύο είναι οι γεννήσεις των εγγονών μου. Η αλήθεια είναι ότι όταν μου είπε ο Αντώνης 'άρεσε πολύ στην σκηνοθέτιδα και έχει και μια ιστορία από τον μπαμπά της με μια λεμονιά, πορτοκαλιά;' έχοντας την δική μου ιστορία με τον πατέρα μου και την λεμονιά του, μου έφυγε η ψυχή. Πώς είναι δυνατόν να βρίσκομαι έξω από τον αξονικό τομογράφο και να δέχομαι ένα τέτοιο μεταφυσικό τηλεφώνημα; Τι μήνυμα είναι αυτό, από πού και γιατί. Κάτι τέτοια όμως, ειδικά όταν ο άνθρωπος πλέει σαν μετέωρο μεταξύ των δυο κόσμων, ενθαρρύνουν, γιατί λένε εδώ είμαστε και εμείς και θα είμαστε και μετά. Το θριαμβευτικό τέλος για αυτό το σπίτι, γιατί περί τέλους πρόκειται, είναι κάτι που με ενθουσίασε. Υπάρχουν κάποιες σκόρπιες φωτογραφίες που δείχνουν πόσο χαρούμενο ήταν και με πόση αγάπη ποτίστηκε. Όταν στην οικογένεια μας λέμε ΤΟ ΣΠΙΤΙ εννοούμε το Μεγάλο Πεύκο. Το σπίτι το αγοράσαμε το 1960 ή 1961. Εγώ ήμουν 5-6 χρόνων. Ο λόγος που μετακομίσαμε από την Αθήνα, το επάγγελμα του πατέρα μου που ήταν στρατιωτικός. Το 1959 πήρε μετάθεση στα ΛΟΚ του Μ. Πεύκου. Το να πηγαινοέρχεται λοιπόν, τότε κάνανε και διάλειμμα το μεσημέρι, δυο φορές την ημέρα στην Αθήνα ήταν μέγα πρόβλημα. Η ζωή μας άλλαξε ριζικά. Από τα θέατρα, τους κινηματογράφους, τα ζαχαροπλαστεία και τις οικογενειακές γιορτές, βρεθήκαμε τέσσερεις άνθρωποι μόνοι μας στο μικρό σπίτι στον ελαιώνα. Μια ακόμη οικογένεια ζούσε το χειμώνα κοντά μας. Μέχρι το 1968 μείναμε μόνιμα σε αυτό το σπίτι χωρίς τρεχούμενο νερό, κάποιες ώρες χωρίς ρεύμα αλλά ήμασταν τυχεροί γιατί είχαμε ένα στρατιωτικό τηλέφωνο που μας ένωνε κατευθείαν με τη μονάδα και τον πατέρα. Τοτε καταλάβαμε όλοι μας ότι η απλότητα είναι η μεγαλύτερη πολυτέλεια. Όλη μέρα κάναμε ότι μας κατέβαινε στο κεφάλι, ελεύθεροι, εφευρετικοί, αγαπημένοι. Το χειμώνα μερικές φορές τα πράγματα ήταν ζόρικα ειδικά όταν ήταν άρρωστο κάποιο παιδί και όταν έκανε κακοκαιρία. Κάποια βράδια κατέβαιναν πολύ κοντά μας τσακάλια ή έτσι νομίζαμε. Το καλοκαίρι τα πράγματα ήταν διαφορετικά, τα γύρω σπίτια γέμιζαν με παραθεριστές και το δικό μας με συγγενείς και φίλους φιλοξενούμενους. Αυτό που είναι αξιοπερίεργο ήταν πως ούτε η μάνα μου αλλά ούτε και ο πατέρας μου είχαν ζήσει σε μικρή πόλη. Προέρχονταν δε από εύπορους μεσοαστούς γονείς κυρίως επιστήμονες και ανώτατους υπαλλήλους. Όταν αργότερα την κακιά δεκαετία του εβδομήντα φεύγαμε από το διαμέρισμα των Αθηνών για να πάμε στο Πεύκο, σε όλη την διαδρομή μέσα στο αυτοκίνητο τσακωνόμαστε όλοι με όλους. Όταν φτάναμε όμως στο σπίτι, ανταλλάζαμε όλο φιλιά και αγκαλιές…

'…Πέννυ, πραγματικά και εγώ νομίζω ότι σας γνωρίζω. Μου έστειλε ο Αντώνης, ιδιωτικά, δυο δουλειές σας και είδα την ευαισθησία σας. Για να το πω καλύτερα. Θα έπρεπε να σας γνωρίζω και ίσως γίνει κάποτε. Δε ξέρω ποιος καλός δαίμονας, παράφραση από Φαίδρο του Πλάτωνα, σας έσπρωξε έξω από το σπίτι μας και σας είπε αυτό είναι. Μια φίλη στο FB, Πευκιώτισσα, παλιά συμμαθήτρια, μου έγραψε εσωτερικά: 'Οι γονείς σου άφησαν κληρονομιά στο χωριό την ευγένεια, την αξιοπρέπεια, την ομορφιά τους. Νιώθω τυχερή γιατί έχω ωραίες μνήμες και καταλαβαίνω ότι ο κόσμος μας έχει ακόμα ωραίους ανθρώπους'. Ο τελευταίος που έκανε διακοπές στο Μεγάλο Πεύκο, βιολογικά, ήταν ο πατέρας μου με την κοπέλα που τον κρατούσε. Καθόταν αγέρωχος όπως πάντα σαν ηθοποιός του θεάτρου καμπούκι και μέτραγε με τα μάτια αυτά που έζησε. Για εμένα είναι ο τόπος που καταφεύγω στα όνειρά μου για να συναντήσω τους γονείς μου, τα παιδικά μου χρόνια και για να προϊδώ τα μελλούμενα. Είναι τιμή μου που ένα τόσο αισθαντικό άτομο θα κλείσει την αυλαία αυτού του τόσο ιερού τόπου για μένα…' -Δημήτρης Μήλιος
'Σας βλέπω στις φωτογραφίες και νομίζω ότι είμαστε εμείς όταν ζούσαν οι γονείς μου. Το ίδιο τραπεζομάντηλο, το τραπέζι και οι καρέκλες στη θέση τους. Το ίδιο φως. Μέχρι και η αδελφή μου την πάτησε. Να έχετε την ευχή όλων μας και πιο πολύ των γονιών μου. Με αυτό που κάνατε θα νομίζω από εδώ και πέρα ότι ζουν κρυφά πάντα εκεί'. -Δ.Μ

'Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν έχω μπορέσει να σας γράψω εκτενώς τις σκέψεις μου γιατί δουλεύω συνεχώς πολύ και προσπαθώ να είμαι συγκεντρωμένη! Αισθάνομαι πράγματι ότι έχω την ευχή αγαπημένων, όσο για το σπίτι χαίρομαι που μέσα απο μια παράξενη εμμονή επέμεινα στο ένστικτό μου και το αγαπημένο σπίτι ξαναζεί για λίγο. Και βέβαια όσο δραματικές καταστάσεις και να περιγράφει η ταινία, η ζωή είναι πάντα αυτό που κερδίζει όσο υπάρχει αναπνοή. Θα επανέλθω με φωτογραφίες και σκέψεις, αλλά ειλικρινά είμαι και εγώ με το τρόπο μου συγκινημένη, αφού μέσα μου βουβά, ξαναζούν και οι προηγούμενες ζωές! Και αυτό είναι υπέροχο να συμβαίνει όταν γυρίζεται η ταινία!' -Πέννυ Παναγιωτοπούλου
Δημήτρης Μήλιος (1955-2022). Τού αφιέρωσα τo 'Wishbone', με την βεβαιότητα ότι τίποτα δεν χάνεται.
Πέννυ Παναγιωτοπούλου".
Περισσότερες πληροφορίες
Wishbone
Μετά τον ξαφνικό θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, ο Κώστας, σεκιουριτάς σε δημόσιο νοσοκομείο, αναγκάζεται να αναλάβει τη φροντίδα της ανήλικης ανιψιάς του, προσπαθώντας παράλληλα να σώσει το χρεωμένο σπίτι της οικογένειας. Σε απόγνωση, θα βρει δελεαστική την αμφιβόλου ηθικής πρόταση ενός νοσοκόμου, καλούμενος να πληρώσει το ανάλογο τίμημα.