
Με πέντε ταινίες στο ενεργητικό του σε διάστημα δεκαπέντε ετών, ο Ντάνιελ Κρεγκ αποδείχτηκε ένας από τους καλύτερους πράκτορες 007 που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη. Υπηρέτησε επάξια το ρόλο, τον οποίο ανανέωσε δυναμικά, ωστόσο η αφοσίωσή του σ’ αυτόν του δημιούργησε ένα καλλιτεχνικό απωθημένο. Οι απαιτήσεις ήταν τέτοιες ώστε ο 56χρονος δεν είχε το περιθώριο να υποδυθεί παράλληλα πολλά διαφορετικά πράγματα, με αποτέλεσμα να ταυτιστεί με το χαρακτήρα στο ευρύ κοινό και ταυτόχρονα να ξεχαστεί το εύρος που είχε αποδείξει πως είχε με τις προηγούμενες δουλειές του. Όμως, χάρη σε φιλμ όπως το "Queer" και σκηνοθέτες σαν τον Λούκα Γκουαντανίνο ("Να με Φωνάζεις με το Όνομά σου", "Οι Αντίπαλοι"), ο Κρεγκ μοιάζει να βρίσκει ξανά τον εαυτό του και, πρωτίστως, να απολαμβάνει την παρουσία του μπροστά στο φακό.

Αρρενωπός ναι μεν, αλλά
Ο 007 της κοπής του Κρεγκ ήταν απόλυτα μοντέρνος, πιο κυνικός, άμεσος και εγκεφαλικός από τους προηγούμενους, παραμένοντας μυώδης και ατρόμητος μπροστά στον κίνδυνο. Ο ίδιος ο ηθοποιός, βέβαια, δεν ταυτιζόταν απαραίτητα με αυτές τις κατάφωρα αρρενωπές πτυχές του ήρωα. Όπως έχει δηλώσει ενδεικτικά σε συνέντευξή του: "Βρίσκω αστεία την ιδέα της αρσενικότητας. Το ότι για να παίξω τον Μποντ έπρεπε να κατασκευάσω μια πειστική και επιβλητική αρρενωπή περσόνα ήταν μία από τις επιφυλάξεις μου προτού αποδεχθώ ρόλο. Δεν πρέπει ποτέ, όμως, να κρίνεις τους χαρακτήρες σου, γι’ αυτό και εγώ επέλεξα να συμφιλιωθώ με το δεδομένο". Ομολογουμένως, με εξαίρεση τα απολαυστικά "Layer Cake" (Μάθιου Βον, 2004) και "Το Κορίτσι με το Τατουάζ" (Ντέιβιντ Φίντσερ, 2011), ο Βρετανός γοητεύεται συνήθως από άντρες εύθραυστους, παθιασμένους, αλλά με μωλωπισμένες ψυχοσυνθέσεις και διακριτικές ή μη εκκεντρικότητες. Αν μη τι άλλο, το παραπάνω αποδεικνύεται από τις μετά τον Μποντ επιλογές του, με ταινίες όπως το άψογο "Στα Μαχαίρια" (Ράιαν Τζόνσον, 2019), όπου υποδύεται τον τελειομανή, εκκεντρικό ντετέκτιβ Μπενουά Μπλανκ, αλλά και το ελαφρώς υποτιμημένο "Logan Lucky" (Στίβεν Σόντερμπεργκ, 2017), όπου εμφανίζεται ως ημιπαράφρων ληστής. Κι ύστερα ήρθε το "Queer".

Φρέσκια ελευθερία
Η ταινία του Γκουαντανίνο αποτελεί διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος που εμπνεύστηκε ο beat συγγραφέας Γουίλιαμ Μπάροουζ. Ο Κρεγκ κρατά το ρόλο ενός Αμερικανού σαραντάρη με αδυναμία στις καταχρήσεις, χαρακτήρα που μοιράζεται στοιχεία του ίδιου του Μπάροουζ, ο οποίος ζει μόνος στην Πόλη του Μεξικού της δεκαετίας του ’50. Αναζητά εναγωνίως σεξουαλική συντροφιά και γιατρειά στη γενική μοναξιά του, ανάγκη που φαίνεται να ικανοποιείται όταν στη μικρή κοινότητα που κατοικεί εμφανίζεται ένας φοιτητής. Οι δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ τους, καθώς και ο διαπεραστικός ερωτισμός τους, φέρνουν στο νου αμυδρά το ρόλο που "έβαλε στο χάρτη" τον ηθοποιό πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια. Ο λόγος για το "Αγάπη είναι ο Διάβολος" (Τζον Μέιμπουρι, 1998), την ιδιοσυγκρασιακή βιογραφία του ζωγράφου Φράνσις Μπέικον, στην οποία ο Κρεγκ εντυπωσιάζει ενσαρκώνοντας το σύντροφο του καλλιτέχνη. Σαφώς, στο "Queer" οι ρόλοι αντιστρέφονται. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που παραμένει είναι η ικανότητα του Άγγλου να προσδίδει ουσιώδεις ποιότητες σε περίπλοκους χαρακτήρες, διατηρώντας μια πρόδηλη ευαλωτότητα στο παίξιμό του. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρότι αφιέρωσε μήνες στην προετοιμασία, όταν έφτασε η ώρα του γυρίσματος έτρεμε ολόκληρος και χρειάστηκε να τον ηρεμήσει ο Γκουαντανίνο· όχι αδικαιολόγητα, να επισημάνουμε, αφού χρειάστηκε να εκτεθεί όπως ελάχιστες άλλες φορές στην καριέρα του. Το ερμηνευτικό κουράγιο του ανταμείφθηκε, αφού διεκδίκησε Χρυσή Σφαίρα α΄ ανδρικού ρόλου, ενώ είναι εξαιρετικά πιθανό να βρεθεί στις αντίστοιχες υποψηφιότητες των Όσκαρ. Το αν θα το κερδίσει, κιόλας, είναι μια άλλη συζήτηση. Πάντως είναι ξεκάθαρο πως ο Κρεγκ βγαίνει πλέον οριστικά από τη σκιά του πράκτορα 007.