
Το ταλέντο και η υποκριτική χαρισματικότητα του Δημήτρη Ήμελλου, του καταξιωμένου ηθοποιού που έχασε τη ζωή του σε ηλικία 57 ετών, είχε από πολύ νωρίς αναγνωριστεί στο θεατρικό σανίδι, όντας ο πρώτος που απέσπασε το βραβείο Χορν (2001) ανάμεσα σε πολλές ακόμα δακρίσεις. Στον κινηματογράφο ο Ήμελλος διέγραψε μια διαφορετική πλην πολύπτυχη πορεία, καταφέρνοντας κάθε φορά, είτε κρατούσε ένα μικρό είτε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι απλά να μην περνά απαρατήρητος, αλλά να αφήνει διακριτό στίγμα.
Δε θα μπορούσε διαφορετικά, αφού η ακραιφνώς κινηματογραφική φυσιογνωμία του επέτρεπε να μεγεθύνει τα ερμηνευτικό αντίκτυπό του, ενώ ο ίδιος πάντα εφεύρισκε τους τρόπους να διογκώνει το βάθος των χαρακτήρων του. Το ντεμπούτο του στο σινεμά έγινε στο αστυνομικό δράμα "Αλιόσα" (Θανάσης Σκρουμπέλος, 1999). Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, τρεις συνεργασίες με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο ("Beautiful People", "Delivery", "Τα Οπωροφόρα της Αθήνας"), ο ρόλος του δασκάλου στο υπεροχο "Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου" (Πέννυ Παναγιωτοπούλου), μια συμμετοχή στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Αλέξανδρου Αβρανά ("Without", 2008), χρονιά που τον είδαμε επίσης στο σπαρταριστό heist movie "Bank Bang" (Αργύρης Παπαδημητρόπουλος), και λίγο αργότερα στο "Απ' τα Κόκαλα Βγαλμένα" (2010) του Σωτήρη Γκορίτσα.

Ωστόσο, οι καλύτερες κινηματογραφικές ερμηνείες του Ήμελλου ήρθαν μεταγενέστερα. Στο "Happy Birthday" (Χρίστος Γεωργίου, 2017) κλήθηκε να ενσαρκώσει έναν αστυνομικό των ΜΑΤ που προσπαθεί να προσεγγίσει την αποξενωμένη κόρη του, ύστερα στο "Η Δουλειά της" (Νίκος Λαμπό) υποδύθηκε ένα ματαιωμένο άντρα της εργατικής τάξης, προτού κλέψει την παράσταση ως "Ράφτης" (Σόνια Λίζα Κέντερμαν, 2020). Εκεί ο Ήμελλος, συνδυάζοντας ποιότητες βωβού σινεμά αλά Μπάστερ Κίτον, κωμωδίας και δράματος, αποτυπώνει άψογα τον κεντρικό ήρωα. Δηλαδή, έναν εκκεντρικό πενηντάρη ράφτη, ο οποίος απομονωμένος στη σοφίτα του οικογενειακού μαγαζιού, βλέπει τον πατέρα του να αρρωσταίνει και την τράπεζα να απειλεί να κατάσχει την επιχείρησή τους. Τότε, έρχεται η ώρα να αντιμετωπίσει, επιτέλους, την πραγματικότητα. Για την επιλογή του Ήμελλου, η σκηνοθέτρια είχε δηλώσει στο "α": "Ο Ήμελλος υπήρχε στο μυαλό μου από όταν έγραφα το σενάριο. Μάλιστα, είχα στείλει βίντεο και φωτογραφίες του στην Τρέισι ώστε να τον έχουμε σαν οδηγό σε όσα γράφουμε. Όλα αυτά πριν καν γνωριστούμε. Εάν δεν έπαιζε εκείνος, η ταινία θα ήταν εντελώς διαφορετική. Δεν εννοώ μόνο λόγω της φυσιογνωμίας και των ερμηνευτικών δυνατοτήτων του, αλλά γιατί κατάλαβα πως μοιράζεται κάποια κοινά με το χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Διότι έχει μια ήσυχη καθημερινότητα, πάει από το θέατρο στο σπίτι, δεν κινείται αλλού. Κάτι ακόμα που μου είχε πει και με εντυπωσίασε, είναι πως όταν ήταν μικρός και για ένα διάστημα πήγαινε σε οικοτροφείο, εκείνο που ονειρευόταν όλη μέρα ήταν η στιγμή που θα πέσει στο κρεβάτι να κοιμηθεί. Το αγαπημένο του πράγμα ήταν ο ύπνος! Άρα, ήταν λογικό να καταλάβει βαθιά το ρόλο του".
Κλείνοντας, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τις παρουσίες του Ήμελλου σε μικρού μήκους ταινίες. Ο ηθοποιός σε πολύ συχνή βάση βρισκόταν κοντά σε ανερχόμενους δημιουργούς, παραδίδοντας υψηλής ποιότητας δουλειά και στηρίζοντας τον κλάδο - ραχοκοκαλιά του ελληνικού σινεμά ("Yelena", "Χριστουγεννιάτικο Αντι-Παραμύθι", "Η Παρέλαση"). Η τελευταία εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη έγινε πρόσφατα, στην πολυβραβευμένη "Φόνισσα" (Εύα Νάθενα).