Ύστερα από τέσσερις θαρραλέα ανατρεπτικές βιογραφίες εμβληματικών προσώπων που ανανέωσαν τους κινηματογραφικούς κανόνες του είδους, είναι δόκιμο πλέον να μιλάμε για προ και μετά Πάμπλο Λαραΐν εποχή στο genre. Ο Χιλιανός σκηνοθέτης, παρότι ανέκαθεν εμπνεόταν από αληθινά γεγονότα, όπως η δικτατορία του Πινοτσέτ ("No", "Post Mortem", "El Conde"), το 2016 κυκλοφόρησε διαδοχικά το αριστουργηματικό "Νερούδα" και το εγκεφαλικό "Jackie" (τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ) και φάνηκε να βρίσκει καλλιτεχνικά τον εαυτό του. Από τη μία, η ταινία για τον ποιητή Πάμπλο Νερούδα χειρίζεται δεξιοτεχνικά το όριο ανάμεσα στην έμπνευση, την πραγματικότητα και την ποίηση, από την άλλη, η Τζάκι Κένεντι, όπως την ενσαρκώνει η Νάταλι Πόρτμαν, αποδίδεται στις γήινες διαστάσεις της, με χειροπιαστή αίσθηση αποξένωσης και εγκλωβισμού.
Όλα αυτά, ενώ παράλληλα ο Λαραΐν εκμεταλλεύεται την ευκαιρία που του προσφέρεται ώστε να διερευνήσει πολύπλοκους υπαρξιακούς προβληματισμούς, όπως το πού εντοπίζεται η αλήθεια σε ένα καλλιτεχνικό έργο ή πώς μπορεί να ζει κάποιος όντας μονίμως υπό τη σκιά ενός άλλου. Η προσέγγισή του, ανάμεσα στο ακαδημαϊκό και το μοντέρνο, πρόσφερε, εν ολίγοις, ένα πολύτιμο φρεσκάρισμα στις σινε-βιογραφίες, οι οποίες έως τότε μας είχαν συνηθίσει, ως επί το πλείστον, σε διεκπεραιωτικές εγκυκλοπαιδικές παραθέσεις γνώριμων ιστοριών και καταστάσεων, με ροπή προς την αγιοποίηση των προσώπων που αφορούν. Αντιθέτως, ο 48χρονος δημιουργός, επιλέγοντας αφενός να διαφυλάξει τις αμφιλεγόμενες ποιότητες των ανθρώπων που τον ενδιαφέρον και αφετέρου, να χειριστεί τις ζωές τους ως μέσα εμβάθυνσης σε πολυσήμαντους ψυχολογικούς κόσμους, προσδίδει μπόλικη ουσία και γοητεία στις ταινίες του. Κάτι που καταφέρνει, λιγότερο αποθεωτικά αλλά με αδιαπραγμάτευτη αξία, και στην εκθαμβωτική "Maria".

La Divina
Όπως το συνηθίζει ο Χιλιανός, παρότι "αναμετριέται" με ένα θρύλο, υιοθετεί στο φιλμ του χαμηλούς τόνους και έναν υγιή μινιμαλισμό, ώστε η αφήγηση, χωρίς να πλατειάζει, να έχει όλο το περιθώριο να αφοσιωθεί σε σαφείς και συγκεκριμένες θεματικές. Εν προκειμένω, λοιπόν, η πλοκή προσηλώνεται στις τελευταίες ημέρες της Κάλλας (Αντζελίνα Τζολί), περίοδο κατά την οποία έμενε στο Παρίσι, απομονωμένη και με την πνευματική και σωματική υγεία της σοβαρά κλονισμένη. Στην ταινία, οι μόνοι που την περιβάλλουν είναι η οικονόμος (Άλμπα Ρορβάκερ), ο προσωπικός βοηθός της (Πιερφρανσέσκο Φαβίνο) και ένας δημοσιογράφος (Κόντι Σμιτ-ΜακΦι), ο οποίος επιχειρεί να καταγράψει ό,τι έχει συμβεί αφότου αποσύρθηκε από την όπερα. Όσα λέγονται, όμως, αλλά και όσα συμβαίνουν βρίσκονται υπό διαρκή αμφισβήτηση, καθώς η κρίση της σοπράνο είναι θολή και πολύ συχνά η φαντασία, οι αναμνήσεις και τα τραύματα καταλαμβάνουν τη ασταθή συνείδησή της. Πολύ ταιριαστά, το "Maria" είναι λουσμένο σε ένα χρυσαφί φθινοπωρινό λυκόφως, συμπληρώνοντας τον πένθιμο τόνο που το διαπνέει έτσι κι αλλιώς. Τίποτα το πανηγυρικό δεν απεικονίζεται, το συναίσθημα φωλιάζει στη μελαγχολία, και στην επιφάνεια έρχονται όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν την Κάλλας, ταυτόχρονα, "divina" ("θεϊκή"), όπως την αποκαλούσαν, και θνητή: η ανάγκη της, δηλαδή, για τρυφερότητα και το είδος της αναγνώρισης που μπορεί να έρθει μόνο από έναν ρομαντικό σύντροφο. Όπως αντιλαμβάνεστε, η σκιά που άπλωσε πάνω της η σχέση με τον Αριστοτέλη Ωνάση (Χαλούκ Μπιλγκινέρ) αποτελεί τον άτυπο ανταγωνιστή του σεναρίου, το οποίο μάλιστα δεν του χαρίζεται καθόλου.

Οριστική τρίτη πράξη
Η Κάλλας του Λαραΐν, ωστόσο, δεν ξοδεύεται στα βάσανα ενός ερωτικού απωθημένου, παρόλο που δεν υποβαθμίζεται η αδιάκοπη επιρροή του Ωνάση πάνω της. Περισσότερο, εδώ η καλλιτέχνις συνιστά απόλυτη ενσάρκωση της όπερας, αφού κάθε στιγμή της μέρας της δεν διαχωρίζεται από την αίσθηση της περφόρμανς. Μοιάζει προφανές, αλλά για κάποιον ο οποίος αφιερώνει τη ζωή του στη μουσική, άρα το θέαμα και στην επιτέλεση διαφορετικών ρόλων, το ποιος είσαι και το ποιος πρέπει να δείχνεις ότι είσαι ενίοτε είναι αδιαχώριστα, καθώς βρίσκεσαι πάντα σε έκθεση. Αυτοί οι τρεις άξονες, κυρίως, ευθύνονται για το άλγος της σοπράνο, η οποία καλείται λίγο πριν το τέλος να επανακτήσει την προσωπική φωνή της και να απαγκιστρωθεί από το βάρος της επί σκηνής περσόνας της. Τα παραπάνω ψηλαφεί μεστά μέσω της υπόκωφης ερμηνείας της η Τζολί. Σε ένα ρόλο - πρόκληση, ο οποίος στο χαρτί κυμαίνεται μεταξύ πάθους και ενδοσκόπησης από τη μια στιγμή στην άλλη, η οσκαρική ηθοποιός επιλέγει να υποδυθεί την Κάλλας υπομονετικά, ως μια γυναίκα πληγωμένη τόσο από τους οικείους της όσο και από το τεράστιο ταλέντο της. Το πώς η φωνή της αποτέλεσε σωτηρία και βάσανο εξαρχής αποτυπώνεται εύγλωττα, επιπλέον, στην ενότητα της Κατοχής, τότε που χάρη σε εκείνη επιβίωσε, αλλά με επώδυνο τίμημα για την ίδια. Κι επειδή σίγουρα αναρωτιέστε, ναι, η Αμερικανίδα τραγουδάει σε αρκετές σκηνές του "Maria", εκ των οποίων μία εντυπωσιακή στη Σκάλα του Μιλάνου. Η Τζολί έκανε προετοιμασία κοντά επτά μήνες για να είναι έτοιμη στα γυρίσματα κι αξίζει να σημειωθεί πως αυτή είναι η πρώτη φορά που τραγουδά δημόσια. Ένα "μπράβο" το αξίζει…
Το κεφάλαιο "Ελλάδα"
Όσον αφορά το ελληνικό στοιχείο, ο Λαραΐν το κρατά μετρημένο (μην περιμένετε καρτποσταλικά πλάνα του Σκορπιού φέρ’ ειπείν), αλλά καθόλα υπολογίσιμο. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το "Maria" περιλαμβάνει μια κομβική αναδρομή στα νεανικά χρόνια της Κάλλας τη δεκαετία του ’40, με την Αγγελίνα Παπαδοπούλου να την υποδύεται και τη Λυδία Κονιόρδου να ενσαρκώνει τη μητέρα της. Ακολούθως, σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στιγμιότυπα του φιλμ, η ελληνικής καταγωγής Βαλέρια Γκολίνο, στο ρόλο της αδερφής, ανταλλάσσει εν αγνοία της ένα τελευταίο αντίο με την Κάλλας, ενότητα στην οποία η Τζολί μιλά (αξιέπαινα!) ελληνικά. Εξάλλου, η ηθοποιός είχε χρόνο να τα εξασκήσει στην Ηλεία απ’ όπου και πέρασαν τα γυρίσματα.
Οι άλλες Κάλλας
Προφανώς, ο Λαραΐν δεν είναι ο μοναδικός σκηνοθέτης που έχει εμπνευστεί από την υψίφωνο. Το 1969, ο θρυλικός Πιέρ Πάολο Παζολίνι την επέλεξε για πρωταγωνίστρια στη σπουδαία "Μήδεια" που παρέμεινε, περιέργως, ο μοναδικός κινηματογραφικός της ρόλος. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο Φράνκο Τζεφιρέλι, ο οποίος είχε σκηνοθετήσει τη σοπράνο στην τελευταία της παράσταση ("Τόσκα", 1965), κυκλοφορεί το "Κάλλας για Πάντα", ένα προσωπικό πλην όμως άνισο docufiction, με πρωταγωνίστρια τη Φανί Αρντάν. Το ενδιαφέρον είναι πως η βιογραφία του Χιλιανού έρχεται σε μια εποχή που έχει αναθερμανθεί το ενδιαφέρον γύρω από την περσόνα της. Δεν είναι μόνο τα δύο πρόσφατα ντοκιμαντέρ του Τομ Βολφ ("Maria by Callas: Η Μαρία Κάλλας Εξομολογείται", "Callas - Paris, 1958") και η παράστασή του στο Ηρώδειο με τη Μόνικα Μπελούτσι ("Μαρία Κάλλας: Επιστολές και αναμνήσεις"), αλλά και τα περσινά εγκαίνια του μουσείου προς τιμήν της. Αν μη τι άλλο, η επόμενη κινηματογραφική έξοδός σας μπορεί να συνδυαστεί με μια επίσκεψη στους χώρους του.
Περισσότερες πληροφορίες
Maria
Μία εβδομάδα πριν από το θάνατό της, τον Σεπτέμβριο του 1977 στο Παρίσι, η Μαρία Κάλλας αναπολεί τη ζωή και την καριέρα της, καθώς κάνει μια τελευταία προσπάθεια να επιστρέψει στη σκηνή.