
Ύστερα από 12 χρόνια, ο έμπειρος σκηνοθέτης Σωτήρης Γκορίτσας ("Απ' τα Κόκαλα Βγαλμένα", "Βαλκανιζατέr") περνά ξανά πίσω από την κάμερα και διασκευάζει το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη "Εκεί που Ζούμε", στο οποίο ένας δικηγόρος έρχεται ανήμερα των γενεθλίων του αντιμέτωπος με την παράλογη ελληνική πραγματικότητα και τα προσωπικά του αδιέξοδα. Με αφορμή την έξοδο της ταινίας στους κινηματογράφους, ο Σωτήρης Γκορίτσας απαντά στις ερωτήσεις του "α".
Η ταινία σμίγει στοιχεία διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών, έχοντας ως βάση το δράμα. Στο πρώτο μισό, όμως, είναι έντονη η μαύρη κωμωδία, ενώ στο δεύτερο το νεο-νουάρ.
Δεν διαλέγω πλέον ύφος ανάλογα με το τι μου αρέσει από τα γνωστά κινηματογραφικά "είδη". Το έκανα νεότερος που ήμουν πιο "σινεφίλ". Τώρα αυτό που με οδηγεί στο είδος της κινηματογράφησης είναι το σενάριο, η σκηνή και ο ηθοποιός. Δεν επιδιώκω να είναι η ταινία μια άσκηση ενιαίου ύφους. Μάλλον το αντίθετο προτιμώ. Συνεπώς τα είδη που αναφέρατε, αλλά και άλλα που θέλοντας και μη κουβαλώ μέσα μου, συνυπάρχουν φιλοδοξώντας όλα μαζί να αφηγηθούν όσο καλύτερα γίνεται την ιστορία που θέλω να πω.

Κάτι που προσωπικά ένιωσα πολύ οικείο σε σχέση με τον κεντρικό ήρωα είναι πως ό,τι κι αν κάνει αποδεικνύεται μάταιο, ένα συναίσθημα που σήμερα μοιραζόμαστε πολλοί συνομήλικοί μου. Ήταν έτσι ανέκαθεν;
Έτσι ακριβώς ήταν πάντα, μην απελπίζεστε σας παρακαλώ! Τίποτα που έχει μέσα του αγώνα και αγωνία δεν είναι μάταιο. Ίσως δεν έρχεται η δικαίωση που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στο σινεμά. Είναι όμως όλα μικρές νίκες ζωής που στο τέλος θα γίνει ο απολογισμός τους. Μια τέτοια ημέρα ζει και ο ήρωας της ταινίας. Και έχει όλο το χρόνο μπροστά του για να δει αν άξιζαν τον κόπο οι μάχες που έδωσε ή όχι.
Μετά την τομή που συμβαίνει στη μέση της αφήγησης, η ταινία αποκτά δύο αντιθετικές εκδοχές, τη φωτεινή και τη σκοτεινή. Σε αμφότερες, όμως, ο ηθικός κώδικας των χαρακτήρων αμφισβητείται. Τελικά, είναι αναπόφευκτο να "γκριζάρουμε" τα όριά μας, εάν θέλουμε να ζήσουμε αξιοπρεπώς;
"Καλούς" και "κακούς" έχω δει μόνο στο σινεμά και, για την ακρίβεια, σε ένα είδος σινεμά που μου άρεσε μέχρι τα δεκαπέντε μου. Ποτέ άλλοτε στη ζωή, ούτε και στον ίδιο τον εαυτό μου. Το όποιο "γκριζάρισμα" ή μη των ορίων μας δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη θέλησή μας ζούμε σε μια κοινωνία με την οποία πρέπει συνεχώς να αναμετριόμαστε. Ναι, λοιπόν, και στο φως και στο σκοτάδι που έχουμε μέσα μας, μιας και η πάλη μεταξύ τους είναι το ενδιαφέρον που έχει κάθε χαρακτήρας. Αυτό βρίσκω ενδιαφέρον και στη ζωή και στην τέχνη, όχι τις απολυτότητες και τους μονοδιάστατους ανθρώπους.

Με τον Νίκο Πορτοκάλογλου έχετε σταθερή συνεργασία και εδώ η μουσική προσθέτει ουσιαστικά στην ατμόσφαιρα της ταινίας. Πώς ακριβώς δουλεύετε μαζί του και πώς εκλαμβάνετε προσωπικά τη σημασία της μουσικής σε ένα φιλμ;
Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο δεν ήθελα να ακούσω για χρήση μουσικής στο σινεμά. Το θεωρούσα περιττό δεκανίκι που έρχεται να διορθώσει ελλείμματα της αφήγησης. Δογματική στάση που, όπως και πολλά άλλα, η ζωή με έκανε σιγά σιγά να αναιρέσω. Με βοήθησε σε αυτό ο επί τριάντα πέντε χρόνια φίλος μου Νίκος, με αποτέλεσμα σε αυτή την ταινία να καταφέρουμε για πρώτη φορά να δουλέψουμε με τον κανονικό τρόπο, να βλέπει δηλαδή την εικόνα και πάνω της να γράφει τη μουσική! Και το χαρήκαμε ιδιαίτερα και οι δύο.
Το μοντέρνο ελληνικό σινεμά δείχνει να ανανεώνει τη δημοφιλία του στο κοινό τα τελευταία χρόνια. Συμφωνείτε ή πρόκειται περί τάσης η οποία, αν δεν προστατευτεί, θα εξασθενίσει;
Η ταραχώδης σχέση του ελληνικού σινεμά με το κοινό είχε πολλές φορές στο παρελθόν τα πίσω μπρος της. Έχω δει από την πλήρη ανυποληψία της ελληνικής ταινίας μέχρι τη θριαμβευτική αποδοχή της. Και τα δύο στην ακραία τους μορφή. Οπότε δεν μου κάνει πια εντύπωση. Η σχέση θα συνεχιστεί αρκεί να υπάρχουν δυο πράγματα: κοινό για τον κινηματογράφο και ελληνικές ταινίες. Κανένα από τα δύο δεν είναι εξασφαλισμένο!
Περισσότερες πληροφορίες
Εκεί που Ζούμε
Η μέρα των γενεθλίων του νεαρού δικηγόρου Αντώνη Σπετσιώτη ξεκινά με απανωτές αναποδιές από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και εξελίσσεται εντελώς απρόβλεπτα μέχρι το επόμενο ξημέρωμα.