Η παρεξηγημένη Μέριλιν Μονρό

Τη στιγμή που το "Blonde" συνεχίζει να βρίσκεται στη νο 1 θέση στην πλατφόρμα του Νέτφλιξ και να διχάζει παγκοσμίως κοινό και κριτικούς, κάνουμε μια ανασκόπηση στη ζωή της θρυλικής σταρ.

Gentlemen prefer blondes

Έχει χυθεί πολύ μελάνι για την ταραχώδη μα συναρπαστική ζωή της ηθοποιού Μέριλιν Μονρό. Και δικαίως, διότι υπήρξε μια γυναίκα ανεπανάληπτη, η οποία δεκαετίες μετά τον θάνατο της συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, όχι μόνο ανάμεσα στους θαυμαστές της. Η Μονρό είναι μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του 20ου αιώνα, μια γυναίκα που αποπνέει αβίαστα αισθησιασμό, με μια γοητεία ανεπιτήδευτη και μια ομορφιά απροσποίητη.

Σε έναν κόσμο προσκολλημένο σε μια επιμελώς κατασκευασμένη δημόσια εικόνα, η Μονρό ήταν και εκείνη υποχρεωμένη να υπηρετήσει τη δημόσια εικόνα της που ναι μεν την εξύψωσε και την καθιέρωσε στο Χολυγουντιανό πάνθεον αλλά ταυτοχρόνως την κράτησε δέσμια για όλη της τη ζωή. Δεν μπόρεσε ποτέ της να γλυτώσει από την πλαστή εικόνα που πρόβαλλε προς τα έξω και αυτός είναι ένας από τους λόγους που έχει σοβαρά παρερμηνευθεί. Και την υπηρέτησε τόσο καλά, που πια όλοι νομίζουν πως η γυναίκα που έβλεπαν στην οθόνη, η "dumb blonde", που ως επί το πλείστον υποδυόταν, ήταν η αληθινή Μέριλιν Μονρό. Είναι ενδεικτικό πως σήμερα, όποιον και να ρωτήσεις τι γνωρίζει για εκείνη, το πιθανότερο είναι να σου απαντήσει με τους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς με τους οποίους είχε ταυτιστεί. Λέξεις όπως "χαζή ξανθιά", "σεξοβόμβα" ή "σύμβολο του σεξ", "ερωμένη του Κένεντι" και άλλα σχετικά. Οι πιο παρατηρητικοί ίσως αναφέρουν ένα μέρος της καλλιτεχνικής κληρονομιάς της, για παράδειγμα τα ποπ αρτ έργα του θρυλικού Άντι Γουόρχολ ή κάποιον από τους ποιοτικότερους κινηματογραφικούς ρόλους της ("Οι Αταίριαστοι"). Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες αχνές πλευρές στην ιστορία αυτής της γυναίκας που, αν μη τι άλλο, παραμένουν κατάφωρα παραγνωρισμένες.

Διότι ξεχνάμε πως η Μονρό, κατά κόσμον Νόρμα Τζιν Μόρτενσον, είχε μία τρομερά τραγική προσωπική ιστορία. Δε γνώρισε ποτέ τον πατέρα της, την ώρα που η μητέρα της υπέφερε από βαριά ψυχική ασθένεια. Για τον λόγο αυτό, αναγκάστηκε να περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής ηλικίας της σε μια σειρά από ανάδοχα σπίτια, όπου συχνά έπεφτε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Όταν ήταν μόλις 16 ετών, με τη μητέρα της κλεισμένη σε ψυχιατρικό ίδρυμα, η Μέριλιν για να αποφύγει το ορφανοτροφείο αναγκάστηκε να παντρευτεί. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της σκοτεινής περιόδου που ανακάλυψε το πάθος της για την υποκριτική, εξαιτίας των ανάδοχων γονέων της που για να τη ξεφορτωθούν από το σπίτι την έστελναν στον κινηματογράφο. Όπως η ίδια περιέγραψε: "Καθόμουν όλη μέρα μέχρι αργά το βράδυ […] εκεί ψηλά μπροστά, με μια οθόνη τόσο μεγάλη, ένα μικρό παιδί όλο μόνο του, και το λάτρευα".

ana_de_armas_blonde1
Η Άνα ντε Άρμας στο "Blonde"

Ακόμα και στις πολύ αρχές, όπου η Μονρό εργαζόταν ως μοντέλο για περιοδικά και διαφημίσεις, η μεγάλη εργατικότητα και η αχόρταγη φιλοδοξία της ήταν κάτι που την χαρακτήριζε. Γρήγορα εξελίχθηκε ως το καλύτερο και πιο δραστήριο μοντέλο του πρακτορείου. Όταν υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο με το στούντιο – κολοσσό 20th Century Fox, απέκτησε και το καλλιτεχνικό όνομα με το οποίο έγινε παγκοσμίως διάσημη. Ταυτόχρονα, αυτή ήταν η εποχή στην οποία ήρθε αντιμέτωπη με το μέχρι πρόσφατα κραταιό σύστημα του casting couch (θυμηθείτε τον Χάρβι Γουάινστιν) και των ερωτικών ανταλλαγών με υπεύθυνους στούντιο, δημοσιογράφους κ.ο.κ., το οποίο θεωρούταν σχεδόν προαπαιτούμενο για μια γυναίκα ώστε να ελπίζει σε μια καριέρα.  Η Μονρό δεν ήταν μια συμβατική γυναίκα, μάλιστα με τη ματιά μιας σύγχρονης νεαρής γυναίκας υφιστάμενη σε έναν αφυπνισμένο μάλλον κόσμο που έχει απαυδήσει από τις φορτικές πιέσεις της πατριαρχίας και του σεξισμού, η Μονρό θα φανεί ως ο αντίποδας σε όλες τις αρχές και τις αξίες που προασπίζει. Η Μονρό πάτησε στιβαρά σε αυτό το σύστημα, δεν το αμφισβήτησε ευθέως αλλά απεναντίας το χρησιμοποίησε υπέρ της. Mε αυτόν τον τρόπο δημιούργησε ισχυρές διασυνδέσεις και κατάφερε να διεισδύσει στην κινηματογραφική βιομηχανία. Από ένα ασήμαντο pin-up μοντέλο αναδείχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες σταρ της δεκαετίας του ’50.

Η αρχή έγινε με μικρές εμφανίσεις σε εμπορικές επιτυχίες της περιόδου, όπως τα "Όλα για την Εύα" (Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, 1950), "Η Ζούγκλα της Ασφάλτου" (Τζον Χιούστον, 1950) και "Let’s Make It Legal" (Ρίτσαρντ Σέιλ, 1951). Την αύξηση της δημοτικότητάς της ενίσχυσε το ειδύλλιο της με τον σταρ του μπέιζμπολ Τζο Ντιμάτζιο, το οποίο σε συνδυασμό με τις εμφανίσεις της στη μεγάλη οθόνη οδήγησαν στο να θεωρηθεί "sex symbol", προσωνύμιο με το οποίο ταυτίστηκε για το υπόλοιπο της ζωής της. Ως προς το τελευταίο συνηγόρησαν τα σουξέ στα οποία πρωταγωνίστησε λίγο αργότερα, απογειώνοντας την καριέρα της. Συνήθως ρομαντικές κομεντί, όπως τα "Οι Άντρες Προτιμούν τις Ξανθιές" (Χάουαρντ Χοκς, 1953) και "Πώς να Παντρευτείτε έναν Εκατομμυριούχο" (Ζαν Νεγκουλέσκο, 1953). Έπειτα, οι συνεργασίες με τον Μπίλι Γουάιλντερ ("Μερικοί το Προτιμούν Καυτό", "7 Χρόνια Φαγούρα") είδαν τη Μονρό να περνά για πάντα στη συλλογική κινηματογραφική μνήμη, χάρη σε αμίμητες σκηνές ανθολογίας όπως εκείνη από το "7 Χρόνια Φαγούρα", όπου ένα αεράκι "ξεσηκώνει" το ολόλευκο φόρεμα της ηθοποιού (σκηνή που λέγεται ότι συνηγόρησε στο διαζύγιο με τον Ντιμάτζιο εξαιτίας της ακραίας ζήλειας του). Παράπλευρη "απώλεια", το γεγονός πως οι ρόλοι της στα παραπάνω φιλμ ήθελαν τη Μονρό να κρατά υποτιμητικούς για την ίδια ρόλους, με χαρακτήρες που ανακύκλωναν το στερεότυπο της "χαζής ξανθιάς".

Blonde
 Η Άνα ντε Άρμας στο "Blonde"

Παρά το γεγονός ότι είχε πια γίνει μία από τις μεγαλύτερες σταρ, τα στούντιο την αντιμετώπιζαν διαρκώς ως κατώτερη και αναξιόλογη. Η σεξιστική μεταχείριση τους αφορούσε πρακτικές όπως το να λαμβάνει χαμηλότερο μισθό σε σχέση με τους άντρες (σας θυμίζει κάτι;) και να μην έχει την ελευθερία να διαλέγει η ίδια τις ταινίες της. Οι δεσμεύσεις των συμβολαίων ακολουθούσαν τη Μονρό για πολλά χρόνια αναγκάζοντάς την να τυποποιηθεί ως τη "χαζή ξανθιά" που γέμιζε τις θέσεις στους κινηματογράφους και έκοβε πολλά εισιτήρια, χωρίς να της επιτρέπεται να διερευνήσει το υποκριτικό της ταλέντο. Γι’ αυτούς τους λόγους ήρθε αρκετές φορές σε διαμάχη με το στούντιο της Fox απαιτώντας μεγαλύτερη αμοιβή και μεγαλύτερο έλεγχο στην παραγωγή. Η Μονρό δεν αφέθηκε στη μοίρα της. Έλαβε δράση ιδρύοντας το δικό της στούντιο παραγωγής ("Marilyn Monroe Productions") και διεκδίκησε πιο δραματουργικά περίπλοκους ρόλους. Τότε, ο Τύπος σχολίασε εγκωμιαστικά την κίνησή της ως μια πράξη πραγματικής χειραφέτησης.

Παρόλα αυτά, στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας της η Μονρό ασφυκτιούσε σε ένα κινηματογραφικό σύστημα το οποίο ήθελε την ηθοποιό να επαναλαμβάνει τη σέξι παρουσία που ικανοποιεί τις φαντασιώσεις του αντρικού κοινού, κουνώντας τους γοφούς της ενώ κοιτά λάγνα την κάμερα. Ωστόσο, η ίδια από την αρχή της καριέρας της πάλεψε για να εντρυφήσει και να καλλιεργήσει τις υποκριτικές δυνατότητές της. Δεν είναι τυχαίο πως παρακολούθησε μαθήματα σε θεατρικές σχολές και σε ακαδημίες κινηματογράφου, μελέτησε τη μέθοδο του Λι Στράσμπεργκ, ο οποίος εξέλιξε την τεχνική της Μεθόδου που ανέπτυξε ο Στανισλάφσκι.

Η ακαδημαϊκός Sarah Churchwell που μελέτησε τα αφηγήματα γύρω από το προσωπείο της Μονρό, εύστοχα είπε:

"Ο μεγαλύτερος μύθος είναι ότι ήταν χαζή. Ο δεύτερος μεγαλύτερος είναι ότι ήταν εύθραυστη. Ο τρίτος ότι δεν ήταν καλή ηθοποιός. Ήταν πολύ μακριά από το να είναι χαζή - αν και δεν ήταν τυπικά μορφωμένη και ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη ως προς αυτό το θέμα. Αλλά ήταν πολύ έξυπνη πράγματι – και πολύ σκληρή. Έπρεπε να είναι και τα δύο αυτά πράγματα για να νικήσει το σύστημα των στούντιο του Χόλυγουντ τη δεκαετία του ‘50 […] Και η "χαζή ξανθιά" ήταν απλώς ένας ρόλος – ήταν ηθοποιός προς Θεού! Ήταν τόσο καλή ηθοποιός που κανείς τώρα δεν πιστεύει ότι ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που έπαιζε στην οθόνη".

Η Μονρό ξεγέλασε τον κόσμο με την περσόνα που ενσάρκωσε, με τους ρόλους που υποδύθηκε. Συμμορφώθηκε με μια εικόνα που κατασκευάστηκε για εκείνη, φτιαγμένη για να ικανοποιεί το ανδρικό βλέμμα. Δεν απέφευγε, όμως, διακριτικά να ειρωνεύεται την ιδέα που οι περισσότεροι είχαν για εκείνη. Στο "Οι άντρες προτιμούν τις ξανθιές" η Μονρό θα καταφέρει να εισχωρήσει ένα παιγνιώδες αυτοσχόλιο: "Μπορώ να είμαι έξυπνη όταν χρειάζεται, αλλά στους περισσότερους άντρες δεν αρέσει". Η αντίθετη όψη στο δυναμισμό της Μονρό, αφορά το τραύμα που έφερε σε όλη τη ζωή της. Υπήρξε βαθύτατα ανασφαλής. Ένας συνδυασμός από ιδιαίτερα χαμηλή αυτοεκτίμηση, τελειομανία και άγχος συνέβαλλε στο να αποκτήσει η Μονρό την κακή φήμη της "δύσκολης" ηθοποιού για συνεργασία. Υπάρχουν πολλές ιστορίες για τα προβλήματα που δημιουργούσε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, είτε με την επιμονή της να κάνουν πολλές λήψεις, ώστε να είναι σίγουρη ότι η κάθε σκηνή είναι τέλεια, είτε με τη διαρκή καθυστέρηση της (δεν έφτανε σχεδόν ποτέ στο σετ την ώρα της), είτε με την απαίτησή της να βρίσκεται διαρκώς παρούσα η δασκάλα της υποκριτικής της, κάτι που ενοχλούσε συχνά τους σκηνοθέτες.

Διαβάστε Επίσης

Οι ψυχολογικές της αστάθειες επέφεραν την εξάρτηση στις ουσίες. Ο τρίτος γάμος της με τον Άρθουρ Μίλερ υπήρξε η τελευταία ελπίδα για μια υγιή και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Μα δεν ήταν ποτέ προορισμένος να πετύχει. Το όνειρο της να αγαπηθεί αληθινά από έναν άντρα και να γίνει μητέρα δεν εκπληρώθηκε ποτέ (απέβαλε κατά τη διάρκεια του γάμου τους). Ο Μίλλερ την απογοήτευσε, δεν μπόρεσε να την αγαπήσει πραγματικά και η απόσταση μεταξύ τους μεγάλωσε παρά τον αρχικό ενθουσιασμό της σχέσης τους. Η υγεία της όλο και κατέρρεε. Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε στην απόρριψη, που την έζησε στο πετσί της από μικρή ηλικία, δεν είχε πια το σθένος να αντισταθεί. Οι ψυχικές δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει. Μια ζωή βουτηγμένη στα υπνωτικά χάπια, στη δυστυχία, στις ερωτικές αποτυχίες, στα παιδικά τραύματα, στη θύελλα της δημοσιότητας. Η Μονρό όλη της τη ζωή φορούσε το πιο διάσημο ακτινοβόλο χαμόγελο, κρυμμένο από πίσω του όμως βρισκόταν ένα βαθιά στεναχωρημένο κορίτσι.

Τη νύχτα της 4ης Αυγούστου 1962, σε ηλικία μόλις 36 ετών, το αστέρι της Μέριλιν Μονρό έσβησε υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Τόσο, μάλιστα, ώστε αυτό που αρχικά αναφέρθηκε ως "πιθανή αυτοκτονία", οδήγησε έπειτα σε μια σειρά από θεωρίες συνωμοσίας. Η ομιχλώδης υπόθεση του θανάτου της οδήγησε την αστυνομία να την ανοίξει ξανά το 1982, χωρίς όμως να ξεδιαλύνονται τα δεδομένα, με τις εικασίες γύρω από την αινιγματική απώλεια να συνεχίζονται μέχρι σήμερα (βλ. τη σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix "The Mystery of Marilyn Monroe: The Unheard Tapes").

Η Μονρό ήταν, πέρα από τη χλιδή και τη λάμψη της φήμης της, απλώς μια ευαίσθητη ψυχή που αγωνιούσε να βρει την αγάπη, μα τελικά απέτυχε. Ένα ορφανό ανεπιθύμητο κορίτσι που κατέληξε να γίνει η πιο περιζήτητη γυναίκα στον κόσμο. Μια τέτοια προσωπικότητα η οποία χάθηκε με έναν τρόπο τόσο ξαφνικό και τόσο μυστήριο, που μόνο στους αληθινούς θρύλους αναλογεί ένας τέτοιος θάνατος. Η Μονρό δεν θα μπορούσε να είχε γεράσει κανονικά, να είχε ζήσει μια ζωή φυσιολογική μέχρι τα βαθιά γεράματα, απόλυτα συντεταγμένη με τα κοινωνικά πρότυπα. Ένας τέτοιος άνθρωπος που έγειρε τόσα ερωτήματα και τάραξε τον κόσμο όπως καμία άλλη, δεν θα μπορούσε να έχει ένα τέλος συμβατικό. Στον θάνατό της προσδόθηκε μια μυθική διάσταση, κάτι που είναι σε πλήρη αντιστοιχία με το πνεύμα της Μονρό.

Είναι δύσκολο να διαβάζεις για μια γυναίκα σαν αυτήν και να μην θλίβεσαι από το βάρος της αδικίας που υπέστη. Σε μια εποχή φορτισμένη από το "Metoo" και το (μετά)φεμινιστικό κίνημα, δεν μπορείς να μην απογοητευτείς οικτρά από τη μεταχείριση που βίωσε. Το οξύμωρο είναι ότι μια σταρ τέτοιου βεληνεκούς απαξιώθηκε όσο καμία άλλη. Δεν αναγνωρίστηκε ποτέ η αξία και το ταλέντο της, η ευφυΐα και οι ικανότητές της, έλαμψε τόσο λαμπερά στον ουρανό του Χόλυγουντ, αλλά έσβησε απότομα, σε μια στιγμή.

Έχουν περάσει 60 χρόνια από τον θάνατό της Μονρό και ο κόσμος εξακολουθεί να μιλά και να συναρπάζεται με την ιστορία της, αυτή είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη για το αποτύπωμα που άφησε στον κόσμο. Δυστυχώς δεν γνώρισες ποτέ τη δικαιοσύνη που σου άξιζε Μέριλιν. Το "I wanna be loved by you" εισακούεται πλέον αργά ως έκκληση βοήθειας.

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Σινεμά

Επαγγελματίας Υπνοβάτης

Ενδιαφέρουσα ιδέα που μένει απλά υποσχόμενη, μιας και υλοποιείται με σεναριακή χοντροκοπιά, ερμηνευτική ανεπάρκεια και αφηγηματική προχειρότητα.

ΓΡΑΦΕΙ: ΧΡΗΣΤΟς ΜΗΤΣΗς
25/04/2024

Μην Ανοίγεις την Πόρτα

Η πρώτη ταινία των Unboxholics είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ με υποβλητική ατμόσφαιρα, αλλά ελάχιστο ψαχνό. Δραματικά ισχνό και σκηνοθετημένο μονότονα, κορυφώνεται χωρίς την παραμικρή έκπληξη.

Οι Αντίπαλοι

Σεναριακό υπόδειγμα αθλητικού (μελο)δράματος πάνω στις απρόβλεπτες διαδρομές των ανθρώπινων επιθυμιών. "Χορογραφημένο" με ερωτική ένταση και σκηνοθετημένο με φλασάτη, βιντεοκλιπίστικη αυταρέσκεια.

Ζωντανό Πνεύμα

Δύο κόσμοι και τρεις γενιές συγκρούονται σε ένα δράμα ενηλικίωσης με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, κωμωδίας και θρίλερ, το οποίο, όμως, ασθμαίνει για να βρει την ιδανική ισορροπία.

Ο Τελευταίος Ήρωας

Κουστουριτσική, ξέφρενη και βιτριολική σάτιρα, η οποία βγαίνει απ’ τα νερά της όταν προσπαθεί, αδίκως, να σοβαρευτεί και να περάσει "μηνύματα".

Σούπερ Μάγκι

Σίκουελ ενός διεκπεραιωτικά στημένου αυστραλέζικου animation, το οποίο καταγγέλλει απλοϊκά τους κινδύνους της υπνωτιστικά γοητευτικής νέας εικονικής πραγματικότητας.

Ο Μύλος και ο Σταυρός

Με κάδρα που παραπέμπουν σε πίνακες της φλαμανδικής και της ολλανδικής σχολής, ο Μαγιέφσκι στήνει μια οπτικά μεγαλοπρεπή αλληγορία πάνω στην τέχνη, την αληθινή ζωή και την ανθρώπινη μισαλλοδοξία.