Ριζοσπάστης, πρωτοποριακός, αυτάρεσκος, υπερφίαλος, επιτηδευμένος, οραματιστής. Σε όποια πλευρά της ιστορίας του Ζαν-Λικ Γκοντάρ κι αν βρίσκεστε, δε χωρά αμφιβολία πως ο σκηνοθέτης που πέθανε σε ηλικία 91 ετών υπήρξε όλη του τη ζωή συνώνυμος με την κινούμενη εικόνα, αλλάζοντας εντελώς τον τρόπο που προσλαμβάνουμε το σινεμά.
Γεννηθείς το 1930 στο Παρίσι, ο γαλλικής και ελβετικής υπηκοότητας δημιουργός δεν είχε εξαρχής γοητευθεί από τον κινηματογράφο. Σε αυτόν τον ώθησαν μεταπολεμικά τα γραπτά του Αντρέ Μαλρό ("Outline of a Psychology of Cinema", "La Revue du Cinéma") και στη συνέχεια η ανάμιξή του με σινεφίλ που σύχναζαν στα cine-club της περιόδου, όπως η ιστορική παριζιάνικη Γαλλική Ταινιοθήκη του Ανρί Λανγκλουά. Εκεί ο Γκοντάρ συναναστράφηκε ανθρώπους όπως οι Φρανσουά Τριφό, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ και Κλοντ Σαμπρόλ, με τους οποίους μετέπειτα θα σμίλευαν το ρεύμα της νουβέλ βαγκ. Προηγήθηκε, όμως, η ενασχόλησή τους με την κινηματογραφική κριτική, μέσω της ίδρυσης του θρυλικού και ακόμη εν ενεργεία περιοδικού Cahiers du Cinéma το 1951. Τότε, ο Γκοντάρ ανέπτυξε τις πρώτες ρηξικέλευθες θεωρίες του γύρω από το σινεμά, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας όταν και ξεκίνησε τη μετάβαση προς τη σκηνοθεσία.
Το 1960 ήρθε το ντεμπούτο που άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Όπως γράφουμε στην κριτική για το αριστουργηματικό "Με Κομμένη την Ανάσα": "Αφήνοντας πίσω του τη μυθιστορηματική, κλασική αφήγηση που "καταδυνάστευε" ως τότε το σελιλόιντ, ο Γκοντάρ μεταμορφώνει μια απλή σεναριακή ιδέα στην ταινία-σύμβολο της νουβέλ βαγκ, σε ένα ρομαντικό και αναρχικό κινηματογραφικό ποίημα, το τολμηρότερο (κι ίσως το μελωδικότερο) του 20ού αιώνα. Από τα ρακόρ των πλάνων ως τη χρήση της ηχητικής μπάντας, τους φωτισμούς και τη διηγηματική λογική (τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και ανάλυσης χαρακτήρων), τίποτα δεν θα είναι το ίδιο πια για τις ιστορίες που θα μας αφηγηθεί η μεγάλη οθόνη". Ακολούθησε ένα σερί ταινιών – σταθμών ("Ζούσε τη Ζωή της", "Περιφρόνηση", "Ο Τρελός Πιερό") οι οποίες καθιέρωσαν τον Γκοντάρ ως έναν εκ των κορυφαίων της εποχής του και όχι μόνο, επηρεάζοντας έως σήμερα πολυάριθμους σκηνοθέτες.
Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ο auteur κλείστηκε στον εαυτό του και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο εγκεφαλικά πειραματικό σινεμά, το οποίο όμως δε στερήθηκε φωτεινών εκλάμψεων ("Numéro Deux", "Ο Σώζον Ευατόν Σωθήτω", "Χαίρε Μαρία"), ακόμα και στην τελευταία πλούσια σε ενδιαφέρον και τόλμη περίοδό του ("Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα", "Το Βιβλίο της Εικόνας"). Αποδείξεις πως ο Γκοντάρ παρέμεινε μέχρι τέλους ανήσυχος, αταξινόμητος και αληθινός εικονοκλάστης.
Διαβάστε εδώ πώς ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ άλλαξε τον κινηματογράφο.