Για να καταλάβουμε πόσο διαφορετική είναι η κατάσταση σε σχέση με ένα χρόνο πριν, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους περσινούς νικητές σε Βενετία και Τορόντο. Στη Μόστρα θριαμβευτής αναδείχθηκε το «Τζόκερ» (Τοντ Φίλιπς) και στον Καναδά το μεγάλο βραβείο απονεμήθηκε στο «Τζότζο» (Τάικα Γουαϊτίτι), αμφότερα φιλμ με πρωτοκλασάτους σταρ και οσκαρική φόρα, κάτι που επιβεβαιώθηκε στην τελετή της αμερικανικής Ακαδημίας (δύο και ένα χρυσά αγαλματίδια, αντίστοιχα). Φέτος, όμως, τα ιστορικά φεστιβάλ δεν είχαν μπροστά τους το στοίχημα ενός λαμπερού προγράμματος, αλλά εκείνο μιας ασφαλούς διοργάνωσης. Από τη στιγμή, μάλιστα, που το Φεστιβάλ Κανών έλαβε την πρωτοφανή απόφαση της ακύρωσης και η πανδημία το καλοκαίρι συνέχιζε να δείχνει τα δόντια της στον πλανήτη, οποιαδήποτε φεστιβαλική πρωτοβουλία συνεπαγόταν την ανάληψη μιας τρομερής ευθύνης. Και η Μόστρα αποφάσισε να το τολμήσει.
Παράδειγμα προς μίμηση
Λιγότεροι ανταποκριτές, καλεσμένοι και διάσημοι σταρ, αυστηρά υγειονομικά μέτρα, αλλά ευφορική ατμόσφαιρα χαρακτήρισαν το Φεστιβάλ Βενετίας, το πρώτο που διεξήχθη στον φυσικό χώρο του εν μέσω της πανδημίας. Διπλά τεστ κορονοϊού, συχνές θερμομετρήσεις, καθολική χρήση μάσκας (ναι, ακόμα και στα photocall) και αποστάσεις εντός και εκτός αιθουσών, ήταν μεταξύ των κανονισμών που τηρήθηκαν κατά γράμμα από όλους τους παρευρισκόμενους. Απόδειξη το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Μπιενάλε Ρομπέρτο Τσικούτο, στις ιχνηλατήσεις που διαδέχθηκαν το φεστιβάλ κανένα κρούσμα δεν συνδέθηκε με τη Μόστρα.
Κι αν την ίδια στιγμή έλειπαν οι σταρ, χολιγουντιανό αέρα έφεραν στο Λίντο οι Κέιτ Μπλάνσετ και Τίλντα Σούιντον. Η πρώτη ως διευθύντρια της κριτικής επιτροπής και η δεύτερη ως πρωταγωνίστρια της μικρού μήκους «Human Voice» του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Το «παρών» έδωσαν επίσης οι διευθυντές έτερων σημαντικών φεστιβάλ, όπως ο Τιερί Φρεμό (Κάνες) και το δίδυμο Μαριέτε Ρίζενεμπεκ και Κάρλο Σατριάν (Βερολίνο), σε μια κίνηση αλληλεγγύης μεταξύ των θεσμών. Οι τελευταίοι μάλιστα αποκάλεσαν το επίπεδο οργάνωσης της Μόστρα «αψεγάδιαστο» και «σημαντική πηγή έμπνευσης». Η επιλογή των λέξεων δεν είναι καθόλου τυχαία, μιας και όλοι οι φεστιβαλικοί διευθυντές του κόσμου είναι πολύ πιθανό να μιμηθούν το ιταλικό μοντέλο.
Τώρα, ως προς το πρόγραμμα καθαυτό και τους νικητές, η απουσία μεγάλων στουντιακών τίτλων αναπόφευκτα έστρεψε την προσοχή σε δημιουργούς οι οποίοι υπό άλλες συνθήκες ίσως να μη βρίσκονταν στο προσκήνιο. Το θετικό αυτής της αλλαγής ήταν ότι εξαιρετικοί σκηνοθέτες όπως η Κλόι Ζάο («Καλπάζοντας με το Όνειρο») βρήκαν την ιδανική ευκαιρία όχι απλώς να λάμψουν, αλλά να γράψουν ιστορία. Η Κινέζα απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα για το «Nomadland», με πρωταγωνίστρια τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, κι έγινε η μόλις πέμπτη γυναίκα στην οποία απονέμεται το βραβείο και η δεύτερη την τελευταία δεκαετία, μετά τη Σοφία Κόπολα («Somewhere»).
Λίγες μέρες μετά η Ζάο θα κατακτούσε ακόμα μία κορυφή, καθώς το «Nomadland» θα κέρδιζε επίσης το βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ του Τορόντο, για να γίνει έτσι η πρώτη ταινία στην ιστορία που κατακτά τις ύψιστες διακρίσεις και των δύο διοργανώσεων. Κι αν ισχύσει η «παράδοση» του καναδέζικου θεσμού, που θέλει όλους τους νικητές των τελευταίων οκτώ ετών να περιλαμβάνονται στις υποψηφιότητες για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, το «Nomadland» έχει όλες τις πιθανότητες με το μέρος του.
Αλλά ας μην προτρέχουμε, γιατί στο Λίντο υπήρχαν κι άλλοι δημιουργοί που ξεχώρισαν. Όπως ο δοκιμασμένος Μεξικανός Μισέλ Φράνκο («Μετά τη Λουτσία»), ο οποίος τιμήθηκε με τον Αργυρό Λέοντα - Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής για το «Nuevo Orden». Ίσως όμως η πιο ενθουσιασμένη εκ των νικητών μετά τη Ζάο να ήταν η Βανέσα Κίρμπι, η οποία με δύο συμμετοχές στο διαγωνιστικό τμήμα είδε τελικά να βραβεύεται για την ερμηνεία της στο μεγαλεπήβολο «Pieces of a Woman». Η πρωταγωνίστρια της ταινίας του Κορνέλ Μουντρούτσο («Λευκός Θεός»), με τη νίκη της μπήκε στην κουβέντα περί οσκαρικών φαβορί, η οποία φούντωσε για τα καλά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Επόμενη στάση: οσκαρικές προβλέψεις
Την παράδοση που θέλει το Τορόντο ρυθμιστή των τάσεων που θα επικρατήσουν τη χειμερινή περίοδο των βραβείων επιδίωξε να διατηρήσει ο ανερχόμενος φεστιβαλικός θεσμός, παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμά του αποτελούνταν από 50 τίτλους, έναντι 333 που μετρούσε πέρσι. Ως ένα βαθμό τα κατάφερε, αν κρίνουμε από το έντονο σούσουρο που περιέβαλλε αρκετές από τις πρεμιέρες του φεστιβάλ. Εκτός από το «Nomadland», δεν ήταν λίγοι εκείνοι που παραμίλησαν με την ερμηνευτική συνύπαρξη των Κέιτ Γούινσλετ και Σέρσια Ρόναν στο ρομαντικό δράμα «Αμμωνίτης» του έμπειρου σε queer ρομάντζα Φράνσις Λι («Του Θεού η Χώρα»). Η υπόθεση τοποθετείται στην Αγγλία του 19ου αιώνα, όπου μια παλαιοντολόγος (Γουίνσλετ) αναλαμβάνει απρόθυμα να διδάξει την τέχνη της σε μια πλούσια νεαρή γυναίκα (Ρόναν), ωστόσο η συναναστροφή τους θα πυροδοτήσει μια έντονη ερωτική έλξη.
Παράλληλα, έπαινοι συνόδευσαν το ντεμπούτο της οσκαρικής Ρετζίνα Κινγκ, η οποία περνά για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα με το «One Night in Miami» (πρώτη επιλαχούσα στο βραβείο κοινού). Η παραγωγής Amazon ταινία, βασισμένη στο ομότιτλο θεατρικό του Κεμπ Πάουερς, εμπνέεται από πραγματικό γεγονός της 25ης Φεβρουαρίου 1964, της βραδιάς δηλαδή που πέρασαν μαζί οι Αφροαμερικανοί θρύλοι Μοχάμεντ Αλί, Μάλκολμ Χ, Σαμ Κουκ και ο παίκτης αμερικανικού ποδοσφαίρου Τζιμ Μπράουν, λίγες ώρες αφού ο Αλί ανακηρύχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής. Το να πούμε ότι η ταινία έρχεται σε μια επίκαιρη στιγμή για τις ΗΠΑ, είναι πραγματικά λίγο. Αναπάντεχα ξεχώρισε, τέλος, η ερμηνεία του Μαρκ Γουόλμπεργκ στο «Good Joe Bell» (Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν), σε σενάριο των οσκαρικών Λάρι ΜακΜάρτι και Νταϊάνα Οσάνα («Το Μυστικό του Brokeback Mountain»), η οποία έχει βάσιμες πιθανότητες να φέρει στον ηθοποιό μια τρίτη υποψηφιότητα για χρυσό αγαλματίδιο.
Οι ελληνικές παρουσίες
Τέλος, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τη συμμετοχή δύο ελληνικών ταινιών σε Βενετία και Τορόντο. Το υποβλητικό «Μήλα» του Χρήστου Νίκου έγινε το πρώτο ελληνικό φιλμ που ανοίγει το διεθνές διαγωνιστικό τμήμα Ορίζοντες στη Μόστρα και, παρότι δεν βραβεύτηκε, απέσπασε επαίνους από πολλά σημαντικά μέσα του εξωτερικού. Δικαίως θα λέγαμε, αφού ο Νίκου σκαρφίζεται ένα πρωτότυπο και βαθιά ενδοσκοπικό φιλμ που «πατά» στην υπέροχη ερμηνεία του Άρη Σερβετάλη. Εν πολλοίς θετική ήταν και η υποδοχή του «Monday» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου («Suntan») στο Τορόντο. Το γυρισμένο σε Αθήνα και Αντίπαρο ρομαντικό δράμα, με πρωταγωνιστές τους Σεμπάστιαν Σταν και Ντενίζ Γκαφ, μπορεί να μην έκανε πρεμιέρα στην Τραϊμπέκα –που λόγω πανδημίας πραγματοποιήθηκε εν μέρει ψηφιακά–, αλλά ξεχώρισε στο πλαίσιο του τμήματος Industry Selects, αυξάνοντας έτσι την ανυπομονησία μας για την πολυαναμενόμενη ελληνική πρεμιέρα της.