Σαν άτυπο reunion σκηνοθετών, παραγωγών και λοιπών επαγγελματιών του ελληνικού σινεμά, το Φεστιβάλ της Δράμας (15-21/9) κηρύσσει την έναρξη της φεστιβαλικής σεζόν φωτίζοντας με τους προβολείς του τους δημιουργούς που πραγματοποιούν τα πρώτα τους κινηματογραφικά βήματα ή εντρυφούν περισσότερο στη φόρμα μιας μικρού μήκους.
Με 60 ταινίες αυτήν τη φορά στο εθνικό διαγωνιστικό τμήμα, έξι λιγότερες σε σχέση με πέρσι, είναι αυτονόητο πως ο αριθμος παραμένει υψηλός και υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Ωστόσο, έπειτα έναν πρώτο γύρο μαραθώνιων προβολών στη θαλπωρή του ιστορικού κινηματογράφου Ολύμπια, είναι προφανές πως φέτος είναι αρκετές οι ταινίες που κλέβουν τις εντυπώσεις με τις αφηγηματικές και αισθητικές επιλογές τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μικρού μήκους «Καρτ Ποστάλ από το Τέλος του Κόσμου» του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου. Το μεταμοντέρνο ρέκβιεμ μιας σχέσης, με υλικά το έξυπνο σαρδόνιο χιούμορ και την υποβλητική ατμόσφαιρα ενός δυστοπικού εφιάλτη, η ταινία του Αντωνόπουλου θέτει απλά ερωτήματα με αφορμή ένα υπερβατικό γεγονός. Οι πρωταγωνιστές, ένα παντρεμένο ζευγάρι με δύο παιδιά που βρίσκεται σε συναισθηματικό τέλμα, έρχονται αντιμέτωποι με τη συντέλεια κι έτσι αποκλείονται σε νησί χωρίς πρόσβαση σε πλοίο. Ο Αντωνόπουλος βρίσκει τις ιδανικές αφηγηματικές ισορροπίες, χειρίζεται με άνεση τις εναλλαγές στο ύφος και εν τέλει πείθει για τις προθέσεις του. Αναζητά ένα χαμένο ρομαντισμό, αναγκαίο όχι μόνο στους ήρωες της ταινίας, αλλά σε όσους βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα μάταιο κυνισμό. Πάντως, η υπόθεση της ταινίας δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, αν θυμηθούμε τι συνέβη πρόσφατα σε δεκάδες τουρίστες στη Σαμοθράκη...
Από μια δυστοπική φαντασίωση μεταφερόμαστε στον τραχύ και αληθινό κόσμο ενός «Μάγκα». Η ταινία του Αλέξανδρου Κακανιάρη έχει ήρωα έναν αξιαγάπητο πιτσιρικά Ρομά, ο οποίος ξέρει ότι είναι ο πιο σκληρός μάγκας της γειτονιάς του και δε δειλιάζει όταν χρειαστεί να το αποδείξει. Μια αβίαστη γλυκύτητα σε μια συνολικά feelgood προσέγγιση, πλάνα γύρω από μια αφιλόξενη βιομηχανική ζώνη που καψαλίζουν και ο μικρός πρωταγωνιστής που σπάει καρδιές με την αθώα ματιά του, δημιουργούν ένα κόσμο ζεστής νοσταλγίας. Από εκείνον όμως βγαίνουμε απότομα, τη στιγμή που ο Κακανιάρης δίνει ένα αφηγηματικά εύκολο τέλος, αδικώντας τη συμπαγή πλοκή της ταινίας του που κρύβει συνεχώς μικρές εκπλήξεις, δίνοντάς της έναν αχρείαστο διδακτικό τόνο.
Ευτυχώς οι διαθέσεις σοβαροφάνειας απουσιάζουν πλήρως στο «Ρουζ» του Κωστή Θεοδοσόπουλου, το οποίο χωρίς μεγαλοστομίες τίθεται κριτικά απέναντι σε μια δύσβατη προβληματική πιάνοντας ταυτόχρονα το κλίμα της εποχής, αν όχι και μιας γενιάς. Με μια τριάδα ηθοποιών πρώτης γραμμής στους βασικούς ρόλους, οι Σοφία Κόκκαλη, Ρομάνα Λόμπατς και Σίσσυ Τουμάση ενσαρκώνουν τρεις φίλες οι οποίες θα έρθουν σε ρήξη όταν μία από αυτές αντιδράσει υπερβολικά(;) θέλοντας να προστατέψει την παρέα της. Οι ηρωίδες είναι πολιτικοποιημένες αλλά όχι αρκετά, είναι ανεξάρτητες αλλά έχουν ανάγκη τη στοργή των γονιών, είναι θαρραλέες αλλά δεν περνούν τα όρια. Έτσι ο Θεοδοσόπουλος φωτογραφίζει μια φουρνιά ανθρώπων που ζει σε ενδιάμεσα, που ξέρει τι θέλει αλλά δεν μπορεί να το αποκτήσει και έχει εσωτερικεύσει μια ενοχικότητα που οφείλεται σε κοινωνικές και μη επιταγές περασμένων εποχών. Το «Ρουζ» καρδιοχτυπά δυνατά όσο και αυτοσαρκάζεται με καίρια τοποθετημένες ατάκες που προσφέρουν απροσδόκητο χιούμορ, το οποίο αναδύει την ειλικρίνεια του φιλμ και ένα αφτιασίδωτο coolness. Ακόμα, η ταινία αποζημιώνει για τις ανεπαίσθητες αφηγηματικές αδυναμίες της με μια μελαγχολική και απόλυτα ταιριαστή κατακλείδα, που υπογραμμίζει πως πια οι παρέες είναι η οικογένειά μας.
Τέλος, υποβλητική ήταν η αισθητική συνέπεια και η αφηγηματική δεινότητα στην ταινία «Άννα και Φαίδρα» της Ελίνας Πάνικ. Αν και ανά στιγμές παρασυρμένη από το στιλιζάρισμά της, η Πάνικ κατασκευάζει ένα εγκεφαλικό φιλμ με διακριτικούς συμβολισμούς και συναισθηματικό βάθος, μέσα από τη σχέση μιας τυφλής γυναίκας και της ηθοποιού που την επισκέπτεται για να την παρατηρήσει με αφορμή την προετοιμασία ενός ρόλου. Η αίσθηση της μοναξιάς γεμίζει το κάθε κάδρο, όπως και η ανάγκη για επαφή και επικοινωνία δύο ανθρώπων που έχουν συνηθίζει να τις κοιτάζουν, για διαφορετικούς λόγους, αλλά κανείς να μην τις μαθαίνει πραγματικά. Ένα πλούσιο φιλμ που αφήνει υποσχέσεις για την εξέλιξη της δημιουργού του.