Ο Γάλλος σκηνοθέτης της «Αμελί» ταξιδεύει ως την άλλη άκρη του Ατλαντικού και την αγροτική Μοντάνα, διασκευάζει ένα ευφάνταστο εφηβικό μπεστ σέλερ και εξηγεί στον Χρήστο Μήτση τα πάντα για τον «Απρόβλεπτο Κύριο Σπίβετ», το καινούργιο road movie του το οποίο τον έκανε να ερωτευτεί τις τρισδιάστατες εικόνες.
Τι ήταν αυτό το οποίο σας δελέασε και επιστρέψατε 17 χρόνια μετά το «Άλιεν: Η Αναγέννηση» στις ΗΠΑ για μια αγγλόφωνη ταινία;
Ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων. Πρώτα απ’ όλα ήταν η αγάπη μου για το βιβλίο του Ρέιφ Λάρσεν, το οποίο είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Το θέμα του και η εξέλιξή του είναι άμεσα δεμένα με την Αμερική και τις μεσοδυτικές πολιτείες, κάτι που επέβαλε και την αγγλική γλώσσα. Κατόπιν οι ομοιότητες της ιστορίας του ανήλικου εφευρέτη Σπίβετ με τη δική μου είναι εντυπωσιακές. Κι εγώ κέρδισα μικρός ένα διαγωνισμό σχεδίου, ταξίδεψα μόνος μου για να παραλάβω το βραβείο, ενώ έπρεπε να αντιμετωπίσω τους δημοσιογράφους, οι οποίοι μου είχαν φανεί τότε επιθετικοί και απειλητικοί. Τέλος, αν και ταινία έντονων συναισθημάτων όπως όλες οι προηγούμενές μου, ο «Απρόβλεπτος Κύριος Σπίβετ» είναι κάτι τελείως διαφορετικό κινηματογραφικά απ’ όσα έχω κάνει ως τώρα.
Είναι και η πρώτη σας τρισδιάστατη ταινία…
Ήταν μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Το 3D απαιτεί πολύ μεγαλύτερη προετοιμασία και πολύ περισσότερο χρόνο για post production. Το ότι η κάμερα είναι πολύ βαριά δεν σου επιτρέπει πειραματισμούς κατά το γύρισμα, στη διάρκεια του οποίου πρέπει να είναι όλοι ιδιαίτερα πειθαρχημένοι. Μετά τα γυρίσματα, ανακαλύπτεις τόσες πολλές λεπτομέρειες που πρέπει να διορθωθούν –οι αντανακλάσεις στα τζάμια για παράδειγμα– και καταναλώνεις πολύτιμο χρόνο.
Παρ’ όλα αυτά, αν μπορούσα θα γύριζα όλες τις ταινίες μου τρισδιάστατες. Το αποτέλεσμα είναι μαγευτικό, αν φυσικά κάνεις σωστή δουλειά. Γιατί πολλές χολιγουντιανές παραγωγές είναι covered 3D (η «τρίτη διάσταση» προστίθεται εκ των υστέρων) και όχι γυρισμένες τρισδιάστατα, κάτι που υποβαθμίζει την ποιότητα, φτηναίνει το αποτέλεσμα και δίνει στο θεατή την αίσθηση της αρπαχτής.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αξιοποιήσατε όλες τις δυνατότητες της τρισδιάστατης εικόνας σε μια ταινία που δεν είναι φαντασμαγορική περιπέτεια.
Σκέφτηκα πως θα ήταν πιο προκλητικό και πιο ενδιαφέρον αυτό το στοίχημα. Την πρώτη ιδέα μου την έδωσε το ίδιο το βιβλίο του Λάρσεν, το οποίο έχει στο περιθώριο του κειμένου σχέδια που σου δίνουν την αίσθηση πως «βγαίνουν» από τις σελίδες, πως είναι ζωντανά και κινούμενα.
Θα μπορούσατε να γυρίσετε μια ταινία χωρίς το φανταστικό ή παραμυθένιο στοιχείο, με έντονη ρεαλιστική διάθεση; Ή πιστεύετε ότι οι κινηματογραφικές ιστορίες πρέπει να είναι θεαματικές και bigger than life;
Το σινεμά δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ένα μόνο πράγμα. Απλώς εγώ δεν συμπαθώ ιδιαίτερα τον ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό, γιατί τον βλέπω σαν κόπια της πραγματικότητας. Η σκοτεινή αίθουσα είναι, για μένα τουλάχιστον, άμεσα συνδεδεμένη με το όνειρο, την απόδραση από την καθημερινότητα, το θέαμα. Οπότε φαντάζομαι πως πάντα θα με συναρπάζουν όχι απαραίτητα bigger than life ιστορίες –η «Αμελί» δεν είναι άλλωστε κάτι τέτοιο– αλλά αφηγήσεις που ξεφεύγουν από την πεζή πραγματικότητά μας και γίνονται τρισδιάστατη φαντασία.
Σ’ αυτό το ύφος κινούνται άρα και οι αγαπημένες σας ταινίες; Ποιο είναι άραγε το ύφος του «8½» ή του «Μπάρι Λίντον»; Μοιάζουν αυτά τα δυο φιλμ μεταξύ τους; Όπως όλος ο κόσμος φαντάζομαι, έτσι κι εγώ αγαπώ ταινίες διαφορετικού στιλ και είδους. Μ’ αρέσει πολύ ο Κουροσάβα, ο Λεόνε, ο Κιούμπρικ, ο Τιμ Μπάρτον και φυσικά ο Χίτσκοκ. Ο οποίος έκανε ταινίες «που δεν ήταν φέτες ζωής, αλλά φέτες γλυκού»…
Νιώθετε κάποιες φορές την επιτυχία της «Αμελί» σαν βάρος; Σαν κάτι που, ως σημείο αναφοράς, σας γυρίζει διαρκώς στο παρελθόν;
Κάθε άλλο. Δεν αισθάνομαι πως η «Αμελί» με καταδυναστεύει, αντίθετα νιώθω πολύ περήφανος γι’ αυτήν. Είναι η προσωπική ταινία ενός δημιουργού η οποία άγγιξε τόσο πλατύ κοινό, αγαπήθηκε, επηρέασε συναδέλφους. Τι άλλο να ζητήσει ένας σκηνοθέτης; Θα ήταν αχαριστία να τα θεωρεί όλα αυτά βάρος…
Περισσότερες πληροφορίες
Ο Απρόβλεπτος Κος Σπίβετ
Ένας δεκάχρονος εφευρέτης εγκαταλείπει το ράντσο της οικογένειάς του στη Μοντάνα και ξεκινά ένα ταξίδι με το τρένο ως την Ουάσιγκτον για να παραλάβει ένα επιστημονικό βραβείο.