Μετά την πρεμιέρα του πολυαναμενόμενου «The Grandmaster» στο Βερολίνο,
ο κορυφαίος κινηματογραφικός στιλίστας μιλάει στον Χρήστο Μήτση για την πολυετή περιπέτεια των γυρισμάτων και το δικό του αποκαλυπτικό ταξίδι στον κόσμο των σύγχρονων πολεμικών τεχνών.
Ποιά είναι η σχέση σας με το κουνγκ φου;
Όπως όλοι ξέρουμε πια, δεν πρόκειται για μια απλή πολεμική τέχνη, αλλά για μια ολόκληρη φιλοσοφία. Για μένα είναι ένας κόσμος γοητευτικός, ο οποίος κρύβει πολλά πολύτιμα μυστικά. Σε μια σκηνή της ταινίας ένα παιδί παρακολουθεί μια μάχη κουνγκ φου και αυτό το παιδί μπορεί να είμαι εγώ. Όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μας δεν μας άφηναν να μάθουμε πολεμικές τέχνες, ήταν κάτι το επικίνδυνο. Δεν θεωρούνταν σπορ όπως σήμερα. Το έβλεπα λοιπόν σαν κάτι μαγικό, αλλά και απειλητικό ταυτόχρονα.
Γιατί η διαδικασία ολοκλήρωσης της ταινίας κράτησε τόσο πολύ;
Οι ταινίες είναι όπως οι ερωτικές σχέσεις. Η καθεμία θέλει το δικό της χρόνο. Το «The Grandmaster» το έβαλα μπροστά αμέσως μετά το «2046». Δύο χρόνια κράτησαν οι έρευνες για την ιστορία του Ιπ Μαν, ψάξιμο σε αρχεία, φωτογραφίες, άρθρα, οπτικό υλικό… Οι πραγματικοί grandmasters δεν υπάρχουν πια, δεν μπορείς να τους δεις από κοντά. Πρέπει να ψάξεις πολύ για να τους καταλάβεις, να μη μείνεις στην επιφάνεια των πραγμάτων και να δεις πίσω από την εντυπωσιακή τεχνική τους. Πήγαμε στα μέρη που μεγάλωσε ο Ιπ Μαν, είδαμε τη γειτονιά του, μιλήσαμε με ανθρώπους… Επιπλέον δεν είναι καθόλου απλό να καταλάβεις τη διαφορά ανάμεσα σε τόσες πολλές σχολές του κουνγκ φου. Παράλληλα γινόταν και η εκπαίδευση των ηθοποιών, που ήταν χρονοβόρα κι επίμονη. Όταν ήμασταν έτοιμοι αρχίσαμε τα γυρίσματα, τα οποία κράτησαν τρία χρόνια. Σχεδόν όλα νυχτερινά, σε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο στη Νότια Κίνα. Με δύο συνεργεία, ένα για τα close ups και την πρόζα και το άλλο για τις σκηνές μάχης, οι οποίες έχουν πολλά εφέ και αργή κίνηση. Ήταν μια μεγάλη περιπέτεια, που άξιζε απόλυτα τον κόπο. Και αυτά τα 8 χρόνια, γιατί και το post production ήταν απαιτητικό, δεν τα θεωρώ χαμένα. Αν χρειάζονταν κι άλλα, θα τα «σπαταλούσα» ευχαρίστως.
Πότε νιώσατε ότι τελικά ένα τόσο μακρύ ταξίδι έφτασε στο τέλος; Πώς ολοκληρώθηκε πραγματικά η ταινία;
Πράγματι, όταν αφοσιωθείς ολοκληρωτικά σε κάτι, χρειάζεσαι μια αφορμή για να σου υπενθυμίσει ότι όλα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος. Πως έξω από το πλατό η ζωή συνεχίζεται. Σε μένα συνέβη όταν κάποια στιγμή παρήγγειλα φιλμ στη Fuji και μου απάντησαν πως αυτή θα ήταν η τελευταία φορά. Το εργοστάσιο θα έκλεινε, φιλμ δεν θα ξανάβρισκα, οπότε συνειδητοποίησα πως η ταινία έπρεπε να τελειώσει. Μαζί της τέλειωνε και μια εποχή. Το τελευταίο γύρισμα κράτησε 90 συνεχείς ώρες, με τα δύο συνεργεία να δουλεύουν παράλληλα.
Ξεκινήσατε πράγματι να γυρίζετε την ταινία σε 3D;
Τους πρώτους δύο μήνες δουλέψαμε με τρισδιάστατες κάμερες, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι το 3D αλλάζει την οπτική σου απέναντι στην ταινία. Δεν εννοώ μόνο στο βάθος της εικόνας, αλλά ολόκληρο το στήσιμο και την εικαστική της διάσταση. Ήταν κάτι που δεν είχα τον κατάλληλο χρόνο για να το επεξεργαστώ και να το αναλύσω, οπότε το εγκατέλειψα.
Υπάρχουν πολλές πληροφορίες και λεπτομέρειες γύρω από το κουνγκ φου στην ταινία. Πιστεύετε ότι μπορούν να δυσκολέψουν το κοινό να παρακολουθήσει την πλοκή;
Θα είναι κάτι πολύ χρήσιμο να πληροφορηθεί το κοινό κάποια πράγματα γύρω από τον κόσμο των πολεμικών τεχνών, αλλά η ταινία αφορά στην πραγματικότητα πιο περίπλοκες ιδέες, όπως αυτές της τιμής, της αξιοπρέπειας, της προσωπικής ηθικής… Αλλά και για την ίδια τη φιλοσοφία του κουνγκ φου προσπαθώ να μη δίνω ξεκάθαρες απαντήσεις. Η δουλειά μας ως κινηματογραφιστών είναι –νομίζω– να θέτουμε τα ερωτήματα, να ανοίγουμε ένα παράθυρο και να προσκαλούμε το κοινό να δει από εκεί μέσα τον κόσμο. Όπως έλεγε και ο Μπρους Λι, δεν μπορείς να προκαλέσεις τον άνεμο, μπορείς όμως να αφήσεις ένα παράθυρο ανοιχτό.
Ποια η γνώμη σας για τον Μπρους Λι, του οποίου ο Ιπ Μαν ήταν δάσκαλος;
Αντιπροσωπεύει τη μοντέρνα εκδοχή της κινεζικής φιλοσοφίας πολεμικών τεχνών και αποδείχτηκε ένας σπουδαίος πρεσβευτής της στη Δύση. Είχε το πλεονέκτημα να μεγαλώσει στις ΗΠΑ, οπότε κατόρθωσε να «μεταφράσει» αυτές τις ιδέες σε ένα ευρύτερο κοινό.