Μία σκηνή γεμάτη κρεμασμένα πανιά πάνω στα οποία προβάλλονται τα δωμάτια ενός σπιτιού. Ένας μικρός, τεχνητός λαβύρινθος από σεντόνια (ή προικιά;). Αυτός είναι ο κόσμος του "Ματωμένου γάμου", όπως τον φαντάστηκε και τον απεικόνισε η Μαρία Μαγκανάρη (σκηνικό: Κλειώς Μπομπότη), φέρνοντας σε πρώτο πλάνο τους τέσσερις τοίχους των σπιτιών που κλείνουν μέσα τους τις μοίρες των ηρωίδων του Λόρκα και την κλειστή κοινωνία του έργου. Με την ευαίσθητη και διορατική ματιά της, η σκηνοθέτρια συνομίλησε με το εμβληματικό έργο, επιχειρώντας να συλλάβει όλες τις παραμέτρους του, ενώ μάλλον ευδιάκριτη είναι και η επιθυμία να αποδώσει ένα συνολικότερο hommage στο δημιουργό του, παρουσιάζοντάς τον επί σκηνής στο πρόσωπο του Πέτρου Μάλαμα. Τολμώντας, δε, να απομακρυνθεί από την ελληνική "μυθολογία" του Λόρκα, δηλαδή από το δίπτυχο "μετάφραση και στίχοι τραγουδιών Νίκου Γκάτσου, μουσική Μάνου Χατζιδάκι", στηρίχτηκε σε νέα μετάφραση (Έφη Γιαννοπούλου) και μουσική σύνθεση (Μάρθα Μαυροειδή), για να καταλήξει σε μια παράσταση με εξ ολοκλήρου αυθύπαρκτη σφραγίδα.
Οι επιμέρους ιδέες μαρτυρούν ότι η σκηνοθέτρια κοίταξε το έργο στον πυρήνα του και δεν στάθηκε στον ηθογραφικό ρεαλισμό μιας ιστορίας που αφηγείται έναν γάμο που τελειώνει προτού καλά καλά αρχίσει, καταλήγοντας σε διπλό φονικό. Εμφανώς ενδιαφέρθηκε να στρέψει την παράστασή της σε θέματα όπως η θέση της γυναίκας και οι πατριαρχικές αντιλήψεις, ο κύκλος του αίματος ως αναπόδραστη μοίρα, η σύγκρουση έρωτα και καθήκοντος, και ταυτόχρονα να συλλάβει το πολύπλευρο ύφος του έργου, τον λυρισμό και τον υπερρεαλισμό του, δημιουργώντας μια παράσταση με λυρικά, τελετουργικά και συμβολικά στοιχεία. Τα πράγματα θολώνουν κυρίως στο δεύτερο μισό, όταν το ρεαλιστικό περίβλημα του έργου σπάει και στη σκηνή εμφανίζεται το Φεγγάρι και ο Θάνατος: μια σκηνή μεγάλης ευαισθησίας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον αμηχανία προκαλεί, καθώς δίνεται υπό τους ήχους ενός ισπανόφωνου τανγκό, το οποίο χορεύουν το Φεγγάρι (Γιάννης Σαμσιάρης) και ο Θάνατος (Πέτρος Μάλαμας).
Άλλες επιλογές, όπως η καχεκτική παρουσία της Νύφης, που δείχνει εγκλωβισμένη στο μέλλον που της ορίζεται (Δήμητρα Βλαγκοπούλου), η παρουσίαση ενός αμήχανου Γαμπρού (Βαγγέλης Αμπατζής), κόντρα στο πρότυπο του άντρα που απαιτεί η κοινωνική συνθήκη, η σιωπηλή παρουσία των τριών γυναικών ως υπενθύμιση των κοινωνικών ορίων μέσα στα οποία λειτουργούν τα πρόσωπα, μαζί με τη συγκίνηση και τη μουσικότητα που διατρέχουν την παράσταση δικαιώνουν τη σκηνοθετική οπτική. Έπειτα, είναι και οι ερμηνείες, που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύονται γυναικεία υπόθεση. Η εσωτερικευμένη απελπισία που επιδεικνύει η Σύρμω Κεκέ (Γυναίκα του Λεονάρντο) και, κυρίως, η αδιαμφισβήτητη ερμηνευτική υπεροχή της Μαρίας Κεχαγιόγλου (Μητέρα) αποτελούν τη μεγάλη κατάκτηση της παράστασης· η βαθιά, ουσιαστική ερμηνεία της δεύτερης, καθώς συλλαμβάνει την πολύπλευρη ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας τσακισμένης από το ολοκληρωτικό πένθος αλλά και ανείπωτα δυνατής, αποτελεί από μόνη της λόγο για να δει κανείς την παράσταση.
Περισσότερες πληροφορίες
Ματωμένος γάμος
Η ιστορία ενός ανδαλουσιανού γάμου που οδηγεί το γαμπρό και τον αντίζηλό του στην αιματοχυσία δίνει την ευκαιρία στη σκηνοθέτιδα να εξερευνήσει τη σκηνική αναπαράσταση του τολμηρού λυρισμού του Λόρκα.