Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει τις "Βάκχες" του Ευριπίδη στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, την Παρασκευή 2 και το Σάββατο 3 Αυγούστου. Η τραγωδία του μυστικισμού, της έκστασης αλλά και της βαρβαρότητας, έρχεται σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου σε μια καθηλωτική καλλιτεχνική εμπειρία, με ενορχηστρωτή τον ίδιο τον θεό του θεάτρου, Διόνυσο. Δείτε παρακάτω νέες φωτογραφίες από την παράσταση.
>> Δείτε εδώ το νέο τρέιλερ:
Για τις "Βάκχες"
Όταν ο θεός Διόνυσος φτάνει στη Θήβα, ο βασιλιάς Πενθέας αρνείται να δει τον πρώτο του εξάδελφο ως Θεό και απαγορεύει τη διάδοση της νέας θρησκείας. Η άρνησή του εγείρει τη μήνι του θεού ο οποίος, σε μια τραγική αντιστροφή διώκτη και διωκόμενου, οδηγεί τον Πενθέα στον αφανισμό από την ίδια του τη μητέρα.
Ο Ευριπίδης γράφει τις Βάκχες−την τραγωδία των Ελλήνων, των αρχόντων και των λαών, κατά τον σπουδαίο Πολωνό θεωρητικό και κριτικό του θεάτρου Γιαν Κοτ− την τρίτη δεκαετία του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν πια η Ιστορία έχει αποχαλινωθεί. Ο μεγάλος τραγικός ποιητής τη συνθέτει κατά το τελευταίο έτος της παραμονής του στη Μακεδονία, όπου έρχεται σε επαφή με τη διονυσιακή λατρεία.
Φέρνοντας για πολλοστή φορά τους συμπολίτες του αντιμέτωπους με τις ανθρώπινες συμπεριφορές που στηλίτευε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Ευριπίδης συνθέτει μια τραγωδία -από τις λίγες που έχουν ως αντικείμενο τον θεό Διόνυσο- για τη σύγκρουση του θεού με τον άνθρωπο, για την ανθρώπινη αρετή και αγριότητα, τη σύνεση και την πλάνη, το λογικό και το άλογο. Για τον Ευριπίδη, όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από τα κτηνώδη ένστικτά του, όταν η βαρβαρότητα ξυπνά μέσα του με λύσσα, κάθε κοινωνική συνύπαρξη ακυρώνεται· ακόμα κι αν πρόκειται για τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνίας, τη σχέση μάνας-παιδιού.
Είναι η βία που σημαίνει το τέλος της πόλης-κράτους των Αθηνών. Και καθώς η τραγωδία καταπιάνεται με την ουσία της ανθρώπινης ταυτότητας -πολιτικής ή ατομικής, με το τέλος αυτής της τελευταίας, οι Βάκχες καθίστανται -από πολλές απόψεις- ένα δράμα για τον θάνατο της ίδιας της αρχαίας τραγωδίας.
Με τα λόγια του σκηνοθέτη
Μιλώντας για τις αισθητικές του επιλογές, όπως αυτές αποτυπώνονται και στις φωτογραφίες, ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μάς είπε: "Εικαστικά η παράσταση έχει χτιστεί πάνω στην αντίθεση μιας παλέτας χρωμάτων η οποία αποτυπώνει αυτό το "άλλο" που φέρνει ο Διόνυσος. Ένα μεγάλο χρωματικό φάσμα αντιπαραβάλλεται στην όψη του Πενθέα, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με τη μονοχρωμία του μαύρου χρώματος, που εν δυνάμει βέβαια περιλαμβάνει και όλα τα υπόλοιπα χρώματα. Στην πορεία της παράστασης κατακλύζονται και κυριεύονται όλα από το χρώμα όσο αυτός ο θεός επικρατεί στην πόλη. Το αίμα είναι απλώς ένα από τα χρώματα".
© Ελίνα Γιουνανλή
Ο θίασος
Στο ρόλο του Διονύσου θα δούμε τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη. Το αντίπαλον δέος του, τον βασιλιά της Θήβας Πενθέα, θα υποδυθεί ο Αργύρης Πανταζάρας, με την Αλεξία Καλτσίκη στον ρόλο της μητέρας του, Αγαύης. Τον Τειρεσία θα ενσαρκώσει η Μαριάννα Δημητρίου και τους Αγγελιαφόρους οι Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας, Φώτης Στρατηγός. Ο Χορός αποτελείται από τις Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Στελλίνα Βογιατζή, Χρυσιάννα Καραμέρη, Ελένη Κουτσιούμπα, Μαρία Κωνσταντά, Κλεοπάτρα Μάρκου, Ελένη Μολέσκη, Ειρήνη Μπούνταλη, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Ιοκάστη-Αγαύη Παπανικολάου, Θάλεια Σταματέλου, Δανάη Τίκου. Μουσικοί επί σκηνής: Θοδωρής Βαζάκας, Μαρία Δελή, Αλέξανδρος Ιωάννου, Γιάννης Καΐκης.
Περισσότερες πληροφορίες
Βάκχες
Γραμμένη στην τρίτη δεκαετία του Πελοποννησιακού Πολέμου, η τραγωδία του Ευριπίδη εξιστορεί την έλευση του Διονύσου στη Θήβα, την άρνηση της αποδοχής της νέας θρησκείας και την τραγική αντιστροφή διώκτη και διωκόμενου που θα οδηγήσει στον αφανισμό του Πενθέα από την ίδια του τη μητέρα. Ο σκηνοθέτης, στη δεύτερη κάθοδό του στο αργολικό θέατρο, αναμετράται με ένα έργο αποκαλυπτικό για το ενδιαφέρον του ποιητή για την έκσταση και τον μυστικισμό. Όπως σημειώνει ο ίδιος: “Αν αυτό που διαμελίζεται επί σκηνής είναι το άνοιγμα στην ετερότητα, αυτό σημαίνει άραγε ότι έχει πια χαθεί για μας η προοπτική, μέσα από μια μύηση, μια πράξη συλλογική, να ανοίξουμε στο Άλλο, το δικό μας και του κόσμου; Τα κομμάτια μας δεν θα συνδεθούν ποτέ ξανά; Είμαστε καταδικασμένοι, όπως ο Πενθέας, να ζούμε περίκλειστοι στην καλά οχυρωμένη ατομικότητά μας, αλλιώς θα διαμελισθούμε; Δεν υπάρχουν πια οι γέφυρες που θα μας ενώσουν τον ένα με τον άλλο, με το Άλλο, με την ετερότητα των αισθημάτων, των ιδεών, των μύχιων σκέψεών μας, με το παράλογο μέσα μας, με το παράλογο του κόσμου;”