Το φθινόπωρο του 2008 θα σηματοδοτεί πάντα για μένα την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και τη γέννηση του γιου μου, με λίγες μέρες διαφορά. Ακόμη θυμάμαι τις εναλλαγές της προσωπικής ευτυχίας με την παγκόσμια δυσφορία (και την εγχώρια, λίγους μήνες αργότερα, όταν μετακόμισα θηλάζοντάς τον στο σαλόνι για να αποφύγω τη μυρωδιά των δακρυγόνων που έμπαιναν από τα παράθυρα καθώς η Αθήνα φλεγόταν μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου). Όπως και την αγανάκτηση του γιου μου λίγα χρόνια μετά όταν με πρωτορώτησε μεγαλώνοντας πότε άρχισε η κρίση: «Μα καλά εγώ δεν θα ζήσω ποτέ χωρίς κρίση;».
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες επιστρέφουμε στο συμβάν με όλο και πιο δύσκολες ερωτήσεις για τον τρόπο λειτουργίας των χρηματιστηρίων και της αγοράς, τις οποίες ομολογώ ότι δεν μπορώ να απαντήσω με αυτοπεποίθηση. Έτσι φέτος αποφάσισα να τον πάρω μαζί μου στην πρεμιέρα της «Τριλογίας των Λήμαν Μπράδερς» του Στέφανο Μασίνι σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που, δεκατρία χρόνια μετά την πτώση του χρηματοοικονομικού κολοσσού, μας πάει πίσω στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι αδελφοί Λήμαν αποβιβάστηκαν στην Αμερική και άνοιξαν ένα μικρό μαγαζί με ρούχα και υφάσματα στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα και μέχρι την εποχή που αποδείχθηκε ότι οι μέχρι πρότινος αήττητοι ήταν πλέον «αήττητοι μέχρι να μην είναι πια αήττητοι»…
Επί δύο και πλέον ώρες, η τέχνη κατάφερε με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο, χωρίς διδακτισμούς και καταιγισμό πληροφοριών, μέσα από μια καλοκουρδισμένη παράσταση-άθλο, με τη στόφα του καλού θεάτρου και εξαιρετικές ερμηνείες, να εξηγήσει σε ένα εφηβάκι το πώς από την αγοραπωλησία βαμβακιού ή καφέ φτάσαμε στην αφηρημένη λειτουργία μιας αγοράς που πουλάει λέξεις και χρησιμοποιεί το χρήμα για να φτιάχνει περισσότερο χρήμα, και κυρίως να μεταδώσει κάποια από τα αδιέξοδα της ανόδου και της πτώσης του αμερικανικού ονείρου, αλλά και κάθε άλλου αντίστοιχου ονείρου.
«Ένα σύγχρονο παραμύθι με ποιητική γραφή, που συναιρεί το ιδιωτικό με το δημόσιο, το ανθρώπινο με το πολιτικό», χαρακτήρισε το έργο του Μασίνι ο Θεοδωρόπουλος μιλώντας στο «α», κι εκεί έγκειται τελικά και η μοναδική ένστασή μου. Στο ότι πρόκειται ακριβώς για ένα παραμύθι. Διότι, παρουσιάζοντας τη γέννηση του καπιταλισμού σαν μια οικογενειακή saga, και αναδεικνύοντας την ανθρώπινη διάσταση των πρωταγωνιστών με τους οποίους καταλήγεις να συμπάσχεις καθώς όσο επενδύουν σε νέα προϊόντα, από τα όπλα ως την ατομική ενέργεια, δεν παύουν να βασανίζονται από εφιάλτες, τείνεις να ερμηνεύσεις προς στιγμήν την ιστορία σαν το θαύμα αλλά και το κρίμα μιας οικογένειας. Χάνεις έτσι την πολύ πιο σύνθετη μεγάλη εικόνα, η οποία δυστυχώς, ακόμη κι όταν δημιουργείται από το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, μας αφορά όλους. Και το να το θυμάσαι είναι σημαντικό, όχι μόνο για έναν δεκατριάχρονο.