
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί μια νέα παράδοση; Τι πρέπει να αγγίξει μέσα σου, ώστε να το νιώσεις ως παράδοση; Και τελικά, πώς βρίσκουμε τη θέση μας στον κόσμο; Με αυτά τα ερωτήματα μας καλωσόρισε στο Σπίτι της Χάμκως στην Κόνιτσα ο βραβευμένος με Grammy μουσικός παραγωγός Christopher King, την Παρασκευή 27 Ιουνίου. Ο άοκνος μουσικοδίφης έθεσε έτσι τους προβληματισμούς που του είχαν γεννηθεί αρχικά μέσα από δεκαετίες αδιάλειπτης μουσικολογικής έρευνας και, σε δεύτερο χρόνο, από τις δύο πρώτες εκδόσεις του φεστιβάλ σε διοργάνωση της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση "Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά ’25", τις οποίες ανέλαβε να επιμεληθεί εξ αρχής.
Ο King, μόνιμος κάτοικος της Κόνιτσας την τελευταία τετραετία, μας λέει πως δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό γρανάζι του "Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά". Πράγματι, παρακολουθώντας τον χορό και την αλληλεπίδραση μεταξύ της ομάδας της Στέγης και των ντόπιων, καταλαβαίνει κανείς την αναλογία του με το μηχανικό ρολόι – κάθε μέλος καταβάλλει τη μέγιστη προσπάθεια και διάθεση για να στηθεί αυτή η τριήμερη γιορτή που φέρνει κοντά τους παραδοσιακούς ήχους, την κουλτούρα και τους ανθρώπους των Βαλκανίων. Αλλά είναι η ίδια η επιμέλεια του King που έρχεται να απαντήσει στις ερωτήσεις των συντοπιτών του αν και πότε θα επιστρέψει το φεστιβάλ αυτό το καλοκαίρι και με ποιον τρόπο εν τέλει γεννιέται μια νέα παράδοση.


Ανοίγει ένα παράθυρο στη δημιουργική διαδικασία που είναι γι’ αυτόν η σύνθεση του φεστιβαλικού παζλ και μας εισάγει στο πρόγραμμα της εναρκτήριας μέρας του προγραμματισμού με ένα ιδιότυπο σετ: επιλέγει αγαπημένα 78άρια με σπάνιες ηχογραφήσεις που μας ξεναγούν στις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων, ανιχνεύουν τις μεταξύ τους πολιτισμικές συγγένειες και εξηγούν τις επιμελητικές επιλογές του King τόσο αναφορικά με τους προσκεκλημένους καλλιτέχνες όσο και με τις προβολές του ντοκιμαντέρ "Fly Bird, Fly" (Simon Broughton, 2020) και των πρώτων κινηματογραφικών ταινιών των Βαλκανίων από τους πρωτοπόρους κινηματογραφιστές Γιαννάκη και Μίλτο Μανάκη (1905–1926).
Όταν ένα πουλί ακούει το τραγούδι που αντηχεί μέσα στα βουνά, η τάση του είναι να το αναπαράγει και να το ταξιδεύει όπου κι αν πετάξει στη συνέχεια. Με τον ίδιο τρόπο, η μουσική των Νοτίων Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης δεν γνωρίζει ούτε από σύνορα ούτε από γλώσσες. Εκεί εστιάζει με το πρόγραμμά του και το τρίο των Zelişah (φωνή, ντουντούκ), Βασίλη Κώστα (λαούτο) και Παναγιώτη Αϊβαζίδη (κανονάκι), μέσα από πρωτότυπες συνθέσεις και παραδοσιακά κομμάτια της Ελλάδας και της Τουρκίας που αναδεικνύουν τη ρυθμική και ηχοχρωματική συνάφεια των δύο μουσικών παραδόσεων. Αλλά και το σύνολο ποντιακής μουσικής Χωρέτ’ (Θανάσης Στυλίδης, Νικηφόρος Φουλιράς, Σταύρος Καρυπίδης) αφηγείται στο κοινό ιστορίες χαράς και ξεριζωμού του παρευξείνιου ελληνισμού, συνοδεία μάλιστα χορευτικού συνόλου.


Με την επιστροφή μας στο αρχοντικό της Χάμκως για τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ (28/6), πιάνουμε το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει, με τις μουσικές διαδρομές να εκτείνονται από την Κόνιτσα μέχρι τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ίσως, η μεγαλύτερη έκπληξη του φεστιβάλ ήταν οι εκρηκτικοί Subcarpați. Με το ιδιοσυγκρασιακό grime, rap και το ρουμάνικο folk μείγμα τους, η πολυπληθής μπάντα ξεσήκωσε τους επισκέπτες του φεστιβάλ αλλά και μας έδωσε και μια πολύ καλή ιδέα για το πόσο φρέσκο μπορεί να ακούγεται κάτι που πατάει τόσο γερά στις ρίζες. Η Kaynak Pipers Band, αφού επιμελήθηκε ένα φωνητικό εργαστήριο το πρωί της ίδιας μέρας στη μικρή πλατεία του χωριού, έφερε στο προσκήνιο τις εθνοτικές συνδέσεις μας με τη Βουλγαρία με όχημα την κάμπα γκάιντα και παραδοσιακές μελωδίες.
Την ίδια μέρα, η καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, ανέφερε, παραλαμβάνοντας τιμητική πλακέτα από τον δήμαρχο Κόνιτσας, Ανδρέα Παπασπύρου, ότι δεν θεωρεί πως η Στέγη θέτει κάποιο παράδειγμα. Στην πράξη, όμως, το φεστιβάλ "Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά ’25" είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα του τι σημαίνει να υποστηρίζεται η καλλιτεχνική αποκέντρωση και η πολιτιστική ανασυγκρότηση της χρόνια παραμελημένης επαρχίας.


Αυτό φαίνεται από την αθρόα προσέλευση των κατοίκων της Κόνιτσας και των γύρω χωριών στην Κεντρική Πλατεία, όπου μεταφέρθηκε η δράση την τρίτη μέρα (29/6), για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού. Μπορεί να μην είχαμε ξαναζήσει κάτι αντίστοιχο με τις συναυλίες και τα γλέντια στον μοναδικό αρχαιολογικό χώρο της Χάμκως, αλλά οι τεράστιοι κύκλοι που στήθηκαν από νωρίς την Κυριακή και κράτησαν μέχρι το πρωί στην καρδιά της Κόνιτσας έδωσαν μια νέα διάσταση στο γλέντι.

Την απαραίτητη προθέρμανση ανέλαβε η κεφάτη παρέα της Szászcsávás Band, με τα έγχορδα και τους χορευτές της να γίνονται ένα με το κοινό, το οποίο το ίδιο πρωί είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει ένα πολύ διασκεδαστικό workshop παραδοσιακών χορών της Ουγγαρίας. Επειδή, όμως, πανηγύρι χωρίς άρωμα Κρήτης δεν υφίσταται, το κρητικό σχήμα του Κωστή Νοδαράκη (φωνή, κρητική λύρα) ανέβασε τη θερμοκρασία της πλατείας στον ρυθμό του Πεντοζάλη, του Συρτού, της Σούστας και του Μαλεβιζιώτη. Οι Χαλκιάδες από τη Βούρμπιανη ανέβηκαν τελευταίοι στη σκηνή για να ρίξουν την αυλαία του φετινού "Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά" με τον πιο ταιριαστό τρόπο: ένα διονυσιακό ηπειρώτικο γλέντι που παρέσυρε μέχρι και τους πιο μεγάλους σε ηλικία επισκέπτες να χορέψουν με την ψυχή τους.


Πρόσφατα γράφαμε ότι η ευρύτερη συναυλιακή κατάσταση στην Αθήνα συνομολογεί το αίτημα ενός μεγάλου μέρους του κοινού που ζητά ακόμα περισσότερες αφορμές για ουσιαστικές συναντήσεις. Χαρακτηριστική είναι η δυναμική της τάσης που φέρνει πίσω τη συνθήκη του πανηγυριού – όχι απλώς με επετειακό χαρακτήρα αλλά ως μια ανάγκη βαθύτερης σύνδεσης, τόσο με τη ζωντανή παράδοση όσο και μεταξύ των ανθρώπων της.
Ωστόσο, όσο και αν τα αστικά γλέντια που στήνονται πια σε ετήσια βάση στην πρωτεύουσα έχουν μόνο να συμβάλουν θετικά και να καλύψουν μια υπαρκτή ανάγκη, αξίζει να τα βλέπουμε να επιστρέφουν στο "σπίτι" τους και να τα ζούμε μαζί με όσους σκαρφίζονται συνεχώς νέους τρόπους να επανεφευρίσκουν ό,τι διδάσκει και μεταφέρει το παρελθόν. Όχι μόνο για χάρη της διατήρησης της παράδοσης, αλλά και σαν απάντηση στο πραγματικό αίτημα να δημιουργήσουμε νέες παραδόσεις – όπως κάνει το "Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά" στην Κόνιτσα, καταρχάς για τους ίδιους τους ανθρώπους του τόπου και κατά δεύτερον για τους τυχερούς επισκέπτες του.