
Λίγο πριν ανοίξουν τη συναυλία των Fontaines D.C. στο Release Athens 2025 και την Πλατεία Νερού την Παρασκευή, 27 Ιουνίου — η τραγουδίστρια και στιχουργός των Boy Harsher Jae Matthews μιλά στο "α" για το DIY ξεκίνημά τους, την απρόοπτo virality του "Lesser Man", την αγάπη της για τον Cronenberg και για το πώς η μουσική τους διασταυρώνεται με τον κινηματογράφο. Θυμάται όμως και πώς το μουσικο-κινηματογραφικό πρότζεκτ του "The Runner" έγινε αφορμή για επανασύνδεση στο διάστημα της πανδημίας αλλά και την τελευταία, φορτισμένη επίσκεψή της στην Ελλάδα.
Με το ντεμπούτο EP σας "Lesser Man" κάνατε γρήγορα αίσθηση στη darkwave σκηνή. Πώς βλέπεις σήμερα εκείνες τις πρώτες κυκλοφορίες;
Το "Lesser Man" ήταν για μένα μια ολόκληρη εμπειρία. Και είσαι τυχερός που μιλάς μόνο με μένα, γιατί η δική μου οπτική διαφέρει πολύ από του Gus. Δεν είχα ποτέ μουσικές φιλοδοξίες. Αγαπούσα τη μουσική, αλλά δεν πίστευα πως είμαι μουσικός. Δεν θεωρούσα ότι έχω καλή φωνή. Ήταν απλώς ένα project που κάναμε ως ζευγάρι. Μια ευκαιρία να συνδυάσω τη συγγραφή — γιατί είμαι συγγραφέας — με μια άλλη μορφή τέχνης. Κάναμε τα πάντα μόνοι μας: ηχογράφηση, κασέτες, εξώφυλλα στο χέρι. Φτιάξαμε μόνο 60 κόπιες. Παίζαμε σε υπόγεια μπροστά σε τέσσερα άτομα. Ήταν 100% DIY. Ταπεινωτικό, αλλά αναγκαίο. Σήμερα είμαι άλλος άνθρωπος. Αλλά εκείνη η περίοδος μου έμαθε να μη με παίρνω πολύ στα σοβαρά και να εκτιμώ κάθε ευκαιρία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι το "Lesser Man" έγινε γνωστό αργότερα, όταν κάποιος στη Ρωσία ανέβασε την κασέτα στο YouTube. Το "Pain" έγινε viral στη darkwave κοινότητα. Ξαφνικά κυκλοφορούσε η εντύπωση ότι είμαστε ρωσικό ή γερμανικό σχήμα. Εκείνο το βίντεο έφτασε 40 εκατομμύρια προβολές πριν κατέβει. Το ίντερνετ έπαιξε τεράστιο ρόλο στην επιτυχία μας — και ακόμα δεν το καταλαβαίνω απόλυτα. Ακολούθησαν το "Your Body Is Nothing" μέσω της DKA και το "Country Girl".
Πιο πρόσφατα κυκλοφορήσατε το "Runner", μαζί με μια μικρού μήκους ταινία. Πώς γεννήθηκε η ιδέα να συνδυάσετε μουσική και κινηματογράφο;
Όπως είπα, πάντα ήθελα να γίνω σκηνοθέτρια — και σεναριογράφος. Με τον Gus γνωριστήκαμε στη όταν σπουδάζαμε κινηματογράφο. Οπότε όταν ήρθε ο COVID και ξαφνικά είχαμε χρόνο, είπαμε: "Τι θα γινόταν αν κάναμε μια ταινία;". Η μουσική εκείνη την περίοδο είχε "παγώσει". Ήμασταν συναισθηματικά εξαντλημένοι. Αλλά όταν αρχίσαμε να γράφουμε για την ταινία, η μουσική απέκτησε ξανά νόημα. Στο "Runner" συμμετείχαν φίλοι και άνθρωποι της κοινότητάς μας. Ήταν ένα πρότζεκτ που μας ξανάδεσε με τους ανθρώπους μας. Και ο κινηματογράφος παραμένει κάτι που θα συνεχίσουμε.
Έχεις πει ότι αγαπάς το body horror και ιδιαίτερα τον Cronenberg. Αν μπορούσες να βάλεις ένα τραγούδι σας σε μία από τις ταινίες του, ποιο θα ήταν και γιατί;
Ωχ, δύσκολη ερώτηση. Η αγαπημένη μου ταινία του είναι το "Rabid" (1977). Πιστεύω ότι η Marilyn Chambers δεν έχει πάρει την αναγνώριση που της αξίζει. Θα επέλεγα λοιπόν το "Rabid". Και θα έβαζα το "Big Bad John". Είναι κινηματογραφικό, σκοτεινά ρομαντικό. Το φαντάζομαι σε μια σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια περιπλανιέται για να βρει θήραμα — και τελικά κάνει εκείνη την επίθεση. Μια ανατροπή που ταιριάζει στο κομμάτι.
Πρόσφατα κυκλοφορίσατε ένα remix πάνω στο "New London Boy" των Pet Shop Boys. Πώς ήταν να δουλεύετε πάνω σε ένα τόσο εμβληματικό κομμάτι;
Μακάρι να ήταν και ο Gus εδώ! Όταν μας το πρότειναν, ήμασταν σοκαρισμένοι. Σκεφτήκαμε: "Σοβαρά τώρα; Μας ξέρουν;". Ήταν πολύ τιμητικό. Αμέσως του είπα: "Gus, θέλω να μπω και εγώ φωνητικά!". Ήμουν ενθουσιασμένη που θα τραγουδούσα μαζί τους. Ευτυχώς, έχουμε παρόμοιο φωνητικό εύρος και το κομμάτι βγήκε πολύ όμορφα. Έφτιαξα και ένα μικρό clip για να γιορτάσω αυτή τη συνεργασία — και τελικά το χρησιμοποίησαν επίσημα. Μάθαμε ότι το BBC το έπαιζε διαρκώς. Ήταν από τα πιο πολυπαιγμένα κομμάτια. Και νιώθω περήφανη γιατί είναι ένα τραγούδι που μπορείς να χορέψεις σε club και να νιώσεις sexy, δυνατή, περήφανη...
Πώς αντιμετωπίζετε τις δημιουργικές διαφορές στους Boy Harsher;
Ο Gus είναι σαν μαριονετίστας. Εκείνος χτίζει τη βάση — τη μουσική. Αν υποθέσουμε ότι το τραγούδι είναι σπίτι, εκείνος φτιάχνει τα θεμέλια. Εγώ έρχομαι, πατάω πάνω του και τραγουδάω. Αν κρατάει γερά, συνεχίζουμε. Αν όχι, το πετάμε. Γι’ αυτό και καθυστερούμε στα άλμπουμ. Θέλουμε κάθε τραγούδι να έχει ουσία, να "στέκει”.
Ετοιμάζετε κάποιο νέο project;
Ναι. Δουλεύουμε πάνω σε νέο άλμπουμ εδώ και μήνες. Κάναμε ένα διάλειμμα, αλλά ξαναμπήκαμε στη διαδικασία. Ελπίζουμε να είναι έτοιμο φέτος.
Πώς νιώθεις για την επιστροφή σας στην Ελλάδα για το Release Athens 2025;
Είμαι πάρα πολύ ενθουσιασμένη. Την τελευταία φορά στην Ελλάδα ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή για μένα. Μετά το πρώτο live, έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν πολύ άρρωστη. Δεν υπήρχε πτήση για να φύγω αμέσως. Οπότε έκατσα και για το δεύτερο show αλλά ήμουν σε τρομερή συναισθηματική φόρτιση. Το ελληνικό κοινό ήταν απίστευτο. Ένιωσα μια τεράστια αγκαλιά. Έπαιζα dance μουσική και έκλαιγα. Ήταν σχεδόν σουρεαλιστικό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την καλοσύνη. Νιώθω ευγνώμων. Ανυπομονώ να επιστρέψουμε.
Περισσότερες πληροφορίες
Release Athens 2025 - Fontaines D.C.
Οι εκρηκτικοί Ιρλανδοί, δημιουργοί ενός από τα καλύτερα άλμπουμ της περασμένης χρονιάς («Romance»), συναντούν τους Boy Harsher και τους Shame, σε μια βραδιά post-punk έντασης. Οι Fontaines D.C. δημιουργήθηκαν το 2017 από πέντε συμφοιτητές του μουσικού κολεγίου BIMM του Δουβλίνου. Οι Grian Chatten (φωνητικά), Carlos O'Connell (κιθάρα), Conor Curley (κιθάρα), Conor Deegan III (μπάσο) και Tom Coll (drums), έχοντας κοινό παρονομαστή την αγάπη τους για την ποίηση και τη μουσική των Joy Division, των Fall και των Wire, κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους το 2019. Το “Dogrel” κέρδισε διθυραμβικές κριτικές και υποψηφιότητα για το Mercury Prize, καθιερώνοντάς τους ως μία από τις πιο συναρπαστικές νέες φωνές της βρετανικής μουσικής σκηνής. Ακολούθησαν τα εξίσου επιτυχημένα "A Hero's Death" (2020) και "Skinty Fia" (2022), με τα οποία επέκτειναν τον ήχο τους πέρα από τις post-punk ρίζες τους, ενώ η κυκλοφορία του “Romance”, το περασμένο καλοκαίρι, τους εδραίωσε -σύμφωνα με το ΝΜΕ- ως «το πλέον καθοριστικό συγκρότημα της γενιάς τους».