Με μια επιφανειακή ματιά, η Laura Jane Grace δεν μετρά παρά δύο αρκετά πρόσφατα άλμπουμ (2018, 2020) και δύο ΕΡ (2008, 2021). Πώς στοιχειοθετείται, λοιπόν, η λεζάντα που τη συνοδεύει, θέλοντάς τη να είναι μία από τις πιο συζητημένες φιγούρες του σύγχρονου rock;
"Εύκολα", είναι η μόνη σωστή απάντηση, αφού μέχρι το 2012 ήταν ευρέως γνωστή ως Tom Gabel, ιδρύτρια, τραγουδίστρια, κιθαρίστρια και βασική τραγουδοποιός των Against Me!. Μιας punk μπάντας που σταδιοδρόμησε στη δεκαετία του 2000, κατορθώνοντας να ανέλθει στο αμερικάνικο top-40 με το άλμπουμ "White Crosses" (2010), το οποίο προσέλκυσε και κάμποσο alternative rock κοινό προς την κατεύθυνσή τους.
Ακριβώς σε εκείνο το σημείο, ωστόσο, ασφυκτιώντας όλο και περισσότερο από την καταπίεση της ταυτότητας φύλου της–που, σε έναν βαθμό, είχε επιβάλλει και η ίδια στον εαυτό της, όπως θα αποκάλυπτε– η καλλιτέχνιδα βίωσε μια τρανταχτή εσωτερική κρίση, από την οποία αναγεννήθηκε τελικά ως Laura Jane Grace. Κάτι, βέβαια, που δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία για τους οπαδούς των Against Me!, όσους τουλάχιστον είχαν προσέξει τους στίχους "If I could have chosen, I would have been born a woman/My mother once told me she would have named me Laura" από το τραγούδι "The Ocean", το οποίο έκλεινε τη στάνταρ έκδοση του δίσκου "New Wave" (2007).
Η αποκάλυψη αυτής της φυλομετάβασης σε trans γυναίκα έγινε το 2012, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού "Rolling Stone", όπου δόθηκε μια κομβική, έξω από τα δόντια συνέντευξη, η οποία χάρισε στη Laura Jane Grace άμεση ορατότητα σε ένα κοινό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που απασχολούσαν οι Against Me!. Ταυτόχρονα, η απελευθέρωση που αισθάνθηκε πυροδότησε εκ νέου τη δημιουργικότητά της, οδηγώντας στο πιο συζητημένο κι επιτυχημένο άλμπουμ της καριέρας τους –το "Transgender Dysphoria Blues" (2014).
Δέκα χρόνια μετά οι Against Me! βρίσκονται και επισήμως σε παύση, όμως τα βασικά στοιχεία της μουσικής τους έχουν θρέψει στο μεταξύ μια ταχέως εξελισσόμενη σόλο καριέρα. Η οποία συνεχίζει να κουβαλά το punk πνεύμα τους σε μια ατίθαση τραγουδοποιία, που αισθάνεται ακόμα πιο άνετα να φορά στο μανίκι την αναρχική της πολιτική τοποθέτηση. Η τελευταία, άλλωστε, συνοδεύει τη δημιουργό από τη Φλόριντα ήδη από την εφηβεία, όταν τα προσωπικά της βιώματα από το περιθώριο, συν κάποια μπερδέματα με τον νόμο, συνάντησαν τα τραγούδια των Βρετανών Crass, που στάθηκαν καταλυτικά για όλη την anarcho-punk σκηνή.
Επιπλέον, η μουσική που φτιάχνει στην προσωπική της πορεία έχει την ευχέρεια να αντλεί από μια ποικιλία ηχητικών κατευθύνσεων. Δεν είναι τυχαίες, δηλαδή, οι αναφορές στον Tom Petty ή η συμμετοχή σε tribute στους Mountain Goats (2017), ούτε και το γεγονός ότι την ακούσαμε να τραγουδά ακόμα και Κωνσταντίνο Καβάφη, στο πλαίσιο της ταινίας μικρού μήκους "Τείχη" του Χρήστου Σαρρή, η οποία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ "Archive of Desire" (2023).
Σταθμός στην πορεία της υπήρξε η αυτοβιογραφία "Tranny: Confessions Of Punk Rock's Most Infamous Anarchist Sellout" (2016), που τη μετέτρεψε σε διεθνές trans σύμβολο, ανοίγοντας τον δρόμο και για εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές μεγάλης θεαματικότητας, ενώ την καριέρα της χαρακτηρίζει και η φήμη για εκρηκτικές ζωντανές εμφανίσεις. Κάτι που θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε και ιδίοις όμμασι, αφού το Σάββατο 13/1 η Laura Jane Grace καταφτάνει στο -1 της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, για την πρώτη της συναυλία στην Ελλάδα. Μάλιστα, ανακοινώθηκε ήδη ότι η βραδιά πρόκειται να βιντεοσκοπηθεί.
Περισσότερες πληροφορίες
Laura Jane Grace
Αναρχική μουσικός, υποψήφια για ΕΜΜΥ, συγγραφέας, ΛΟΑΤΚΙ+ ακτιβίστρια. Η κορυφαία μορφή της πανκ ροκ μουσικής επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα με μια εκρηκτική συναυλία. Την ακούσαμε στα «Τείχη» του Χρήστου Σαρρή, την ταινία μικρού μήκους που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ “Archive of Desire”, να τραγουδά συγκλονιστικά, εμπνευσμένη από το ομότιτλο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη. Η Laura Jane Grace είναι μια ηγετική φυσιογνωμία της σύγχρονης ροκ σκηνής, τόσο με την προσωπική της καριέρα όσο και ως επικεφαλής της μπάντας Against Me! την οποία ίδρυσε στην πόλη Νέιπλς της Φλόριντα στα τέλη της δεκαετίας του 1990.