
Δεν επρόκειτο να πετύχουν sold-out στο Ηρώδειο οι Autechre κι έτσι σε κανέναν δεν κακοφάνηκαν οι άδειες θέσεις που διακρίνονταν στα διαζώματα του αρχαίου ωδείου. Ίσα-ίσα, θα έλεγες ότι μάζεψαν αρκετό κόσμο για τα δεδομένα της φύσει μη μαζικής μουσικής τους, η οποία ανήκει ανάμεσα σε όσες έδωσαν υπόσταση, βάρος μα και σχήμα στην ταμπέλα IDM (Intelligent Dance Music) κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990. Μάλιστα, παρατηρώντας την προσέλευση, εύκολα συμπέραινες ότι εκείνη η δύστροπη παρακαταθήκη εξακολουθεί να γοητεύει (ενδεχομένως μαζί με τον γενικότερο "μύθο" της Warp), γιατί ανάμεσα στους παλιούς έβλεπες και νεότερους.
Κάποιοι, βέβαια, ανησυχούσαν μήπως οι Rob Brown & Sean Booth έπαιζαν λουσμένοι στα φώτα, κάτι που διασκεδάστηκε ήδη από την εμφάνισή τους στη σκηνή, όπου έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό. Κοίταξαν λίγο προς την κατεύθυνση του κόσμου κάτω από τα καπελάκια τους, άνοιξαν τα σακίδια πλάτης τους, τσέκαραν τα καλυμμένα subwoofers στο πλάι, πήραν θέση πίσω από τέσσερα μόνιτορ στραμμένα προς το μέρος τους –κι αυτό ήταν. Θα τους ξαναβλέπαμε (περίπου) 1 ώρα και 20 λεπτά αργότερα, να γυρίζουν τις πλάτες και να φεύγουν βουβοί, ενώ αποθεώνονταν με ιαχές και χειροκροτήματα.
Έπαιξαν λοιπόν στο σκοτάδι οι Autechre; Όχι ακριβώς. Γιατί το Ηρώδειο έκλεισε μεν τα φώτα, μα παραμένει χώρος που διαθέτει αρκετό φωτισμό ακόμα κι έτσι. Έβλεπες λοιπόν στο σκοτάδι, ενώ για το μεγαλύτερο μέρος του set διακρινόταν και το φεγγάρι πάνω από το αρχαίο μνημείο –ίσως καλή συνθήκη για μια διαφορετική βραδιά, όχι όμως και για τη συγκεκριμένη. Έχοντας ζήσει λ.χ. την καταπληκτική τους συναυλία στο Bios τον Σεπτέμβριο του 2010, όταν το ρεύμα κατέβηκε και μας πέταξαν στην άβυσσο "λιώνοντας" τα μυαλά μας με τα ηλεκτρονικά τους, βρήκα τις δύο εμπειρίες να μη συγκρίνονται.

Το ότι έβλεπες στο σκοτάδι, εντωμεταξύ, επέτρεπε να παρατηρείς και όσα διαδραματίζονταν πάνω δεξιά, στην άνω πλαϊνή έξοδο του Ηρωδείου. Όπου άρχισε να παρατηρείται αρκετή κινητικότητα γύρω στη μέση της συναυλίας, από άτομα τα οποία διάλεξαν να μην ακούσουν άλλο και να φύγουν. Η εικόνα κράτησε για αρκετή ώρα και έρχεται βέβαια σε αντίφαση με τις ιαχές ενθουσιασμού που ξεσπούσαν από τις κερκίδες σε διάφορα σημεία του set των Autechre. Φυσικά, δεν τίθεται θέμα για το ποιοι αποτελούσαν την πλειονότητα και ποιοι τη μειονότητα. Ωστόσο δεν θα βιαζόμουν να κρίνω ποιοι μπορεί να ήταν οι φασαίοι –με δεδομένο και τον περιρρέοντα υπερενθουσιασμό, στο όνομα του οποίου κάθε συναυλία που βλέπουμε φέτος το καλοκαίρι ισοδυναμεί και με έπος.
Οι Autechre, ας πούμε, δεν κρίνονται ως έπος. Μπορεί το γενικό πρόσημο της εμφάνισής τους να ήταν καταφανώς θετικό, μπορεί να παρείχαν ορισμένα συγκλονιστικά σινιάλα ηλεκτρονικής ευφυΐας και να πέτυχαν σε κάμποσα σημεία να μας πάνε το "διαστρικό ταξίδι" που αρκετοί ανέμεναν από εκείνους, όμως η διαδρομή δεν ήταν δίχως σκαμπανεβάσματα.

Το ξεκίνημα, πάντως, στάθηκε επιβλητικό. Για λίγο ένιωθες λες και είχες απέναντι τους Orbital –ίσως εξαιτίας μιας ροπής προς κάπως πιο μελωδικά σχήματα;– πριν τα πράγματα μετασχηματιστούν σε κάτι που μπορούσε να είναι μόνο Autechre: beats τα οποία πότε επέλαυναν πάνω σου σαν άλλη Ελαφρά Ταξιαρχία και πότε γίνονταν θρύψαλα, μα και ηλεκτρονικά απίστευτα ρευστά και χαοτικά, τα οποία εξαφανίζονταν κάθε φορά που νόμιζες ότι γινόταν να τα προσδιορίσεις. Για λίγο, το ηχητικό ξόρκι των Autechre με έκανε να πιστέψω ότι είχα ριχτεί σε μια Ονειρική Αναζήτηση για την Άγνωστη Καντάθ, επιβαίνοντας όμως σε αστρόπλοιο. Το οποίο με έφτασε σε μια επικράτεια που έμοιαζε με αυτή του "Where No One Has Gone Before", από την πρώτη σεζόν του τηλεοπτικού Star Trek: The Next Generation.

Βαθμιαία, ωστόσο, όλα τούτα άρχισαν να ξεθωριάζουν. Οι Brown & Booth χάθηκαν στις αναζητήσεις τους και ανά σημεία (μου) ακούστηκαν μονότονοι, ακόμα και απλοϊκοί· όσο επιτηδευμένα κι αν ίσως το έκαναν αυτό. Η συναυλία βούλιαξε λοιπόν σε μια ηχητική περιοχή που έφερε κατά νου το άλμπουμ Quaristice (2008), το οποίο πέτυχε να τσιτώσει ακόμα κι όσους είχαν ταχθεί υπέρ του Confield (2001). Κάποια ώρα μετά, βέβαια, τα πράγματα ξαναμπήκαν στη θέση τους και το βρετανικό δίδυμο έφτασε σε εντυπωσιακό κλείσιμο –έχοντας πετύχει στο μεταξύ να συμφιλιώσει όσα θαυμάσαμε κάποτε στο Amber (1994) ή στο Tri Repetae (1995) με ό,τι έχει χαρακτηριστεί εύστοχα ως "Autechre expanded universe" από την Ελένη Φουντή.
Παρά τα πάνω και τα κάτω του set και το γεγονός ότι δεν παίχτηκε τυλιγμένο στο σκοτάδι, δεν επρόκειτο για βαρετή συναυλία, όπως διάβασα κάπου. Ανά διαστήματα οι Autechre έδωσαν ρέστα έτσι όπως έκαναν τα τέμπο να πάλλονται ή τις αρμονίες να δείχνουν περιφερόμενες, οδηγώντας παράλληλα τη δική μας ακροαστική εμπειρία σε ποικίλες συναισθηματικές καταστάσεις, τις οποίες καλούμασταν να βιώσουμε πρωτίστως εγκεφαλικά. Το ότι δεν επαναλήφθηκε εκείνη η φοβερή εμπειρία στο Bios, επομένως, δεν πρέπει να συγχέεται με τη δική τους ετοιμότητα να υπερασπιστούν με ενάργεια το όραμα ελευθερίας που τους διακρίνει εδώ και 30 χρόνια. Παραμένουν πιο τολμηροί και ενδιαφέροντες από διάφορα πιο προσβάσιμα μα μάλλον δειλά ηλεκτρονικά, τα οποία πολυδιαφημίστηκαν στα τελευταία 10-15 χρόνια.