Μια τραγουδίστρια, μια ορχήστρα, ένας σερβιτόρος και μια κάμερα ασφαλείας συνθέτουν το «Ένα Ένα», ένα παράξενο πανηγύρι στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (17-20/11). Ο συνθέτης Θανάσης Δεληγιάννης εξηγεί πώς έστησε μια παράσταση βγαλμένη από τα βάθη της παραδοσιακής ελληνικής διασκέδασης, με μια ομάδα από την Ολλανδία και χωρίς κανένα κλαρίνο.
Τι θα δούμε στη Στέγη και από πού εμπνεύστηκες αυτή τη θεματική;
Η συνθήκη που φτιάξαμε βασίζεται στο πανηγύρι, αλλά, παρότι θυμίζει συναυλία και παράσταση, δεν μπορέσαμε να την ονοματίσουμε. Μπορεί να ζω τα τελευταία 14 χρόνια στο εξωτερικό, αλλά έχω μεγαλώσει στην επαρχία. Οι γονείς μου ασχολούνται πολύ με την παράδοση και ο πατέρας μου παίζει κλαρίνο. Μεγάλωσα, επομένως, με το να πηγαίνουμε από το ένα χωριό στο άλλο και αυτή την ανάμνηση την κουβαλάω μέσα στο έργο για να το φέρω σε κάτι που με αφορά στο σήμερα.
Άρα αντλείς από την παιδική σου ηλικία.
Ακριβώς, ας πούμε, σε μία από τις πρόβες, θυμήθηκα ότι έβλεπα το πανηγύρι ως μικρό παιδί πίσω από ένα δέντρο και αυτό μου φάνηκε απίστευτα ενδιαφέρον. Δεν μπορούσα να ανήκω στο πανηγύρι, επειδή ήμουν πολύ μικρός, άρχισα όμως να το βλέπω σαν ένα γεγονός με διάφορα μέρη που λειτουργούν μαζί. Όλος αυτός ο κόσμος, που εντάσσεται στο δίπολο «ανήκω/δεν ανήκω», μπήκε στην παράσταση με έναν πιο ουσιώδη τρόπο. Αποτελείται από κάποια βασικά μέρη: η μουσική/η μπάντα, η τραγουδίστρια, ο σερβιτόρος και μία κάμερα ασφαλείας που κοιτάζει τον κόσμο συνέχεια. Στην αλληλεπίδρασή τους λειτουργούν σε δίπολα όπως το κέντρο/περιφέρεια, το φανταστικό/πραγματικό, το θηλυκό/αρσενικό και ίσως το ενδιάμεσό του.
Ένα από αυτά είναι και η μεταφορά ενός υπαίθριου γεγονότος στον εσωτερικό χώρο, ενώ αυτή την περίοδο βιώνουμε το ακριβώς ανάποδο.
Αυτό το έργο το φτιάξαμε επί Covid: φαντάσου ότι οι πρώτες πρόβες στο Άμστερνταμ ακυρώθηκαν λόγω του πολύ αυστηρού λοκντάουν και τα σχέδιά μας άλλαξαν πολλές φορές. Σιγά σιγά άλλαξε και το ίδιο το έργο. Ήδη πριν την πανδημία, ενυπήρχε το ερώτημα πώς να φέρουμε τον κόσμο μαζί. Δεν είναι φυσικά το βασικό του έργου, αλλά και μέσα από τον Covid αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε πόσο σημαντικό ήταν το «μαζί» που μας έλειπε.
Σε ποια ερωτήματα ήθελες να απαντήσεις;
Έχοντας μεγαλώσει μέσα στην παράδοση, αλλά ζώντας πλέον εκτός Ελλάδας, είχα την αίσθηση ότι είχα απομακρυνθεί από αυτή και από την οικογένειά μου. Από τις σπουδές μου στη Θεσσαλονίκη μέχρι σήμερα, θεωρούσα ότι το υλικό μου είναι σε ένα βαθμό η παραδοσιακή μουσική, ακόμα κι αν μερικές φορές κινούμουν πιο ηλεκτρονικά. Όλα μου τα εργαλεία τα ακόνισα μέσα από την παράδοση, εξελίσσοντάς τα μετά, για να τα τοποθετήσω σε ένα άλλο, πολύ ενδιαφέρον context. Οπότε, ένα από τα πρώτα ερωτήματά μου ήταν τι κάνω με αυτή την απόσταση; Τι κάνει αυτός που έχει φύγει και θέλει να επιστρέψει; Γυρνάμε στο «ανήκω/δεν ανήκω».
Επηρεάστηκες από συγκεκριμένους καλλιτέχνες ή δίσκους;
Έδωσα έμφαση στα 80s καθώς και στο τι έγινε λίγο πριν και λίγο μετά. Πρόκειται για ένα μουσικό υποείδος, με την έννοια του μικρότερου όγκου. Τα κλαρίνα, όπως τα εννοούμε στην πόλη, στηρίζονται στην παράδοση, αλλά έχουν μικρές διαφορές. Πέρα από το στοιχείο της «νύχτας», υπάρχουν και κάποια νεο-δημοτικά, ενώ πολύ ισχυρό στοιχείο είναι το ηλεκτρικό ρεύμα που μπαίνει μέσα με την κιθάρα και τους ενισχυτές. Αυτό φυσικά το βρίσκουμε και στο πανηγύρι, αλλά προέκυψε από ένα αλισβερίσι ανάμεσα στα δύο. Κάτι που ανακάλυψα ότι με εξιτάρει ήταν η μουσική του ’70 όπως οι τραγουδιστές Καρναβάς και Μαργαρώνη και οι κλαριντζήδες Σούκας και Βασιλειάδης.
Υπάρχει η τάση τα τελευταία χρόνια από τη νεότερη γενιά να επανοικειοποιείται τα λαϊκά και τα παραδοσιακά. Στο παρελθόν υπήρχε μια υποτίμηση σ’ αυτό το είδος, η οποία τώρα εξασθενεί.
Συμφωνώ. O κόσμος των κλαρίνων, βέβαια, είναι ακόμα στην αφάνεια, παρότι είναι πολύ πλούσιος και έχει μια δικιά του σεξουαλικότητα. τον βρίσκω ερεθιστικό από όλες τις απόψεις. Χαίρομαι, όμως, γιατί σήμερα φοβόμαστε όλο και λιγότερο να ακουμπήσουμε πράγματα, δεν είναι πλέον «ιερά».
Πόσο δύσκολο ήταν να μεταδώσεις στους συνεργάτες σου, που δεν έχουν το ελληνικό βίωμα, την εμπειρία του πανηγυριού;
Με τον καθένα ήταν διαφορετικά. Ο βιολιτζής μας, ας πούμε, είναι Ρουμάνος που έχει σπουδάσει εδώ, οπότε δεν του ήταν δύσκολο. Ο ντραμίστας από την άλλη είναι Ολλανδός, εκεί έπρεπε να εξηγήσουμε τι είναι το τσιφτετέλι! Παρά τα όσα έχουμε συζητήσει, το παράδοξο είναι ότι η παράσταση δεν έχει κλαρίνο. Την έχω χτίσει με τους ανθρώπους με τους οποίους θα δουλεύαμε μαζί, δεν ήθελα να προσθέσω κάποιον νέο. Αυτό που λίγο χάνεται, για μένα, είναι ότι όσοι έρθουν δεν θα μπορούν να χορέψουν. Θα το ήθελα πολύ, αλλά όταν κάνεις μία παράσταση που θα ταξιδέψει διεθνώς πρέπει να ξεπεράσεις τους πολιτισμικούς φραγμούς και να απευθυνθείς σε πιο ευρύ κοινό.
Περισσότερες πληροφορίες
«Ένα ένα»
Ένα ιδιαίτερο μουσικό ταξίδι σε ένα επαρχιακό κέντρο διασκέδασης περασμένων δεκαετιών από τον Θανάση Δεληγιάννη.