
Το άκρως επιτυχημένο πρόσφατο συναυλιακό διήμερο στο Μέγαρο Μουσικής (7-8/3) της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Γαλλικής Ραδιοφωνίας δεν επιβεβαίωσε μόνο τη φήμη του -θεωρούμενου, δίκαια, ως καλύτερου γαλλικού- συνόλου και του ικανότατου διευθυντή του, Φινλανδού αρχιμουσικού Μίκκο Φρανκ.

Η εντυπωσιακή ανταπόκριση και σε άλλα ρεπερτόρια πλην του εθνικού/γαλλικού επιβεβαίωσε την αξιοζήλευτη θέση αμφοτέρων στο διεθνές μουσικό στερέωμα.
Πέρα από την ποιότητα των ερμηνειών, την προσοχή τράβηξε ο ανορθόδοξος τρόπος διεύθυνσης ορχήστρας του Φρανκ. Λόγω ενός προβλήματος στη σπονδυλική στήλη, ο 38χρονος μαέστρος διηύθυνε καθιστός επί σειρά ετών. Εσχάτως, διευθύνει ολοένα και περισσότερο όρθιος, κάτω από και εκ δεξιών του πόντιουμ, με την πλάτη του πολύ συχνά γυρισμένη στα βιολοντσέλα. Παρ’όλα αυτά, η ώσμωση με το ανανεωμένο ηλικιακά σύνολο είναι πραγματικά εντυπωσιακή!
Όπως αναμενόταν, η γαλλική μουσική είχε τη μερίδα του λέοντος στα προγράμματα, κυριαρχώντας μάλιστα απολύτως στο δεύτερο (8/3). Αυτό ξεκίνησε με μία εξόχως θεατρική και αφηγηματικά εύροη ανάγνωση της εισαγωγής στην όπερα «Βεατρίκη και Βενέδικτος» του Μπερλιόζ. Σπάνια διαφάνεια ήχου και λεπτό χιούμορ επενδύθηκαν στο χαρακτηριστικό αυτό δείγμα «περιγραφικής» μουσικής, που περιγράφει την ερωτική ιστορία δύο ελασσόνων χαρακτήρων από το σαιξπηρικό «Πολύ κακό για το τίποτα».
Ακολούθως, ακούσθηκε το «Κοντσέρτο για πιάνο-αριστερό χέρι» του Ραβέλ με σολίστ τον Γιώργο-Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Ο Θεσσαλονικιός πιανίστας αποκωδικοποίησε με νηφαλιότητα, εγρήγορση και δακτυλική ευχέρεια, τις διαφορετικές όψεις ενός έργου που γράφτηκε για τον Αυστριακό πιανίστα Πάουλ Βίτγκενσταϊν (μεγαλύτερο αδερφό του γνωστού φιλοσόφου), ο οποίος έχασε το δεξί του άνω άκρο κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου: τον ιδιότυπο λυρισμό του lento αλλά και το έντονο ρυθμικό βηματισμό του καταληκτικού allegro με τις ευδιάκριτες επιρροές από την αμερικανική τζαζ.
Την πλούσια ενορχήστρωση ανέδειξε με θαυμαστή γλαφυρότητα -και έξοχες σολιστικές πινελιές από τα ξύλινα- το ορχηστρικό παίξιμο, που άρθηκε πάνω και πέρα από το επίπεδο απλής συνοδείας, εγκαθιστώντας ισόκυρο διάλογο, άλλοτε χαμηλόφωνο άλλοτε πιο δυναμικό, με τον σολίστα. Παραμένοντας σε ανάλογο αισθητικό περιβάλλον, ο Λαζαρίδης χάρισε εκτός προγράμματος δύο σύντομα χορευτικά αποσπάσματα, τον «Καλαματιανό» από το έργο «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα» του Μάνου Χατζιδάκι και το «Μπαλέτο των Κλωσσόπουλων» από τις «Εικόνες από μιαν έκθεση» του Μούσσοργκσκυ.
Τη βραδιά ολοκλήρωσε μια συνολικά επιτυχημένη, πλην ατελής ερμηνεία της δημοφιλούς μοναδικής «Συμφωνίας» του (Βέλγου) Σεζάρ Φρανκ. Αυτή διέθετε τον συνδυασμό εκείνο ορμής και εσωτερικότητας που διασφαλίζει γλαφυρότητα στην εκτύλιξη του θεματικού υλικού, άλλοτε φωτεινού/λυρικού άλλοτε περισσότερο σκοτεινού/δραματικού. Επιπλέον, ο απρόσμενα μεστός, πλην διαυγής ήχος των εγχόρδων και οι καλλιεπείς συνεισφορές των πνευστών του γαλλικού συνόλου δικαίωνε τις «βαγκνέρειες» επιρροές/ατμόσφαιρες του έργου, χωρίς υπερβολικά τευτονικές πυκνότητες. Όμως, καθώς ο (Μίκκο!) Φρανκ αδυνατούσε να τονίσει εκείνα τα περάσματα παραγράφους καθενός από τα 3 μέρη του κυκλικής θεματικής έργου που επανεκκινούν αενάως τη συμφωνική ροή, η συνοχή και ο ειρμός της αφήγησης -και μαζί το ενδιαφέρον του ακροατή- χανόταν συχνά…

Παρά τα έντονα αρώματα του ευρωπαϊκού Βορρά, και η προηγούμενη (7/3) συναυλία σε μια κατάμεστη «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» είχε ξεκινήσει με ένα «ιδιαίτερο» δείγμα γαλλικής μουσικής, την -εξίσου μοναδική- «Συμφωνία» του Ντεμπυσσύ.
Το πρώιμο έργο, γραμμένο για πιάνο 4 χέρια (όταν ο Ντεμπυσσύ βρισκόταν στην υπηρεσία της -γνωστής ευεργέτιδας του Τσαϊκόφσκυ- βαρώνης φον Μεκ), ανακαλύφθηκε στη Ρωσία το 1933 και ενορχηστρώθηκε πρόσφατα από τον Αμερικανό συνθέτη και «μουσικό διασκευαστή» Τόνυ Φίννο. Παρά τις ιμπρεσιονιστικές αποχρώσεις του κεντρικού τμήματος της 10λεπτης σύνθεσης, η ακρόασή της κατέδειξε απρόσμενα σαφείς …επιρροές της ρωσικής εθνικής σχολής. Η εκτέλεση υπήρξε παρασάγγας ανώτερη από τη μοναδική μέχρι σήμερα ηχογράφηση του έργου.
Οι επιρροές του Τσαϊκόφσκυ στη μουσική του Σιμπέλιους αποτελούσαν ανέκαθεν ένα άλλο, εξαιρετικά αμφιλεγόμενο ζήτημα στη μουσικολογική έρευνα. Σήμερα, βέβαια, ουδείς αμφισβητεί το τόσο προσωπικό στίγμα και τη γοητεία του συμφωνικού corpus του Φινλανδού συνθέτη, που περιγράφει ανάγλυφα την ομορφιά της φύσης της πατρίδας του και τη διάχυτη μελαγχολία της. Εύλογα, οι φιλόμουσοι ανέμεναν ότι ο Φρανκ -ένας από τους πιο χαρισματικούς αρχιμουσικούς της γενιάς του- θα απογείωνε τη μουσική του συμπατριώτη του συνθέτη και δεν διαψεύσθηκαν!
Στη σπάνια παιζόμενη 3η Συμφωνία του Σιμπέλιους θαύμασε κανείς την πρωτοφανή ρευστότητα της αφήγησης, την ακριβή περιγραφή και νοηματοδότηση των κλιμάτων και του βορινού της λυρισμού. Ο αρχιμουσικός ανέδειξε, με εξαιρετικά εύπλαστα τέμπι, πλήθος λεπτομερειών της όχι πυκνής ορχηστρικής γραφής, τις ρυθμικές της καινοτομίες, αλλά -κυρίως- τα άφθονα μελωδικά μοτίβα (όπως αυτά του υποβλητικού andantino), εκμεταλλευόμενος την έξοχη υποομάδα των ξυλίνων, με κορυφαίο τον διεθνώς καταξιωμένο κλαρινετίστα Νικολά Μπαλντερού.
Κατόπιν τέτοιων «ποιμενικών» απολαύσεων, ως ανκόρ προσφέρθηκε μια εμπνευσμένη, δραματικά επείγουσα ανάγνωση (λαμπερά χάλκινα!) του περίφημου συμφωνικού ποιήματος «Φινλανδία» του Σιμπέλιους, που αποτέλεσε φόρο τιμής στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα της χώρας του από τους Ρώσους. Εξίσου συναρπαστικά ήχησε και το ανκόρ της δεύτερης βραδιάς, το εκμαυλιστικά ποιητικό «Τραγούδι της Σόλβεϊγκ» από τον «Πέερ Γκυντ» του Γκρηγκ, στο οποίο ενθουσίασε η τέχνη των ιριδισμών.
Τη μεγαλύτερη αμηχανία του διημέρου προκάλεσε -απρόσμενα!- η πολυαναμενόμενη σύμπραξη του συνόλου με την Κχάτια Μπουνιατισβίλι στο απερίφραστα ρομαντικό «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2» του Ραχμάνινωφ. Η τόσο ταλαντούχα 30χρονη πιανίστα επέλεξε μια κατά βάση εσωστρεφή προσέγγιση, με έντονες, μανιερίστικες αυξομειώσεις ήχου, ταχυτήτων και δυναμικών, η οποία αλλοίωσε τις ισορροπίες με τη μεγάλη ορχήστρα. Και τούτο μολονότι έγιναν υποδειγματικά σεβαστές οι αγωγικές ενδείξεις κάθε μέρους, μολονότι στο αργό κεντρικό μέρος (adagio sostenuto) -ελέω και των εκφραστικών παρεμβάσεων του Μπαλντερού- η τρυφερότητα και η συναισθηματική φόρτιση της γραφής αποδόθηκαν ονειρεμένα!
Η ευθύνη δεν βαρύνει, βέβαια, μόνο την πιανίστα, αφού και ο Φρανκ έδειξε να νοιάζεται ελάχιστα για την συμπόρευση μαζί της, φροντίζοντας πρωτίστως για την -ανεπίληπτη- απόδοση του ορχηστρικού μέρους, ιδιαίτερα ορατή στα πρώτα μέτρα, όπου μάγεψε το γενναιόδωρο, απόλυτα εστιασμένο παίξιμο των εγχόρδων. Εκτός των παραγράφων που το πιάνο έπαιζε εκτεθειμένο, ο ήχος του καλυπτόταν από αυτόν του χυμώδους συμφωνικού συνόλου! Συγκεφαλαιωτικά, μία χαμένη συνάντηση με αρκετές μαγικές στιγμές…
Στη θερμότατη, πάντως, υποδοχή του κοινού η Γεωργιανή καλλονή αντιχάρισε δύο διασκευές κομματιών από σπουδαίους πιανίστες: αυτήν της δαιμονικά δεξιοτεχνικής «Ουγγρικής Ραψωδίας αρ. 2» του Λιστ από τον Βλαντιμίρ Χόροβιτς και αυτήν του συγκινητικού «Μενουέττου» από τη «Σουίτα σε σολ ελάσσονα HWV 439» του Χαίντελ από τον Βίλχελμ Κεμπφ. Και μια τελευταία παρατήρηση: παρά τη μεγάλη εξέλιξη των ringtones των κινητών τηλεφώνων προς το λιγότερο θορυβώδες, ο νόμος του Μέρφυ τα έκανε να κουδουνίζουν στις πιο ακατάλληλες, χαμηλόφωνες στιγμές των προγραμμάτων, εκθέτοντας ανεπανόρθωτα τους «ξεχασιάρηδες» ιδιοκτήτες τους/ακροατές…
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης