Με μουσικές του 20ού αιώνα γέμισε το Μέγαρο Μουσικής τον περασμένο Απρίλη. Οι δύο από τις 3 συναυλίες του σημερινού σημειώματος δόθηκαν σε συμπαραγωγή με τη διοργάνωση σύγχρονης τέχνης documenta 14, που φιλοξενείται ακόμη στην Αθήνα.
Από αυτές λιγότερο ικανοποίησε η συναυλία της 25/4, στην οποία παρουσιάσθηκε το «Επίκυκλος και Project 21», μία περφόρμανς – διασκευή των ομότιτλων έργων (το δεύτερο, ημιτελές) του αείμνηστου Γιάννη Χρήστου από τον Αυστριακό Ρούπερτ Χούμπερ.
Με το που έμπαινε κανείς στο Μέγαρο παρατηρούσε, σε διάφορους χώρους του, συμμετέχοντες να αναπαριστούν μορφές συμβολικών πράξεων στη λογική του πρωτότυπου «Επίκυκλου» (που σήμαινε αυτό που συμβαίνει μέσα σε προκαθορισμένο χρόνο και τόπο), χωρίς πάντως τη χρήση φωνής. Αφιστάμενη των λεπτομερών οδηγιών του Χρήστου, η συγκεκριμένη διασκευή του Χούμπερ φώτισε μονομερώς τη συνθετική πρόθεση εξερεύνησης των απώτατων ορίων της ατονικότητας.
Το αντίθετο συνέβη στην προσπάθεια συμπλήρωσης της ημιτελούς αναπαράστασης «Project 21» του Χρήστου, που δόθηκε στη σκηνή της μισογεμάτης «Αίθουσας Χρ. Λαμπράκης», όπου η φωνητική συμμετοχή των 5 performers του Ensemble Spinario υπήρξε εξίσου καταλυτική με τη σωματική. Όμως, και πάλι η χρήση αφενός ηλεκτρονικής μουσικής αφετέρου ήχων και οργάνων από διαφορετικές μουσικές κουλτούρες (τις οποίες εξερευνά συστηματικά ο -πολυδιάστατος καλλιτέχνης- Χούμπερ) σε συνδυασμό με τη μεγάλη -ωριαία!- διάρκεια του δρώμενου όχι μόνο κούρασαν αλλά και συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας μουσικοσκηνικής πρότασης υπερβολικής, κάπως ξένης προς τη λιτότητα εκφραστικών μέσων που διακρίνει το έργο του σπουδαίου Έλληνα συνθέτη, χωρίς τουλάχιστον να προδίδει τη φιλοσοφία του…
Πολύ ουσιαστικότερη υπήρξε, αντιθέτως, η συναυλία της 8/4 που βασίσθηκε σε μιαν ιδέα των καλλιτεχνών της documenta 14 Ρος Μπίρελ και Ντέηβιντ Χάρντινγκ, και δόθηκε στην ίδια -κατάμεστη αυτή τη φορά από ένα ετερόκλητο κοινό (με δεσπόζουσα παρουσία Γερμανών επισκεπτών)- αίθουσα. Στο επίκεντρό της βρέθηκε το δράμα των σημερινών προσφύγων (κυρίως των Σύρων), υπέρ των οποίων διατέθηκε μέρος των εσόδων.
Η βραδιά έδωσε την ευκαιρία σύμπραξης της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με μέλη της Φιλαρμονικής Ορχήστρας Εκπατρισμένων Σύρων για την εκτέλεση, υπό τη διεύθυνση του Ρώσου αρχιμουσικού Ντάνιελ Ράϊσκιν, της συγκινητικής 3ης Συμφωνίας «των θρήνων» του Πολωνού συνθέτη Γκουρέτσκι, που δάνεισε τον τίτλο και στην όλη συναυλία.
Πριν από αυτήν προσφέρθηκε ένα νέο έργο, ομοίως έμφορτο της εμπειρίας του θανάτου και του ξεριζωμού, η «Φούγκα: τετράστιχο για σόλο βιολί» των Ρος Μπίρελ και Αλί Μοράλυ. Συγκεράζοντας μουσικές επιρροές από το Δυτικό μπαρόκ με ακούσματα της εγγύς Ανατολής, ο εκπατρισμένος Σύρος συνθέτης/βιολιστής Μοράλυ καθήλωσε το ακροατήριο με την στέρεη δεξιοτεχνία, τη υψηλή συγκέντρωση και το ειλικρινές συναίσθημα του παιξίματός του.
Η 3η Συμφωνία του Γκουρέτσκι αποτελεί έναν άκρως υποβλητικό θρήνο, με τον οποίο αποτυπώνονται μουσικά σε τρία μέρη (και όχι «πράξεις», όπως ανέγραφε το πρόχειρα μεταφρασμένο στα ελληνικά προγραμματικό φυλλάδιο), ο αποχωρισμός γονιού-παιδιού και η απώλεια και ο πόνος που προκαλεί ο πόλεμος. Η ηχογράφηση του έργου το 1992 (από την London Sinfonietta υπό τον αρχιμουσικό Ντέηβιντ Ζίνμαν και με σολίστ την σοπράνο Ντων Άπσω) υπήρξε ένα απόλυτο blockbuster της κλασικής μουσικής. Οι πωλήσεις 1.000.000 αντιτύπων οφείλονταν, βέβαια, περισσότερο στην «ευκολία» πρόσληψης μίας μουσικής, η οποία μιλά άμεσα στην ψυχή και είναι αρκετά συγγενής από πλευράς αισθητικής με τον δημοφιλέστατο τότε στη Δύση αμερικανικό μινιμαλισμό, παρά στην αληθινή κατανόηση του συναισθηματικού βάρους της.
Κατά τούτο, η ακρόαση του έργου στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία και υπό αυτές τις συνθήκες -ανεξαρτήτως, μάλιστα, των και πάλι αχρείαστων και ενοχλητικών χειροκροτημάτων του κοινού μετά από κάθε μέρος!- ανέδειξε τον πυρήνα του και νοηματοδότησε με σαφήνεια την περισσότερο μελαγχολική και πικρή, παρά πένθιμη, διάστασή του. Εκμαιεύοντας από τα έγχορδα της ΚΟΑ και του φιλοξενούμενου συνόλου εστιασμένο ήχο, φροντισμένες διακυμάνσεις δυναμικής και εύπλαστη φραστική, ο Ράϊσκιν κατάφερε να αποδώσει με εκφραστικότητα την ιδιότυπη δραματουργία της συμφωνίας.
Στις θετικές εντυπώσεις συνέβαλε και η Σύρια υψίφωνος Ράσα Ριζκ, το συναισθηματικό τραγούδι της οποίας χρωμάτισε το «Θρήνο της Παναγίας» του 15ου αιώνα, την προσευχή ενός 14χρονου κοριτσιού σε φυλακή της Γκεστάπο και το δημοτικό τραγούδι από τη Σιλεσία της Πολωνίας, όπου μια μάνα αναζητά το νεκρό της γιο, έστω και αν ένα πιο φωτεινό ηχόχρωμα και μια καλύτερη άρθρωση της πολωνικής γλώσσας (με τα τόσο δύσκολα σύμφωνα) θα ήταν επιθυμητά…
Μεγάλο μέρος του κοινού κατέκλυσε δύο μέρες αργότερα (10/4) την «Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος» για να παρακολουθήσει το «Αφιέρωμα στον Άρβο Παιρτ», που φιλοξενήθηκε -όπως και το προηγούμενο πρόγραμμα- στον προπασχαλινό κύκλο εκδηλώσεων «Adagio» του Μεγάρου. Θα μπορούσε κανείς να εικάσει ότι οι περισσότεροι ήσαν οπαδοί του «ιερού μινιμαλισμού», στον οποίο κατατάσσονται συχνά τόσο ο Γκουρέτσκι όσο και ο Εσθονός ομόλογός του, έστω και αν η «Συμφωνία των θρήνων» αποτελεί ένα έργο με εντονότερες πολιτικές και ιστορικές αναφορές απ’ότι θρησκευτικές…
Η μονοθεματική συναυλία Παιρτ ήταν σίγουρα ενδιαφέρουσα και συνεκτική, στο βαθμό που εστίασε σε δύο πυλώνες της συνθετικής του δημιουργίας (τη μουσική δωματίου και τη φωνητική μουσική), περιλαμβάνοντας έργα -γραμμένα σ’ένα χρονικό φάσμα σχεδόν 40 ετών- από τη λεγόμενη «δεύτερη περίοδο» του. Ο συνθέτης άρχισε τότε να αναδιφά στην παλαιά μουσική και να εξερευνά σε βάθος τις ρίζες της δυτικής μουσικής, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στο γρηγοριανό μέλος και την ευρωπαϊκή πολυφωνία της Αναγέννησης.
Το σκέλος της μουσικής δωματίου υπήρξε σαφώς επιτυχέστερο, τόσο λόγω της μεγαλύτερης ποιότητας και πυκνότητας των έργων, όσο και λόγω της εξαιρετικής ερμηνείας που χάρισαν εκλεκτά μέλη του «Ergon Ensemble» (Κώστας Παναγιωτίδης και Μόρφω Παπαδηµητρίου-βιολιά, Αγγέλα Γιαννάκη-βιόλα, Δηµήτρης Τραυλός-βιολοντσέλο και Χρήστος Σακελλαρίδης-πιάνο). Ήδη από το «Mozart-Adagio» για βιολί, τσέλο και πιάνο αλλά και το «Spiegel im Spiegel» για βιόλα και πιάνο έγινε αντιληπτή η απλή τεχνική του Παιρτ, ο οποίος αξιοποιεί μιαν απλή μελωδική γραμμή, συνοδευόμενη από αναπτύγματα μιας συγχορδίας. Η επεξεργασία έγινε με ελαφρώς πιο φιλόδοξους όρους ως προς την ποικιλία των αναπτύξεων στις εκδοχές για κουαρτέτο εγχόρδων των έργων «Summa» και «Fratres», όπου ξεχώρισε το μουσικότατο τσέλο του Τραυλού.
Η ίδια τεχνική χρησιμοποιήθηκε και στις αρκετά φλύαρες και μονότονες φωνητικές συνθέσεις. Το ατμοσφαιρικό, νοσταλγικό στίγμα του κομματιού «My Heart’s in the Highlands», δεν δικαιώθηκε από την ηχηρή αλλά κάπως όξινη φωνή του κόντρα-τενόρου Νίκος Σπανάτης, τον οποίο συνόδευσε η Ελένη Κεβεντζίδου στο -φορητό- εκκλησιαστικό όργανο. Στο «Stabat Mater», που κάλυψε ολόκληρο το δεύτερο μέρος της βραδιάς, ο Παιρτ κάνοντας χρήση μελωδικών κινήσεων αντίστοιχων αυτών ενός Παλεστρίνα, συνεχίζει την παράδοση της δυτικής μουσικής και υμνογραφίας με δημιουργίες που περιγράφουν τον πόνο της Παναγίας μπροστά στον Σταυρωμένο Γιο της, με μία σπάνια ηρεμία και εν γένει αυστηρή εκφραστική λιτότητα.
Υπό την ακριβή διεύθυνση του Νίκου Τσούχλου, το γράμμα και το πνεύμα της παρτιτούρας απέδωσαν πιστότερα οι μουσικοί (Παναγιωτίδης, Γιαννάκη και Τραυλός), μιας και το τραγούδι των 3 μονωδών (Άρτεμις Μπόγρη-σοπράνο, Νίκος Σπανάτης-κόντρα τενόρος και Βασίλης Καβάγιας-τενόρος), ενίοτε εξπρεσιονιστικό για τους δύο πρώτους εξ αυτών, ήχησε ξένο προς την αισθητική και το ύφος της γραφής…
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης