
Τη γνωρίσαμε ως ιδιοκτήτρια της γκαλερί Ε31 που δεν υπάρχει πια και τώρα η Νάνσυ Κουγιούφα επιστρέφει ερμηνεύοντας στο πιάνο έργα του πρωτοποριακού Γάλλου συνθέτη Ερίκ Σατί. Μας εξηγεί τι την έκανε να αφοσιωθεί σε αυτόν και πώς συνδέεται με την εννοιολογική τέχνη.

Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τον Ερίκ Σατί; Τι τον κάνει ξεχωριστό;
Άκουσα τις συνθέσεις του και με καθήλωσαν. Η εσωτερικότητα, η καθαρή φόρμα των συνθέσεών του, η μουσική αισθητική του ήταν πρόκληση για μένα να ασχοληθώ με το έργο του. Η σχέση μου με τον Ερίκ Σατί, είναι μια σχέση πνευματική, ενός συνεχόμενου εσωτερικού διαλόγου. Ο Ερικ Σατί, που είναι λάτρης του μη συγκλονιστικού και αγωνιστής της καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας, της ανεξαρτησίας του προσωπικού στυλ και άποψης, που στηρίζει με πίστη, μου ζητάει ακριβώς το ίδιο να πράξω ασχολούμενη με το έργο του. Μου ζητάει όχι μόνο να διεισδύσω σε εκείνον για να τον κατανοήσω, αλλά να διεισδύσω στον ίδιο μου τον εαυτό για να τον ερμηνεύσω. Η απλότητα της πιανιστικής του τεχνικής, η αφαίρεση του χρόνου, η αφαίρεση του μέτρου, μου δίνει χρόνο, χώρο να μπω σε μια βαθύτερη έννοια ενός καθολικού σκέπτεσθαι, που για μένα είναι το ζητούμενο.
Mου δίνει την ελευθερία να δημιουργήσω πάνω στο έργο του, δικό μου έργο. Την φιλοσοφημένη αλήθεια θέλει και την φιλοσοφημένη αλήθεια μου εκφράζω μέσα από τις ερμηνείες μου. Τι τον κάνει ξεχωριστό είναι η πολυσχιδής προσωπικότητά του, η πρωτοποριακή σκέψη του, η μοναδική μουσική ατμόσφαιρα του έργου του που αλλάζει συνέχεια, που εμπνέει, που δεν αντιγράφεται. Με τον Ερικ Σατί βιώνεις το κλίμα της εποχής του. Το κλίμα της Μονμάρτης με αυθεντικό τρόπο. Και σκέφτομαι σε ποια κατηγορία της μουσικής μπορούμε να κατατάξουμε τον Ερικ Σατί. Είναι μία δύσκολη η ερώτηση προς απάντηση για έναν πρωτοπόρο σε πολλά επίπεδα Ερικ Σατί.
Με ποιόν τρόπο η προσέγγιση του Σατί στη μουσική προσομοιάζει με αυτή ενός σύγχρονου conceptual καλλιτέχνη;
Ο Ερικ Σατί προσεγγίζει την μουσική από μια διαφορετική οπτική, έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός εννοιολογικού καλλιτέχνη. Υπάρχει μια επιστημονική ματιά, έρευνα πέρα από το σύνηθες εκείνης της εποχής οσο αφορά έναν μουσικό. Να σκεφτούμε ότι χρησιμοποιούσε ένα φωνόμετρο για να ζυγίζει τον ήχο από τις πρώτες του συνθέσεις. Αποστασιοποιείται δηλαδή από τον συναισθηματισμό και ερευνά τον ήχο ως ήχο και όχι ως μουσική ιδέα. Ερευνά τον μουσικό τόνο. Πάνω σε αυτή την βάση ξεκινάει να γράφει μουσική. Με την εξέλιξη του, των γνώσεών του, εμπλέκει τις διαφορετικές γλώσσες της τέχνης, εμπλέκει την πραγματικότητα που βιώνει, λιτά, την καθημερινότητα που παρατηρεί, φιλτραρισμένα έπειτα από βαθύ στοχασμό. Τον πραγματικό θόρυβο τον εισάγει σε έργα του. Δεν ακολουθεί καμία μανιέρα σε κανένα επίπεδο.
Η κάθε στιγμή ζωής για τον Ερικ Σατί έχει νόημα και βαρύτητα, αξία που χρειάζεται να αγγίζει, να ερεθίζει, να προκαλεί όλα τα επίπεδα. Το αποδίδει στο έργο του. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κάποιος τις χειρόγραφες παρτιτούρες του και να σκεφτεί τους τίτλους των έργων του, την ποίησή του, τις οδηγίες που δίνει. Με αυτό τον ριζοσπαστικό τρόπο απαντάει και καυτηριάζει, σε ότι τον ενοχλεί, ότι τον ενοχλεί, ότι τον προβληματίζει. Είναι ένας συνθέτης που γράφει κοινωνικοπολιτικά άρθρα και δημιουργεί από μόνος του τις συνθήκες για να το πετύχει. Είναι ενεργός και τίποτα δεν είναι τυχαίο για εκείνον όπως δεν είναι τίποτα τυχαίο για έναν εννοιολογικό καλλιτέχνη. Κάθε έργο του είναι και μια διαφορετική έκθεση εννοιολογικής τέχνης με συγκεκριμένο στόχο και σκοπό.

Ποιές είναι οι διαφορετικές πτυχές του Σατί και ποιές από αυτές θα ακούσουμε στο CD;
Αυτό που ακούμε στο cd είναι τα πρώιμα έργα του. Είναι η περίοδος που ο Σατί, έχει εγκαταλείψει τον στρατό, έχει μετακομίσει στο Παρίσι, Μονμάρτη του τέλους του 19oυ αιώνα, κατοικεί σε ένα μικρό δωμάτιο που το ονομάζει ντουλάπα, παγωμένο, ζει με πενιχρό εισόδημα, άσχημες συνθήκες διαβίωσης, μελετάει μόνος του την γρηγοριανή μουσική, τον μεσαιωνικό μυστικισμό, γοητεύεται από την γοτθική αρχιτεκτονική, έχει μπει στην σέκτα των Ροδόσταυρων, υπό τον Sar Peladan, μιλάει για την θρησκεία, ερευνά τον ήχο, δημιουργεί τις πρώτες του συνθέσεις, δημιουργεί την σχέση με την εικαστικό Σουζάν Βαλαντόν, θυελλώδης σχέση της ζωής του που διαρκεί λίγους μήνες, έρχεται σε επαφή με μουσικούς όπως ο Claude Debussy, φίλος ζωής και διανοούμενους στα στέκια που συχνάζει, όπως το καλλιτεχνικό καφενείο Μαύρος Γάτος, το Πανδοχείο του καρφιού, όπου και εργάζεται ως πιανίστας εκεί.
Δημιουργεί την δική του εκκλησία και το περιοδικό Χαρτουλάριον της Μητροπολιτικής Εκκλησίας της Τέχνης του Ηγεμόνα Ιησού, άλλοθι για να εκφράζει ελεύθερα την άποψή του για ότι τον ενοχλεί. Φοράει κοτλέ κουστούμι, κυκλοφορεί με έναν αέρα ευσέβειας, τον αποκαλούν ο κύριος Φτωχός. Αποκαλεί τον εαυτό του γυμνοπαιδιστή. Έχει μια εκκεντρικότητα. Υπάρχουν στιγμές απομόνωσης για εκείνον, κάποιοι θεωρούν ότι έχει παράνοια. Έχουν αρχίσει να ακούγονται οι συνθέσεις του σε κλειστούς κύκλους. Συνθέσεις που δημιουργούν εντύπωση με την πρωτοπορία στην αρμονία και το μουσικό μινιμαλιστικό ύφος, Δεν θεωρείται καλός μουσικός για τα δυτικά δεδομένα και υπάρχει μια αμφισβήτηση για αυτόν ως συνθέτη, αυτή την εποχή, αλλά γίνεται μη μπορώντας να κατανοήσουν το πνεύμα του.
Με πείσμα όμως εκείνος συνεχίζει να αγωνίζεται διατηρώντας τον εαυτό του αλώβητο έχοντας μια απόλυτη πίστη σε αυτό που κάνει. Μέσα σε αυτό το κλίμα που ζεί, βγαίνουν οι Ogives, οι Sarabandes, οι Gymnopedies, oι Gnossiennes, που ακούμε στο cd. Έργα που κάνουν την ρήξη στον Γαλλικό Ρομαντισμό του 19oυ αιώνα και στο Βαγκνερικό δεσποτισμό. Όπως σημείωσε ο κριτικός τέχνης Henri Collet το 1916, αυτά τα έργα περιελάμβαναν όλα τα χαρακτηριστικά μια μεγάλης μουσικής επανάστασης.
Στις Ogives (Αψίδες), ηχεί το εκκλησιαστικό όργανο, δεσπόζει η πνευματικότητα, η ακρίβεια, το αποστασιοποιημένο θεϊκό στοιχείο. Ο Ερικ Σατί έχει επηρεαστεί από την γοτθική αρχιτεκτονική της εκκλησίας της Παναγίας των Παρισίων και την μελέτη του στην γρηγοριανή μουσική. Έχει γραφτεί το 1886.
Στις Σαραμπάντες του Σατί, που διατηρούν την ίδια μουσική αισθητική όπως, των Ogives, διακρίνεται και το Πλατωνικό στοιχείο. Οι Σαραμπάντες είναι ισπανικός ερωτικός χορός της μπαρόκ εποχής. Ο Ερικ Σατί τον ξαναφέρνει στην επιφάνεια με δικό του τρόπο. Λέγεται ότι εμπνεύστηκε από την Ουβερτούρα της όπερας Le Roi malgre lui του Emmanuel-Alexis Chabrier που παίχτηκε στο Παρίσι τον Μάιο του 1987. Εδώ βλέπουμε την απαρχή της ρήξης με τον βαγκνερικό δεσποτισμό και το γαλλικό ρομαντισμό του 19ου αιώνα. Αργές πλωτές μελωδίκες φράσεις εναρμονισμένες με καινοτόμες συγχορδίες. Ένας χορός αποστασιοποιημένος από τον χορό, αποστασιοποιημένος από φλύαρο πάθος.
Το έργο γράφτηκε το 1887
Το 1888 γράφει τις τρεις Gymnopedies. Γυμνοπαιδιστή είχε αποκαλέσει τον εαυτό του στον διευθυντή του Μαύρου Γάτου για πρώτη φορά. Ο τίτλος του έργου προέρχεται από την ετήσια τελετή προς τιμήν του θεού Απόλλωνα στην Αρχαία Σπάρτη, όπου γυμνοί παίδες χόρευαν και πάλευαν με την συνοδεία της λύρας και της φλογέρας. Έχει εμπνευστεί από την νουβέλα του Φλωμπέρ Σαλαμπό. Κρατώντας όλα τα στοιχεία των προηγούμενων συνθέσεών του, προσθέτει την απογύμνωση της μουσικής ιδέας και αποκαλύπτει την ουσία, που παρατηρείται από τρεις οπτικές γωνίες, όπως παρατηρείται ένα γυμνό γλυπτό από τον θεατή. Εισάγει την μινιμαλιστική μουσική σκέψη. Αυτό το είδος της αρμονικής γλώσσας υιοθετείται και εξελίσσεται αργότερα από τους φίλους του Debussy και Ravel.
Επισκεπτόμενος το 1889 την Exposition Universelle στο Παρίσι, άκουσε παράξενα εξωτικά είδη μουσικής με φολκλορικά στοιχεία, εμπνεύστηκε από την gamelan μουσική και την ρουμάνικη φολκλορική μουσική. Έτσι ξεκίνησε η γραφή των Gnossiennes που τον τίτλο τον δημιούργησε ο ίδιος και προέρχεται από την γνώση. Και αυτές οι συνθέσεις φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προηγούμενων συνθέσεών του, μαζί με την άνθηση μιας ανοίκειας για τα δυτικά πρότυπα καινοτομίας με την ένταξη ανατολίτικων κλιμάκων. Εδώ σπάει τα στείρα κατεστημένα δεσμά μεταξύ συνθέτη και ερμηνευτή και με τις αντισυμβατικές οδηγίες που δίνει όπως «με έκπληξη, ρώτησε τον εαυτό σου, στην άκρη της σκέψης σου, με ταπεινότητα, να κατέχεις το όλον) κλπ, βάζει τον ερμηνευτή να ακολουθήσει το μονοπάτι της προσωπικής του ενδοσκόπησης για την απόδοση της ερμηνείας.
Οι Gnossienes θεωρούνται τα κομμάτια της σιωπής. Γράφτηκαν ανάμεσα το 1889 και 1897.
Το 1898 μετακομίζει στο προάστειο Αρκέιγ του Παρισιού μέχρι το θάνατό του. Θεωρεί ότι το κλίμα της Μονμάρτης τον επηρεάζει αρνητικά για τις δημιουργίες του. Βρίσκει ένα ευρύχωρο σπίτι, τοποθετεί τα δύο πιάνα με ουρά το ένα πάνω στο άλλο. Το δεύτερο πιάνο το χρησιμοποιεί για ντεπό των γραμμάτων που ποτέ του δεν διάβαζε. Μπαίνει στην δεύτερη περίοδο της ζωής του, είναι και το τέλος της θρησκευτικής του περιόδου. Έχει εγκαταλείψει τους Ροδόσταυρους, χάρη της καλλιτεχνικής του ανεξαρτησίας, πορεύεται μόνος του. Η Μονμάρτη του λείπει, δεν μπορούσε να την ξεχάσει και περπατάει 6 χιλιόμετρα στην καρδιά του Παρισιού κάθε μέρα. Συνεχίζει να εργάζεται στα γνωστά καλλιτεχνικά καφενεία ως πιανίστας και ζει την καθημερινότητα. Στην τσέπη του κρατάει ένα σφυρί που τον προστατεύει από νυχτερινούς κινδύνους.
Κάποιες φορές τρικλίζει από μέθη. Συνομιλεί με τον Claude Debussy. Προκαλεί ο ένας τον άλλον. Κάποια στιγμή γράφει στον αδερφό του «Αν δεν είχα τον Debussy να συζητήσω κάποια θέματα μαζί του, δεν θα ήξερα τι να κάνω για να ανανεώσω τις φτωχές μου σκέψεις» με έναν σαρκασμό. Γράφει τραγούδια για καμπαρέ. Αυτή η περίοδος για τον Σατί δεν είναι η πιο δημιουργική περίοδος όσο αφορά τον αριθμό των συνθέσεών του. Το 1905 όμως ίσως και με παρακίνηση του Debussy, αποφασίσει να γραφτεί στην Schola Cantorum, σε μια συντηρητική μουσική ακαδημία της Γαλλίας. Παρακολουθεί το μάθημα της σύνθεσης, και της αντίστιξης και το 1908 παίρνει το δίπλωμά του, είκοσι χρόνια μετά από τις πρώτες του συνθέσεις. Αυτή η περίοδος είναι η περίοδος που ο Σατί αφιερώνει αποκλειστικά τον εαυτό του στην σύνθεση.
Ξεκινάει η Τρίτη περίοδος του Σατί. Από τους τίτλους που χρησιμοποιεί στα έργα του από την μουσική του, παρατηρούμε ότι αρχίζει να ανθίζει η περίοδος του Ντανταϊσμού. Αλλάζει και αυτός. Είναι η στιγμή που αποκτά κύρος και ως συνθέτης. Αποκτά κοινό, τους Σατιστές. Ντύνεται σαν τζέντλεμαν και πιπερίζει τις συνθέσεις του με μια ήπια ειρωνεία και χιούμορ. Γράφει και σατιρικά άρθρα, καυτηριάζει την αστική κοινωνία. Γίνεται μέλος αρχικά του Σοσιαλιστικού Ριζοσπαστικού Κόμματος και κατόπιν του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ερχεται σε επαφή με τους ντανταϊστές, Τριστάν Τζαρά, Μαν Ραίη, Μαρσέλ Ντυσάν, Φράνσις Πικαμπιά κ.α.
Ξεκινάει συνεργασία με συνθέσεις μουσικής για πειραματικά μπαλέτα και ταινίες. Για το μπαλέτο Parade, ένα σκανδαλώδες έργο που έκανε πρεμιέρα το 1917 στο Παρίσι από τα περίφημα ρωσικά μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, με σενάριο Ζαν Κοκτώ, χορογραφία Λεονίντ Μασσίν, σκηνικά κουστούμια Πάμπλο Πικάσσο, γραφει την μουσική και εισάγει για πρώτη φορά ήχους της καθημερινότητας όπως της γραφομηχανής, των σειρήνων, των μπουκαλιών κλπ. Γράφει την μουσική για το μπαλέτο Παύση των Φράνσις Πικάμπια και Μαρσέλ Ντυσάν, και για το φιλμ Διάλλειμα σε σκηνοθεσία Ρενέ Κλαίρ.
Για το κοινό γράφει «Προτιμώ να τους ακούω να φωνάζουν παρά να χειροκροτούν» Για τους κριτικούς γράφει «Με στιγματίζουν ως χωρατατζή αλλά δεν είμαι» Για εκείνον γράφει «Ήρθα στον κόσμο πολύ νέος, σε έναν κόσμο γερασμένο»

Πώς προέκυψε το πρώτο σου μουσικό άλμπουμ; Σε επηρέασε η ενασχόλησή σου με την γκαλερί και την εικαστική τέχνη.
Οι ηχογραφήσεις μου και η δημιουργία του μουσικού μου άλμπουμ, είναι φυσική συνέχεια ενός ανθρώπου που ασχολείται με την μουσική από την αρχή της ζωής του, περνώντας από στάδια αναζήτησης, και εξέλιξης.
Οι τέχνες είναι ούτως η άλλως συγκοινωνούντα δοχεία που βοηθάνε στην αυτοσυνείδηση, διευρύνοντας τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Η δημιουργία δεν είναι μια περιφραγμένη αυλή, αλλά ένα απέραντο πεδίο προς εξερεύνηση. Το έργο που δημιουργείται είναι πόρτα, είναι η αρχή της επικοινωνίας. Η ενασχόλησή μου με την γκαλερί και την σύγχρονη τέχνη, μου διεύρυνε τους πνευματικούς μου ορίζοντες, κάνοντάς με να προσεγγίζω την μουσική με διαφορετική οπτική και πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Στο φως αυτού του βιώματος, το επόμενο βήμα μου, ήταν το στούντιο.
Θα επιστρέψεις στην εικαστική σκηνή;
Την κατάλληλη στιγμή. Όπως δεν έφυγα από την μουσική, έτσι δεν έχω φύγει από την εικαστική σκηνή. Με ενδιαφέρει να διατηρώ το επίπεδο που δημιουργώ, και ότι κάνω θέλω να είναι αντάξιο αυτού του επιπέδου και ανώτερο.
Είναι μια συνειδητή επιλογή. Ότι χτίζουμε είναι η βάση μας για τα επόμενα βήματά μας. Εκπτώσεις δεν μπορώ να κάνω πάνω σε αυτό. Σέβομαι απόλυτα και εκτιμώ βαθύτατα τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκα που είναι όλοι άξιοι λόγου.
Στο σήμερα ασχολούμαι με την δημιουργία του δεύτερου μουσικού μου άλμπουμ, πέρα από την διδασκαλία, ασχολούμαι με τα παιδιά με ειδικές ανάγκες στο Πίκπα της Βούλας, στο προσφυγικό έργο της Διεθνούς οργάνωσης Caritas. Zω με όραμα.
Το cd «The Early Piano Works of Erik Satie» (Τα πρώιμα έργα για πιάνο του Ερίκ Σατί, 1866-1925) διατίθεται στο Reload και στον Ιανό.
ΔΙΑΘΕΣΗ – ΔΙΑΝΟΜΗ: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ – ΕΜΣΕ, 210 3252192, e.m.s.e.action@gmail.com