
Τρεις βραδιές μουσικο-θεατρικού αναλογίου με έντονο γαλλικό άρωμα δόθηκαν το τελευταίο δίμηνο στην Αθήνα.

Οι σχέσεις μουσικής και θεάτρου είναι γνωστές και σημαντικές: η όπερα, η οπερέτα ή ακόμη το μιούζικαλ αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα εντελέστερης ώσμωσής τους. Πρόσφατα, στον ευρωπαϊκό χώρο έχουν τραβήξει την προσοχή υβριδικές προτάσεις συνύπαρξης των δύο τεχνών: παραστάσεις, όπως αυτές των Μαρτάλερ, Μάρτον, Γκαίμπελς, που έχουμε παρακολουθήσει και στην Ελλάδα, αποπειρώνται να καλύψουν έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ όπερας και θεάτρου.
Οι βραδιές μουσικο-θεατρικού αναλογίου αποτελούν μία πιο απλή πρόταση, στην οποία (θεατρικός) λόγος και μουσική εναλλάσσονται γύρω από ένα θέμα ή ένα πρόσωπο (συνθέτη ή καλλιτέχνη). 3 τέτοιες βραδιές με έντονο γαλλικό άρωμα δόθηκαν το τελευταίο δίμηνο στην Αθήνα.
Οι δύο πρώτες, που έλαβαν χώρα στο Αμφιθέατρο του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη, φέρουν την υπογραφή της ηθοποιού Μάγδας Μαυρογιάννη, προστιθέμενες στη μακρά αλυσίδα μουσικοθεατρικών αφιερωμάτων που αυτή επιμελείται γύρω από τη ζωή γυναικείων μορφών της μουσικής και άλλων τεχνών. Σε αυτά, η πολυσχιδής Μαυρογιάννη γράφει, αφηγείται (σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο) και συνδέει με την κλασική μουσική κείμενα που αναδεικνύουν τις κυριότερες πτυχές της προσωπικότητας των τιμώμενων καλλιτέχνιδων.
Λιτά μέσα -ένα τετράδιο, μερικές μάσκες και λιγοστές προβολές βίντεο- αξιοποιούνται από τη Μαυρογιάννη σε ένα περιεκτικό και γλαφυρό δρώμενο. Αυτό με τίτλο «Η τέχνη γένους θηλυκού» (16/1) εστίασε σε δύο γαλλίδες εκπροσώπους των εικαστικών τεχνών, την ζωγράφο Σεραφίν Λουί και την γλύπτρια Καμίγ Κλωντέλ, το ταλέντο και το πάθος των οποίων κατέβαλε η ψυχική ασθένεια. Έμφαση δόθηκε στην ιδιαίτερη σχέση τους με τον συλλέκτη τέχνης Βίλχελμ Ούντε και τον γλύπτη Ωγκύστ Ροντέν αντίστοιχα. Στις 13/3, ο τίτλος του προγράμματος «Γιατί σε μένα;» υπαινισσόταν το μοιραίο ρόλο που διαδραμάτισαν σοβαρές σωματικές ασθένειες στην καριέρα και το βίο διάσημων σολίστ, όπως η Ρουμάνα πιανίστρια Κλάρα Χάσκιλ και η Αγγλίδα βιολοντσελίστρια Ζακλίν ντυ Πρε.
Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι ο θεατής/ακροατής πρέπει να συνηθίσει σ’έναν κάποιο στόμφο στην -άρτια, πάντως- εκφορά του λόγου και σε μια εξίσου ορατή μανιέρα σε κινήσεις/ υπόκριση. Επίσης, είναι προφανές ότι τέτοιου είδους «προσωπογραφίες» απευθύνονται μάλλον στο ευρύ κοινό, απ’ό,τι σε πιο υποψιασμένους ή φιλέρευνους θεατές. Για τη ζωή π.χ. των Λουί και Κλωντέλ, οι κινηματογραφικές καταθέσεις των Προβό και Νυϊτέν έχουν ιδιαίτερο βάρος, ενώ και οι φιλόμουσοι διαθέτουν πληθώρα πηγών (βιογραφίες, DVD) για την τέχνη των Χάσκιλ και ντυ Πρε, πέρα από την σημαντική δισκογραφία τους.
Σε κάθε περίπτωση, η γνωριμία με τέτοιες προσωπικότητες είναι πραγματικά ευπρόσδεκτη, πολλώ δε μάλλον όταν γίνεται με την υπευθυνότητα της Μαυρογιάννη. Εξίσου αξιέπαινη είναι η πλαισίωσή της με εκλεκτούς μουσικούς, που διεκδικούν ισάξιο ρόλο, συμπληρώνοντας ή επισχολιάζοντας τη δραματουργία. Έτσι, πιανιστικά έργα και μελωδίες των Ντεμπυσύ, Ραβέλ, Φρανκ, Φωρέ και Πουλένκ κάλυψαν το μουσικό μέρος της πρώτης βραδιάς. Αν ο Κάρολος Ζουγανέλης έδωσε προτεραιότητα στη ρυθμική καθαρότητα παρά στις ατμόσφαιρες των πιανιστικών συνθέσεων, η Χριστίνα Γιαννακοπούλου χάρισε πιθανότατα το καλύτερο -μίνι, έστω- ρεσιτάλ γαλλικού τραγουδιού των τελευταίων ετών! Η πάντοτε άρτια προετοιμασμένη υψίφωνος αξιοποίησε θαυμαστά ένα πλήρες ερμηνευτικό οπλοστάσιο: μουσικότητα, ευγένεια συναισθήματος, κρυστάλλινη άρθρωση, κυρίως όμως πλήρη νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου…

Στο δεύτερο πρόγραμμα, οι μουσικές παρεμβάσεις αφορούσαν, εύλογα, σύντομα αποσπάσματα έργων που αποτέλεσαν μέρος του ρεπερτορίου των Χάσκιλ και ντυ Πρε. Η πιανίστα Αλεξάνδρα Νομίδου έλαμψε πρωτίστως στα κομμάτια ρομαντικών συνθετών (Σούμαν, Σοπέν, Σούμπερτ), ενώ απέδωσε καλά και συνθέσεις των Γ.Σ.Μπαχ, Ντ. Σκαρλάτι και Μότσαρτ. Η νεαρή Γαλλίδα τσελίστα Κλιό Ερτέ προσέφερε, με σταθερό δοξάρι, ωραίο ήχο αλλά και κάπως οριακή ορθοτονία στην υψηλή περιοχή του οργάνου, στρωτές αναγνώσεις έργων των Γ.Σ.Μπαχ, Σούμπερτ, Πόππερ, Σούμαν, Έλγκαρ, Φωρέ και Σαιν-Σανς.
Η τρίτη βραδιά, που διοργανώθηκε στο πατάρι του βιβλιοπωλείου «ΙΑΝΟΣ» (7/3), ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στη μουσική ιδιοφυία του Ντεμπυσύ και βασίσθηκε σε μία ιδέα της διακεκριμένης φλαουτίστριας Ναταλίας Γεράκη. Ήδη ρονταρισμένη σκηνικά, αποτύπωνε σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο ομότιτλης (“Claude Debussy: La musique à moi”), καλαίσθητης δισκογραφικής έκδοσης με τους ίδιους σχεδόν συντελεστές.
Το κείμενο παρουσίασε με ακρίβεια και χιούμορ τα σημαντικότερα στάδια ζωής και δημιουργικής πορείας του σπουδαίου Γάλλου συνθέτη, ενώ εμπλουτίσθηκε από προβολές φωτογραφιών και βίντεο. Παρά την δεδομένη εκφραστικότητά της, η αφήγηση της ηθοποιού Μάνιας Παπαδημητρίου φάνηκε εκτός κλίματος και αισθητικού στίγματος εποχής, παραπέμποντας περισσότερο σε μία «μπελ-επόκ» που ούτε πρόλαβε ο συνθέτης, ούτε εξάλλου θα τον αντιπροσώπευε.

Συνοδευόμενα από το πιάνο, το φλάουτο και η φωνή πρωταγωνίστησαν στα περισσότερα έργα (πρωτότυπα ή μεταγραφές). Η Γεράκη χάρισε νηφάλιο παίξιμο, με ελεγχόμενο βιμπράτο και καθαρότητα γραμμής, που απέφυγε ιδιαίτερα εκστατικές ή ποιητικές εξάρσεις, προβάλλοντας το μοντερνισμό της γραφής. Την ίδια καθαρότητα, συνοδευόμενη από τη γνωστή δροσιά του τίμπρου, διέθετε και το τραγούδι της υψιφώνου Μυρσίνης Μαργαρίτη, που δικαίωσε -παρά τα μεγάλα ακόμη περιθώρια βελτίωσης της εκφοράς της γαλλικής γλώσσας- 4 μελωδίες και τη σύντομη άρια από την 1η Σκηνή της Α’ Πράξης της όπερας «Πελλέας και Μελισσάνθη».
Ο Διονύσης Μαλλούχος απέδωσε με ρευστότητα, ηχοχρωματικό πλούτο και υφολογική ευελιξία διάφορα αποσπάσματα από τις περίφημες συνθέσεις για πιάνο του Ντεμπυσύ. Αντίθετα, η πιανιστική του συνοδεία ανέτρεπε συχνά τις ισορροπίες σε φάσμα δυναμικής και στάθμιση ηχητικών μεγεθών.
Συνολικά, μία υψηλού ενδιαφέροντος πρόταση, ιδίως στο -άκρως απαιτητικό και διόλου αυτονόητο- μουσικό επίπεδο…
Credit 1ης/3ης φωτoγραφίας: Φαίδων Κωνσταντινίδης / Γ. Καμπούρης