©Leonidas Zarkos
Από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στον Ιωάννη Βαρβάκη, ο Γιάννης Σμαραγδής έχει μια αδυναμία στις ισχυρές προσωπικότητες του ελληνισμού. Η τελευταία ταινία του, "Καποδίστριας", φέρνει στο προσκήνιο τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, αλλά και έναν από τους σπουδαιότερους πολιτικούς της νεότερης ιστορίας. Το "α" συνάντησε τον Σμαραγδή στο Athinaion Experience για να συζητήσουμε για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, τη γοητεία ενός χαρακτήρα χωρίς ατέλειες και το (ανακριβές) περιστατικό με τις πατάτες.
Ο "Καποδίστριας" είναι ένα πρότζεκτ που το θέλατε και το κυνηγήσατε πολύ. Γιατί από όλες τις προσωπικότητες του ελληνισμού δώσατε τέτοια προτεραιότητα στον Καποδίστρια;Πιστεύω ότι δεν επιλέγουμε εμείς τα πρόσωπα, αλλά αυτά εμάς. Η δουλειά σου μετά είναι να δεις αν όντως σ’ έχει επιλέξει, να οργανωθείς, να βάλεις την αγάπη σου, να συγκροτήσεις ένα σώμα, να βρεις τρόπο να αφήσεις την ψυχή του προσώπου που βάζεις σε κίνηση να σου μιλήσει. Εδώ, με τον Καποδίστρια, υπήρχε μια εμμονή τριών ανθρώπων για να γίνει η ταινία. Το ένα ήταν η γυναίκα μου, Ελένη Σμαραγδή. Το άλλο ήταν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο οποίος, πολλά χρόνια πριν, μου έλεγε εμμονικά ότι εγώ πρέπει να κάνω αυτή την ταινία. Από τότε που ξεκινήσαμε με τον Βαγγέλη τον "Καβάφη" και μετά έκανα τον "Ελ Γκρέκο", επέμενε να κάνω τον "Καποδίστρια". Το τρίτο πρόσωπο είναι η Ελένη Κούκου, μια ιστορικός που ταυτίστηκε όλη της τη ζωή με τον Καποδίστρια και έχει κάνει πραγματική έρευνα μεγάλου βάθους. Δεν τη γνώρισα προσωπικά, αλλά, μία εβδομάδα πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα του "Ελ Γκρέκο", είκοσι χρόνια πριν, άφησε στον Βαγγέλη το βιβλίο που έγραψε για τον Καποδίστρια και του είπε "δώστε το βιβλίο μου στον κύριο Σμαραγδή, να το κάνει ταινία". Όπως εκείνη ερωτεύτηκε τον Καποδίστρια, ένιωσα κι εγώ μια πλατωνική εκδοχή αυτού του συναισθήματος. Γιατί, όσο πιο πολύ καταλάβαινα την προσωπικότητά του, τόσο πιο εκθαμβωτικό ήταν αυτό που έβλεπα. Είναι ένας άνθρωπος που έχει όλα τα προτερήματα που μας έχει δώσει σαν φυλή το σύμπαν, χωρίς κανένα από τα ελαττώματα για να ισορροπούν.
Εδώ υπάρχει μία αντίφαση: όλοι λένε πως ένας κινηματογραφικός χαρακτήρας πρέπει να είναι "γκρίζος" για να είναι συναρπαστικός, να έχει διλήμματα και αντιφάσεις. Αυτός είναι ένας από τους πιο φωτεινούς ήρωές σας.
Όλοι μας έχουμε μια ασημένια κλωστή που είναι συνδεδεμένη με το σύμπαν, το οποίο ενδιαφέρεται αυτός ο άνθρωπος να πετάξει τα σκοτάδια του και να φτάσει κάποτε να ταυτιστεί, να συγκριθεί με το κεντρικό φως. Εγώ προσπαθώ να πάρω αυτές τις ψυχές και να δείξω πώς φτάνουν εκεί όπου η διαδρομή είναι από το σκοτεινό προς το φωτεινό, όπως είναι ο Βαρβάκης ή ο Καζαντζάκης, το έκανα. Στον Καβάφη, με τα προσωπικά του διλήμματα, το έκανα. Από την άλλη, ο Παπαδιαμάντης δεν είχε, ο Καποδίστριας δεν έχει. Δεν μπορώ να το προσθέσω εγώ! Εκεί είναι και το στοίχημα, να βρεις τον τρόπο να κάνεις ένα πρόσωπο που δεν έχει σκοτεινές πλευρές ελκυστικό. Η Tanweer το είδε αυτό και τώρα η ταινία θα βγει σε 170-180 αίθουσες. Η ερώτηση είναι γιατί οι υπόλοιποι σκηνοθέτες δεν μπαίνουν σε αυτές τις διαδικασίες και καταπιάνονται με τις μόδες. Μήπως επειδή έτσι μοιάζει πως θα χρηματοδοτηθούν; Δηλαδή, μήπως η γραμμή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου είναι να ακολουθούνται περισσότερο οι μόδες των καιρών και όχι το εθνικό αίσθημα.

Εσείς είχατε θέμα χρηματοδότησης;
Το κράτος δεν μου έδωσε καθόλου λεφτά, ούτε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου· την απέρριψε την ταινία. Ο Μανώλης Κοττάκης έγραψε ένα πρωτοσέλιδο στο οποίο είπε ότι οι δυσκολίες του Σμαραγδή ήταν πως ένας άνθρωπος που έχει σχέση με τον ελληνικό κινηματογράφο, είχε βάλει στοίχημα ότι αυτή η ταινία δεν θα γίνει ποτέ διότι είναι ρωσόφιλη. Σε βαθμό που έκοψαν 1.200.000 ευρώ που ήταν να βάλει η Περιφέρεια Αττικής, όταν ο υπουργός Ανάπτυξης δεν έβαλε την υπογραφή του, παρόλο που ήταν τυπική, και έτσι δεν πήρα τα χρήματα. Πρώτα με έκοψαν από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, με τη δικαιολογία πως το σενάριο δεν ήταν καλό. Ύστερα από την Τράπεζα της Ελλάδος, τη ΔΕΗ, τα Ελληνικά Πετρέλαια. Είναι ντροπή, ανεξάρτητα με το ποιος είμαι. Εκ των υστέρων, αποδεικνύεται πως έκαναν λάθος.
Υπάρχει αυτή η έντονη πολιτική αντιπαράθεση που βασίζεται στην αλήθεια, αλλά προσωποποιείται για λόγους μυθοπλασίας, ανάμεσα στον Καποδίστρια και τον Μέτερνιχ. Δεν υπάρχει μια αναλογία με την Ελλάδα των Μνημονίων;
Πολύ σωστά. Μια ταινία, για να έχει σημασία, πρέπει να αφορά τους ανθρώπους του σήμερα, ανεξάρτητα από το σε ποιον αναφέρεται. Ο "Καποδίστριας" προσπαθεί να περιγράψει τα πράγματα όπως είναι σήμερα, γιατί δεν έχουν αλλάξει. Και γι’ αυτό θεωρώ ότι ο Καποδίστριας είναι ο φωτεινός φάρος του μέλλοντος, όχι μόνο του παρόντος. Οι κοτζαμπάσηδες τον δολοφόνησαν, πήραν την εξουσία στα χέρια τους και συνεχίζουν να διοικούν με τον ίδιο τρόπο, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Δηλαδή, με διαφθορά, ιδιοτέλεια, διαπλοκή, ένα κράτος χωρίς αρχές. Πολύ σωστά είπε κάποια στιγμή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: "ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;".

Σε αυτήν τη διαδρομή των 200 χρόνων, από τον Καποδίστρια μέχρι σήμερα, υπήρξαν πιστεύετε Έλληνες πολιτικοί που προσπάθησαν να κάνουν κάτι ανάλογο;
Αμέσως μετά είναι ο Βενιζέλος, γενικότερα, όμως, όχι, δεν προσπάθησαν. Αυτό που ξεκίνησε ο Καποδίστριας είναι ένα ποτάμι που σε πηγαίνει και κανείς δεν ξεκινάει από την αρχή, φοβούνται. Ο Βενιζέλος το έκανε με έναν τρόπο, προσπαθώντας να μεγαλώσει την Ελλάδα. Το έφερε μέχρι ενός σημείου, αλλά τον άδειασαν οι ξένοι, όπως πάντα, και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το όραμά του. Ο Καποδίστριας είναι ο σπουδαιότερος "πολιτικός" – γιατί ήταν και στοχαστής, αποδείχθηκε ότι ήταν και ιστορικός, οραματιστής μιας ανώτερης Ελλάδας. Είναι το σημαντικότερο πολιτικό πρόσωπο μετά τον Περικλή της αρχαίας Αθήνας. Δεν υπάρχει άλλος.
Την ιστορία με τις πατάτες γιατί δεν την περιλάβατε; Είναι αληθινή;
Πρώτα απ’ όλα, ο Καποδίστριας δεν είχε αυτή τη γνώμη για τον ελληνικό λαό. Τον "λάσπωναν", υπονοώντας ότι θεωρούσε τον ελληνικό λαό κλέφτη. Αλλά δεν είχε αυτήν τη γνώμη και μπορούμε να το καταλάβουμε από τα πραγματικά περιστατικά: ο λαός τον λάτρευε, τον φώναζε "Μπαρμπα-Γιάννη". Όταν δολοφονήθηκε, οι γυναίκες στο Ναύπλιο έβαψαν τα σεντόνια τους μαύρα. Καταλάβαιναν τι σημαίνει αυτή η απουσία, ένα ολόκληρο έθνος σπάραξε.
Εκτός από τον "Καποδίστρια", ποια είναι η αγαπημένη σας ταινία απ’ όσες έχετε κάνει;
Το "Καλή σου Νύχτα, Κυρ’ Αλέξανδρε". Ο Μίμης Τσακωνιάτης, που έχει γράψει τρία-τέσσερα βιβλία για τις ταινίες μου, έπιασε κάτι που μου είχε διαφύγει: ότι όλα τα πράγματα που βάζω στις επόμενες ταινίες, έχουν τη μήτρα τους εκεί. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω γιατί είμαι εδώ, άλλαξα θεματολογία. Άρχισα να διαβάζω Σεφέρη, Ελύτη, τα μεγάλα κείμενα της γενιάς του ’30 που "είδαν" τον λαϊκό πολιτισμό, που έψαχναν να βρουν ποιος είναι ο ψυχικός πολιτισμός των Ελλήνων. Τότε εμφανίστηκε ο Παπαδιαμάντης· μου "δόθηκε", όταν εγώ άλλαξα.
