Μετά την αποτυχημένη λοξοδρόμηση τού "Οι Νεκροί δεν Πεθαίνουν", ο πάπας του σύγχρονου ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου επιστρέφει στη γνωστή του φόρμα και στο οικείο του ύφος με μια σπονδυλωτή ταινία που εξελίσσεται στο Δουβλίνο, το Παρίσι και σε μια βορειοανατολική πολιτεία των ΗΠΑ. Σε καθεμιά από τις τρεις ιστορίες δυο αδέλφια επισκέπτονται το σπίτι των γονιών τους, όπου το παρελθόν των σχέσεών τους αποκαλύπτεται με χαμηλότονο, νοσταλγικό, αστείο και συγκινητικό τρόπο. Το "Father Mother Sister Brother" έκανε πρεμιέρα στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας, όπου και απέσπασε το Χρυσό Λιοντάρι, τη μεγαλύτερη διάκριση στην καριέρα του 73χρονου auteur ("Στην Παγίδα του Νόμου", "Τσακισμένα Λουλούδια", "Μόνον οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί", "Πάτερσον").
Μια σπονδυλωτή ταινία πάνω στην έννοια της μοντέρνας οικογένειας. Από που ξεκίνησε το "Father Mother Sister Brother";
Ήθελα να κάνω ένα φιλμ παρατήρησης και μη επικριτικό, και οι οικογένειες είναι πάντα πολύ περίπλοκες. Προσπάθησα να κοιτάξω τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα στο πλαίσιό τους, αλλά χωρίς να επιχειρήσω να αναλύσω διεξοδικά τη δυναμική τους. Πάντα με ενδιέφερε επίσης πως η κάθε γενιά διαμορφώνεται από διαφορετικές επιρροές. Έχασα σχετικά πρόσφατα τους γονείς μου, αλλά δεν νομίζω πως αυτή ήταν η αιτία που με έσπρωξε στη συγκεκριμένη ταινία. Γιατί κουβαλάω ιδέες για χρόνια και κάποια στιγμή αυτές ωριμάζουν μέσα μου και κάθομαι και τις βάζω σε ένα σενάριο, το οποίο σχεδόν πάντα γράφω πολύ γρήγορα.
Γράφετε έχοντας συγκεκριμένους ηθοποιούς υπ’ όψιν σας;
Ναι, πάντοτε. Με τους περισσότερους αυτής της ταινίας έχω συνεργαστεί στο παρελθόν, μόνον η Σαρλότ Ράμπλινγκ προστέθηκε στο καστ όταν η προπαραγωγή είχε προχωρήσει. Και με την Μαγίμ Μπιάλικ συναντιόμαστε πρώτη φορά, αλλά εκείνη την είχα εξ αρχής στο νου μου γιατί μου είχε κάνει εντύπωση ως παρουσιάστρια του τηλεοπτικού "Jeopardy", το οποίο βλέπω σταθερά. Έχει μια γήινη, μα αινιγματική προσωπικότητα και τη σκέφτηκα ως αδελφή του Άνταμ Ντράιβερ και κόρη του Τομ Γουέιτς.

Παρακολουθείτε κι άλλες τηλεοπτικές εκπομπές;
Μου αρέσει το "Antiques Roadshow" του BBC, με τους εκτιμητές αντικών, ενώ χαζεύω και αγώνες μπέιζμπολ ή μπάσκετ. Δεν παρακολουθώ πολύ τηλεόραση πάντως, γιατί ενδιαφέρομαι για διάφορα πράγματα και η προσοχή μου διασπάται. Πέρασα μια περίοδο εμμονικής μελέτης της ιστορίας του ιταλικού σχεδιασμού μοτοσικλετών. Ξέρω πολλά για την Bugatti, την Ducati, ενώ κάποια στιγμή είχα "κολλήσει" με την αγγλική πολυφωνική μουσική του 16ου αιώνα. Με αποσπούν παράξενα πράγματα, αλλά οι διαχρονικές μου εμμονές είναι οι ταινίες, η μουσική και τα βιβλία.
Από ποια ιστορία ξεκινήσατε να γράφετε το σενάριο και πώς βρήκατε τις συνδέσεις μεταξύ των τριών ιστοριών;
Αρχικά έγραψα την πρώτη ιστορία, αλλά ακόμα και ενώ την έγραφα ή τη σκεφτόμουν, οι άλλες προχωρούσαν, κρατούσα σημειώσεις γι' αυτές. Είμαι όμως ανένδοτος στο ότι αυτή δεν είναι μια ταινία που αποτελείται από τρεις μικρού μήκους. Η ιδέα να τις παρακολουθήσει κάποιος ξεχωριστά θα με ντρόπιαζε, επειδή δούλεψα πολύ, μα πολύ σκληρά για να κατασκευάσω μια συνέχεια, μια ενιαία δομή. Και η τελευταία ιστορία είναι για μένα η πιο συναισθηματική, αλλά δεν θα ήταν χωρίς τις άλλες δύο.
Σκεφτήκατε ποτέ να αλλάξετε τη σειρά των ιστοριών;
Όχι, ποτέ. Κοπίασα πολύ να οργανωθούν και να τακτοποιηθούν όλα σε μια αφηγηματική σειρά η οποία να ξεκινάει από κάπου και να καταλήγει κάπου αλλού χωρίς κραδασμούς, οπότε δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν θέση οι ιστορίες.
Και πως επιλέξατε τις διαφορετικές χώρες στις οποίες αυτές εξελίσσονται;
Την πρώτη τη φαντάστηκα εξ αρχής κάπου στις βορειοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, ενώ τη δεύτερη την έγραψα έχοντας στο νου μου το Λονδίνο. Αλλά μετά σκέφτηκα την Ιρλανδία, μια χώρα που μου αρέσει πολύ. Ξέρετε ότι στην Ιρλανδία οι συγγραφείς δεν πληρώνουν φόρο; Τους λατρεύω τους Ιρλανδούς… Οπότε "μετακομίσαμε" στο Δουβλίνο. Και το Παρίσι ήταν πάντα το Παρίσι. Είναι ο δεύτερος μεγάλος έρωτάς μου μετά τη Νέα Υόρκη, την οποία δεν αγαπώ τόσο πολύ πλέον, αλλά εξακολουθεί να είναι μέρος της ζωής μου.

Γιατί δεν σας αρέσει πια η Νέα Υόρκη;
Όταν ήμουν νεότερος, υπήρχε παντού ένα γκράφιτι που έλεγε "Οι ΗΠΑ έξω από τη Νέα Υόρκη". Η Νέα Υόρκη είναι ένας ξεχωριστός τόπος. Δεν είναι Αμερική στην πραγματικότητα. Τα λεφτά πάντοτε έκαναν κουμάντο βέβαια, αλλά τώρα τα πάντα ελέγχονται από εταιρείες, τα ακίνητα είναι πανάκριβα και οι νέοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ζήσουν εκεί. Δεν ξέρω, απλώς δεν έχει πια ενδιαφέρον, αλλά αυτή η πόλη μου έδωσε τόση ενέργεια στη ζωή μου που τώρα προσπαθώ να την εξαργυρώσω. Είμαι τυχερός που έχω ένα σπίτι στο δάσος, στα Κάτσκιλς, δύο ώρες βόρεια της πόλης. Με ένα μικρό στούντιο ηχογράφησης, σε ειδυλλιακό μέρος, πολύ απομονωμένο. Υπάρχουν αρκούδες στην περιοχή, βλέπω λύκους και αλεπούδες, ακούω τα πουλιά… Και η πόλη είναι κοντά, οπότε έχω βρει την ιδανική ισορροπία.
Πάντα προσπαθούσατε να απομακρυνθείτε από τους "πειρασμούς" της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας…
Όπως αλλάζει η Νέα Υόρκη, αλλάζουν και οι εμπειρίες οι οποίες καθορίζουν την κάθε γενιά. Αυτό είναι κάτι το οποίο ήθελα να διερευνήσω με την ταινία, τη δυσκολία να καταλάβεις τον άλλο άνθρωπο γιατί έχεις διαφορετικές αναφορές. Εγώ προσπαθώ να είμαι παρών κάθε στιγμή, να επικεντρώνομαι και να αφοσιώνομαι στο τώρα. Νομίζω πως με βοηθάει στο να ακούω τους άλλους, να είμαι διαθέσιμος γι’ αυτούς. Προσπαθώ να ακολουθήσω μια ζεν φιλοσοφία, κάνω διαλογισμό… Πιο παλιά ο διαλογισμός μου ήταν το να κάνω βόλτες με τη μηχανή. Όταν είσαι πάνω της γίνεσαι ένα μαζί της και δεν μπορείς να σκεφτείς τα προβλήματα που έχεις με τη φιλενάδα σου. Όταν όμως η κόρη μου έγινε δέκα χρονών και μου ζήτησε να σταματήσω να οδηγώ μηχανή, γιατί φοβόταν μην πάθω ατύχημα, από τότε έχω περιορίσει πολύ αυτό το χόμπι μου.

Είναι η πέμπτη φορά που συνεργάζεστε με τον Τομ Γουέιτς, ο οποίος είναι και πάλι εξαιρετικός. Διατηρείτε μαζί του μια μακροχρόνια φιλία, παρ’ όλο που εκείνος μένει στην άλλη άκρη της χώρας.
Είναι ένας άνθρωπος για τον οποίο τρέφω απεριόριστο θαυμασμό και μεγάλη εκτίμηση. Τον θεωρώ αδελφό μου, παρ’ όλο που δεν βλεπόμαστε συχνά, γιατί πράγματι εγώ ζω στην ανατολική ακτή κι εκείνος μένει στη βόρεια Καλιφόρνια. Πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα, με μεγάλη φαντασία. Ο καλύτερος άνθρωπος να του πάρεις συνέντευξη, γιατί ποτέ δεν απαντάει σ’ αυτό που τον ρωτάς. Μπορείς να τον ρωτήσεις "ποια ήταν η έμπνευση για το νέο σου δίσκο;". "Ξέρεις ότι υπάρχει μια αποικία αλμπίνων λύκων που ζουν κάτω από το Λας Βέγκας;", θα σου απαντήσει. Είναι απίθανος…
Πόσο εύκολο είναι λοιπόν να τον σκηνοθετείς; Ακολουθεί πρόθυμα τις οδηγίες;
Δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Είναι πολύ ευαίσθητος στο ότι είμαι εγώ ο σκηνοθέτης του. Η Μαγίμ (Μπιάλικ) και ο Άνταμ (Ντράιβερ) είναι υπάκουοι, μεθοδικοί και πάντα προετοιμασμένοι. Ακολουθούσαν πιστά το σενάριο, ενώ ο Τομ είναι πολύ χαλαρός. Οπότε στο τέλος της πρώτης μέρας των γυρισμάτων με παίρνει στην άκρη και μου λέει: "Τι μου έστειλες αυτούς τους επαγγελματίες δολοφόνους; Τι να κάνω;". Του λέω, "Τομ, εγώ είμαι ο σκηνοθέτης σου. Μην ανησυχείς, θα κάνουμε το δικό σου μέρος με τον δικό μας τρόπο". "Α, εντάξει, ευχαριστώ". Γιατί τον τρόμαξε η ακρίβειά τους. Αλλά ο Τομ έχει τον δικό του τρόπο. Και σε αυτή την ταινία είναι πολύ αστείος και ταυτόχρονα πολύ συγκινητικός με μια απόλυτη φυσικότητα. Και εκεί όπου μιλάει για την κηδεία της γυναίκας του, αυτή νομίζω πως είναι η πιο συναισθηματικά φορτισμένη σκηνή της ταινίας.