
Μετά την υποδοχή της στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας, σε συνδυασμό με το γεγονός πως αφορά μια συνταρακτική αληθινή ιστορία από την Παλαιστίνη, η προβολή της "Φωνής της Χιντ Ρατζάμπ" στο πλαίσιο του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας (1-12/10) ήταν εκ προοιμίου δεδομένο πως θα προκαλούσε έντονη συναισθηματική φόρτιση. Ακόμα περισσότερο δε λόγω των τελευταίων εξελίξεων στη Γάζα, ενόψει και της επιστροφής των απαχθέντων που συμμετείχαν στα πλοιάρια του Global Sumud Flotilla. Σημαντικό, επίσης, πως οι Νύχτες Πρεμιέρας έδωσαν χώρο στα μέλη του Filmmakers for Palestine Greece και φοιτητών του Students for Gaza, πριν την έναρξη της προβολής, ώστε να επισημανθεί ακόμα πιο έντονα η επιτακτική ανάγκη του τερματισμού της γενοκτονίας των Παλαιστινίων.
Και εάν όλα αυτά, σε γενικές γραμμές, ήταν γνωστά μεταξύ όσων γέμισαν ασφυκτικά τη μεγάλη αίθουσα του Cinobo Όπερα, ακόμα και το τι αποτρόπαιο συνέβη στην εξάχρονη Χιντ Ρατζάμπ, η ταινία της Κάουθερ Μπεν Χανία ("Ο Άνθρωπος που Πούλησε το Δέρμα του", "Τέσσερις Κόρες") είχε επίδραση ωστικού κύματος στους παρευρισκόμενους. Θυμίζουμε, χωρίς να αναφέρουμε λεπτομέρειες που ίσως φέρουν δυσφορία, πως το φιλμ έχει ως πρώτη ύλη τις ηχητικές συνομιλίες ανάμεσα στο παιδί και τους διασώστες της Ερυθράς Ημισελήνου, καθώς εκείνο είναι στη Γάζα, εγκλωβισμένο σε ένα αυτοκίνητο περιτριγυρισμένο από τανκ και στρατιώτες του Ισραήλ. Η εξ αποστάσεως επιχείρηση διάσωσης διαρκεί ώρες. Η Μπεν Χανία, όμως, συμπυκνώνει τον κινηματογραφικό χρόνο βασισμένη στα περίπου 75’ της καθαυτό ηχογράφησης του τηλεφωνήματος, το οποίο ακούγεται εξ ολοκλήρου στην αφήγηση, θολώντας τα όρια μεταξύ της δραματοποίησης, της αναπαράστασης και του ντοκιμαντέρ.

Η "Φωνή" ως έργο και ως εμπειρία θέασης στέκεται ακριβώς στα όρια τόσων πολλών πολιτισμικών και ηθικών προβληματισμών, ώστε είναι αναπόφευκτο να γίνει αφορμή έντονων συζητήσεων. Για παράδειγμα, παρότι λιτή και άμεση, η σκηνοθεσία της Μπεν Χανία έχει ως κύρια προτεραιότητα μια επιθετική επίκληση στο συναίσθημα. Χρησιμοποιεί, δηλαδή, έναν αφιλτράριστο ρεαλισμό, ο οποίος ναι μεν σπάει καρδιές αλλά ταυτόχρονα προβληματίζει για το βαθμό στον οποίο εργαλειοποιεί τον πόνο. Βέβαια, η παραπάνω κριτική καταρρέει ακαριαία για έναν πάρα πολύ απλό λόγο: όλα όσα παρακολουθούμε είναι πραγματικότητα. Η Χιντ Ρατζάμπ δεν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, το βίωμά της είναι υπαρκτό και συνδέεται άμεσα με το ανοιχτό τραύμα της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη.
Υπό αυτήν την έννοια, η ταινία αποτελεί ένα κινηματογραφικό πειστήριο της Ιστορίας και δεν είναι τυχαίο πως αφηγηματικά στήνεται ως τέτοιο. Είναι ενδεικτική η ευρηματική σκηνή στην οποία μια ηθοποιός που υποδύεται υπάλληλο της Ημισελήνου, καταγράφει την κλήση των συναδέλφων της με το κορίτσι, όμως στην οθόνη του κινητού της δε βλέπουμε την κινηματογραφική λήψη, αλλά το αληθινό βίντεο το οποίο αναπαρίσταται την ίδια ακριβώς στιγμή. Δεν πρόκειται για μια αυτοαναφορική επιλογή, αλλά στοχευμένη πράξη αποτροπής οποιασδήποτε απόπειρας αμφισβήτησης της αλήθειας. Σε μια περίοδο που απειλούνται διαρκώς οι γνήσιες πληροφορίες από τη Λωρίδα της Γάζας και όπου οι μετρημένοι δημοσιογράφοι εργάζονται υπό μόνιμο υπαρξιακό κίνδυνο, η Μπεν Χανία θωρακίζει την πιστότητα των τεκμηρίων της, ως οφείλει.
Επιπλέον, ο αφοπλιστικός τρόπος με τον οποίο αρθρώνεται η "Φωνή" καταργεί όποια έννοια "κινηματογραφικής" κριτικής διότι, πολύ απλά, παύει να έχει σημασία. Ναι μεν το φιλμ διέπεται από ένα άθροισμα καλλιτεχνικών επιλογών, ωστόσο, η δημοσιογραφικού τύπου εκφορά του και η τραγικότητα του περιστατικού, ακυρώνει οποιαδήποτε σχετική κουβέντα. Είναι, εξάλλου, πραγματικά δευτερεύον εάν, ας πούμε, κάποια ερμηνεία δεν είναι συμπαγής, όταν βλέπεις να αποσαφηνίζεται απερίφραστα η κυνική απανθρωπιά που ορίζει τα πράγματα στην Παλαιστίνη σήμερα. Ή όταν στερεύεις από συναισθήματα αντικρύζοντας την ανημπόρια των διασωστών, οι οποίοι καλούνται να δουλέψουν κάτω από συνθήκες που θυμίζουν καφικό γραφειοκρατικό αδιέξοδο, στο πλαίσιο του οποίου η ζωή γίνεται αντιληπτή ως ένα λογιστικό πρόβλημα. Και πως, εν τέλει, η Χιντ Ρατζάμπ είναι ένα από 28 παιδιά που δολοφονούνται καθημερινά από τον ισραηλινό στρατό.
Όταν άναψαν τα φώτα στην Όπερα, για λίγο, επικράτησε εκκωφαντική σιωπή. Και προσωπικά, μετά από δεκάδες προβολές των Νυχτών Πρεμιέρας, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωθες την αίθουσα να αδειάζει σωματικά και ψυχολογικά. Οι θεατές βγαίναμε με κενό βλέμμα, πολλοί δακρυσμένοι σα να βρεθήκαμε σε επιτάφιο, όπως πολύ εύστοχα είπε μια φίλη. Η "Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ", όμως, δεν ακούστηκε για να ικανοποιήσουμε την ευαισθησία μας συμπονώντας τη. Αλλά για να κάνουμε και εμείς ό,τι μπορούμε για να σταματήσει η γενοκτονία.