
Ένα νησί που μοιάζει ακατοίκητο. Ένα ζευγάρι χωρισμένο αλλά και αποξενωμένο, το οποίο πρέπει να λύσει τις διαφορές του. Και στο φόντο επίμονα συναισθήματα και απωθημένα που ζητούν απαντήσεις. Αυτά είναι τα βασικά υλικά της ταινίας "Τόσο Κοντά, Τόσο Μακριά", του ρομαντικού δράματος ελεύθερης γραφής της σκηνοθέτριας Αλίκης Δανέζη-Κνούτσεν, η οποία επιστρέφει στον κινηματογράφο έχοντας ως πρωταγωνιστές τους Αγγελική Παπούλια και Ανδρέα Κωνσταντίνου. Με αφορμή την έξοδο της τέταρτης μεγάλου μήκους ταινίας της δημιουργού στους κινηματογράφους, της θέσαμε τις ερωτήσεις μας για να μάθουμε περισσότερα γύρω από το πώς κατασκευάζεται ένα φιλμ που πάλλεται, αλλά είναι φτιαγμένο από τα πιο απλά συστατικά.

Ο προορισμός που επισκέπτονται οι ήρωες μοιάζει εγκαταλελειμμένος, με αποτέλεσμα οι χαρακτήρες να θυμίζουν φαντάσματα που τον έχουν στοιχειώσει. Ήταν άραγε αυτή μια από τις προθέσεις σας πίσω από τη συγκεκριμένη επιλογή;
Ναι φυσικά. Η τοποθεσία, μαζί με τις έννοιες της εγκατάλειψης και της απουσίας, έχουν κάτι αρκετά σημαντικό, αφού πρόκειται για ένα χώρο ο οποίος περιγράφει έμμεσα την ίδια τη σχέση των ηρώων, αλλά και σε ένα δεύτερο επίπεδο το τι έχει απομείνει από αυτήν. Άρα το ότι βλέπουμε ένα τοπίο που δεν έχει ζωή, δεν έχει εξέλιξη, που μένει στατικό και ακίνητο, συνιστά μια συνειδητή επιλογή. Και σε ένα πιο ρεαλιστικό επίπεδο, δίνει το περιθώριο για να επικεντρωθούν οι δύο πρωταγωνιστές στο μεταξύ τους, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Εστιάζουν ο ένας στον άλλον και στα συναισθήματά τους. Επίσης, η απουσία ανθρώπων αναδεικνύει το στοιχείο της φύσης το οποίο, με τη σειρά του, δίνει επιπλέον τονισμό στη σχέση του ζευγαριού.
Επί τη ευκαιρία, μιλήστε μας για την απόφαση να τοποθετήσετε την ταινία εκτός πόλης και σε ένα μέρος που, αν δεν με απατά η μνήμη μου, δεν κατονομάζεται στην αφήγηση.
Ούτε το μέρος, αλλά ούτε και οι χαρακτήρες έχουν ονόματα, ακριβώς επειδή η ιστορία δεν αφορά συγκεκριμένα αυτούς τους ανθρώπους. Θα μπορούσε να σχετίζεται με οποιουσδήποτε βρίσκονται σε έναν κόσμο, σε ένα περιβάλλον. Εκείνο που είναι σημαντικό, το οποίο υποβάλλει το θεατή, είναι η παρούσα στιγμή και το συναίσθημα που τους διαπνέει. Αν προσέξετε, κάτι ακόμα που δεν γνωρίζουμε είναι το παρελθόν των ηρώων. Δίνονται ελάχιστες πληροφορίες για το ποιοι είναι, τι δουλειά κάνουν, τι συνέβη –πολύ σημαντικό– και τους έκανε να φτάσουν σε αυτό το σημείο. Έκανα αυτήν την επιλογή επειδή ήθελα να εκφράσω πως αυτό το βιώνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, και το από πού προέρχονται δεν έχει καμία απολύτως σημασία.

Έχετε στο επίκεντρο ένα σπουδαίο πρωταγωνιστικό δίδυμο, το οποίο φαίνεται να βασίζει τις ερμηνείες του στον αυτοσχεδιασμό και την ενστικτώδη αντίδραση. Ισχύει η παραπάνω παρατήρηση; Κι αν ναι, με ποιον τρόπο δουλέψατε με τους ηθοποιούς σας ώστε να επιτευχθεί η χημεία που επιθυμούσατε;
Αρχικά, θεωρώ τον εαυτό μου πάρα πολύ τυχερό που συνεργάστηκα με αυτούς τους δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς – εξαιρετικούς και ως προς το πώς χειρίστηκαν το θέμα του αυτοσχεδιασμού. Και η Αγγελική Παπούλια και ο Ανδρέας Κωνσταντίνου έφεραν το ταλέντο και τα υποκριτικά τους εργαλεία, αλλά και μια φοβερή ενέργεια, σε μια διαδικασία που ήταν πολύ ιδιαίτερη και παράτολμη. Από την αρχή υπήρχε μια σκαλέτα, μια περίληψη της ιστορίας, αλλά το βασικό μας όχημα ήταν οι αυτοσχεδιασμοί, τους οποίους δουλέψαμε για δύο μήνες για να μπούμε στην όλη συνθήκη, την κατάσταση δύο ανθρώπων που έχουν να βρεθούν ένα χρόνο, είναι σε διάσταση και έρχονται να διαπραγματευτούν και να συζητήσουν το χωρισμό τους.
Δουλέψαμε αυτοσχεδιαστικά όλες τις σκηνές και, μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία, επαναπροσδιορίστηκε η ιστορία και η εξέλιξή της, η πλοκή δηλαδή. Κι ενώ στην αρχή σκεφτόμασταν να καταγράψουμε αυτό που θα προέκυπτε από τη διαδικασία των αυτοσχεδιασμών σε ένα σενάριο για να έχουμε έναν οδηγό μαζί μας στο γύρισμα, στην πορεία –αυτό ήταν το φοβερό– αποφασίσαμε ότι θα πάμε χωρίς σενάριο. Ήταν τέτοια η ενέργεια, η ροή των αυτοσχεδιασμών και οι προσθήκες που εξελίσσονταν, ώστε το γραπτό κείμενο περιόριζε την ορμή μας. Δεν μετανιώνω την απόφαση να πάμε αυτοσχεδιαστικά, διότι έτσι καταφέραμε να έχουμε μια μοναδική αύρα στο γύρισμα, σε συνδυασμό με την ελευθερία που δόθηκε στους ηθοποιούς να "κουβαλούν" μόνο το συναίσθημά τους. Στο σινεμά λέμε πολλές φορές πως το μόνο που χρειάζονται οι χαρακτήρες είναι ένας εσωτερικός κόσμος και τίποτα άλλο. Εμείς πετύχαμε να τον κατασκευάσουμε, διατηρώντας τον απαιτούμενο δυναμισμό, κάτι που λειτούργησε εξαιρετικά.
Βέβαια, το μοντάζ ήταν πολύ δύσκολο. Καταρχάς κάναμε άλλη μία σπάνια επιλογή, αφού είχαμε την πολυτέλεια να γυρίσουμε την ταινία χρονολογικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις γυρίσαμε λήψεις μεγάλης διάρκειας, που ξέραμε από την αρχή ότι θα κοπούν. Ήταν μια μέθοδος ώστε να προκύψει μια ροή που θα τροφοδοτεί τους ηθοποιούς, αλλά και τη συνθήκη κάθε σκηνής. Ύστερα, έχοντας στα χέρια μου μερικές μεγάλες λήψεις, έπρεπε να κάνω επιλογές και να δουλέψω πάνω στο υλικό. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο και συχνά επιστρέφαμε στην αφετηρία για να κατανοήσουμε τι γυρίσαμε και να το κατακτήσουμε. Άρα, στην πραγματικότητα, η διαδικασία της δημιουργίας της ταινίας συνεχίστηκε και μέσα από το μοντάζ, κυριολεκτικά.

Από το γοητευτικό στιλιζάρισμα του "Chinatown" περνάμε στη λυτρωτική απλότητα του "Τόσο Κοντά, Τόσο Μακριά". Η υιοθέτηση αυτού του μινιμαλισμού προέκυψε ως ανάγκη να δοθεί έμφαση στις εντάσεις του ζευγαριού;
Μετά από τέσσερις ολοκληρωμένες ταινίες και μία που ετοιμάζω αυτή την περίοδο, παρατηρώ πώς λειτουργώ ως καλλιτέχνις, ως δημιουργός, αλλά δεν είναι κάτι που αποφάσισα ποτέ. Η πρόκληση, αυτό που με ενεργοποιεί, είναι ακριβώς αυτή η διαφορετικότητα των πραγμάτων και πάντα, φυσικά, είμαι συνδεδεμένη με αυτό που καταπιάνομαι, με το τι θέλω να πω. Άρα κάθε ταινία έχει μια δική της ξεχωριστή θέση, έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπήρχε κάτι που κινούσε τη δημιουργική διαδικασία το οποίο δεν μπορούσε να σχηματοποιηθεί και να στιλιζαριστεί όπως στο "Chinatown", το οποίο είχε μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση, ήταν μια απάντηση στις δύο προηγούμενες ταινίες μου, οπότε έκλεινε έναν κύκλο.
Το "Τόσο Κοντά…" είναι κάτι πολύ ζωντανό και πολύ στο τώρα· δεν χωρούσε καμιά φόρμα, δηλαδή, πέρα από τις εικόνες. Φυσικά μιλήσαμε με το φωτογράφο για το πώς εξελίσσεται η αισθητική και πώς αναπαριστούμε τους δύο αυτούς χαρακτήρες σε ένα narrative, σε μια αφήγηση από την αρχή έως το τέλος. Παρ’ όλα αυτά, ήταν κάτι της στιγμής, που έπρεπε να έχει αυτή την αγριάδα, την αίσθηση του ακατέργαστου, όπως ακριβώς ακατέργαστη είναι και η κατάσταση που βιώνει κάποιος που βρίσκεται σε φάση χωρισμού. Σε μια κατάσταση που βλέπει όλη του τη σχέση, όλη του τη ζωή να φεύγει και, παράλληλα, προσπαθεί να διαχειριστεί όσα συμβαίνουν. Εξ ου και οι επαναλήψεις της ιστορίας. Γιατί ακριβώς αυτό είναι η πραγματικότητα.
Βλέποντας την ταινία νιώθει κανείς πως μέσα από τον συναισθηματικό μόχθο των πρωταγωνιστών βιώνει και ο ίδιος μια μικρή επούλωση. Πιστεύετε πως το σινεμά μπορεί να λειτουργεί σαν βάλσαμο; Είτε για ένα δημιουργό είτε για το θεατή…
Αν έχει κάποιο νόημα ο κινηματογράφος, αυτό είναι να μπορεί να ακουμπά κάποιες δικές μας ευαισθησίες και κάποιες δικές μας εμπειρίες, σκέψεις και συναισθήματα και να μπορέσουμε ταυτιστούμε με έναν τρόπο, να μας μιλήσει. Νομίζω ότι αυτή η έντονη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ήρωες, είτε κάποιος έχει βιώσει ένα χωρισμό είτε μια απώλεια, είναι κάτι που μπορεί να του "μιλήσει". Η μεγαλύτερη αξία του κινηματογράφου, αλλά και της τέχνης γενικότερα, είναι ότι μπορεί να μας πάει ένα βήμα παρακάτω, να προσπαθήσουμε να επεξεργαστούμε δικά μας συναισθήματα. Και αν το πετυχαίνει αυτό με οποιονδήποτε τρόπο, είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα μιας ταινίας.
Περισσότερες πληροφορίες
Τόσο Κοντά, Τόσο Μακριά
Ένα ζευγάρι συναντιέται σε ένα νησί για να οριστικοποιήσει το διαζύγιό του και να διαπραγματευτεί το μέλλον των παιδιών του. Οι έντονες διαφωνίες και οι αντιφάσεις των δυο τους θα φέρουν τα βαθύτερα συναισθήματά τους στην επιφάνεια.