
Δεν είμαι σίγουρος πως υπάρχει κάποιο πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας που να μην έχει αποτυπωθεί, λιγότερο ή περισσότερο συχνά, στη μεγάλη οθόνη. Όταν, όμως, το σινεμά αναμειγνύει τη μυθοπλασία με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό συχνά τα αποτελέσματα χαρακτηρίζονται από μια κάποια αμηχανία, όσο και αν οι εικόνες προσφέρουν αποστομωτικό θέαμα και διαπεραστική αδρεναλίνη. Πρόσφατα, σε αυτό το "μέτωπο" δοκιμάστηκαν το βασισμένο σε αληθινά γεγονότα και βραβευμένο με Όσκαρ "Κόντρα σε Όλα" (Τζέιμς Μάνγκολντ, 2019), όπως επίσης το "Gran Turismo" (Νιλ Μπλόμκαμπ, 2023), το οποίο εμπνέεται μεν από μια πραγματική ιστορία, αλλά έχει ως πρώτη ύλη το ομώνυμο, πωρωτικό, βιντεοπαιχνίδι.

Τώρα, τη δική του απόπειρα πραγματοποιεί ο δοκιμασμένος σκηνοθέτης Τζόζεφ Κοζίνσκι ("Top Gun: Maverick"), ανεβάζοντας τον πήχη σε κάθε επίπεδο. Διότι το "F1: Η Ταινία" όχι μόνο έχει τη "βούλα" του δημοφιλέστερου πρωταθλήματος σε τέσσερις τροχούς στον κόσμο και παραγωγούς την Apple μαζί με τον επτά φορές πρωταθλητή οδηγό Λιούις Χάμιλτον, αλλά επιπλέον στη θέση του πρωταγωνιστή βρίσκεται ο χολιγουντιανός σταρ Μπραντ Πιτ. Η παρουσία του διάσημου ηθοποιού και η προσέγγιση που θέλει την παραγωγή να θολώνει όσο το δυνατόν περισσότερο τα όρια ανάμεσα στον κινηματογράφο και την πραγματικότητα, μας δίνει την ευκαιρία να θυμηθούμε μερικές από τις καλύτερες φορές που οι σκοτεινές αίθουσες "μύρισαν" καυτή βενζίνη.

Κατατακτήριες δοκιμές
Η δουλειά του Κοζίνσκι απηχεί έντονα εκείνη του στιλίστα Τζον Φρανκενχάιμερ στο εμβληματικό "Grand Prix" (1966), απλούστατα επειδή ακολουθεί την ίδια συνταγή. Μόνο που, τη δεκαετία του ’60, η Φόρμουλα 1 δεν γνώριζε τη δημοφιλία και την κερδοφορία που απολαμβάνει σήμερα, ήταν ένα σαφώς φονικότερο σπορ, ενώ και οι τεχνικές δυνατότητες κινηματογράφησης των αγώνων βρίσκονταν σε πρωτόλεια μορφή. Ο Φρανκενχάιμερ, ωστόσο, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει μαγευτικά χρωματισμένο φιλμ 70mm, διεθνούς φήμης σταρ (Τζέιμς Γκάρνερ, Ιβ Μοντάν, Τοσίρο Μιφούνε, Εύα Μαρί Σεντ), αλλά και πραγματικά σιρκουί (Μόντε Κάρλο, Μόντσα), παρέδωσε ένα εκθαμβωτικό όσο και μαραθώνιο (διάρκειας σχεδόν τριών ωρών) κομψοτέχνημα, που συμπυκνώνει τη μαγεία του αθλήματος. Σε αυτό γίνεται απόλυτα κατανοητό γιατί οι πιλότοι δεν είναι απλώς άνθρωποι που ρισκάρουν τη ζωή τους σε κάθε στροφή, αλλά συμβολίζουν κάτι το άπιαστο. Οδηγούν μηχανές που μοιάζουν βγαλμένες από επιστημονική φαντασία, αντέχουν σε τρομακτική σωματική καταπόνηση, ενώ απολαμβάνουν μια καθημερινότητα αμύθητης πολυτέλειας. Πώς να μη φετιχοποιήσει την εικόνα τους και να μην τους αναδείξει σε μεταφυσικές προσωπικότητες ο φακός του σινεμά, ο οποίος έχει ακριβώς αυτήν τη δύναμη πάνω στα πάντα;

Λίγα χρόνια μετά, σε παρόμοιο μήκος κύματος, πλην όμως σαφώς πιο κατανυκτικά, το "Le Mans" (Λι Χ. Κάτζιν & Τζον Στέρτζες, 1971) άφησε τους κινητήρες να "μιλήσουν" ελαχιστοποιώντας τους διαλόγους, μυθοποίησε τον 24ωρο γαλλικό αγώνα αντοχής, ενώ έδωσε έμφαση στην επιβλητική παρουσία του Στιβ ΜακΚουίν πίσω από το τιμόνι, ο οποίος εξάλλου είχε αποδείξει τις σχετικές ικανότητές του ("Bullitt"). Αμφότερα, "Grand Prix" και "Le Mans", στηρίζονται σε μετρημένη δραματουργία, όμως, όσα θίγονται στις πλοκές τους αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για όλες τις αντίστοιχες ταινίες που τις διαδέχθηκαν. Το πόσο δύσκολο είναι να ισορροπήσει η προσωπική με την αγωνιστική ζωή, η επικίνδυνη φθορά του αμείλικτου ανταγωνισμού, αλλά και το ψυχικό κόστος όταν ένας συνάδελφος πεθαίνει στην άσφαλτο, είναι θεματικές που ψηλαφούνται διαχρονικά σε αυτό το άτυπο κινηματογραφικό είδος. Τις συναντήσαμε ξανά, αν και σαφώς λιγότερο περίτεχνα, στις ηδονιστικές "Μέρες Κεραυνού" (Τόνι Σκοτ, 1990), όπως και στους τίτλους "Driven" (Ρένι Χάρλιν, 2001) και "Rush" (Ρον Χάουαρντ, 2013), με το τελευταίο να αναπαριστά τη μυθική κόντρα μεταξύ Τζέιμς Χαντ και Νίκι Λάουντα.

Pole position
Διόλου τυχαία, η πληθωρικότητα του μηχανοκίνητου αθλητισμού βρίσκει πιο εύστοχες απεικονίσεις όταν οπτικοποιείται ως ντοκιμαντέρ. Το δικαίως πολυβραβευμένο "Senna" (Ασίφ Καπάντια, 2013) εμβαθύνει σπαρακτικά στο βίο του πιθανώς πιο αγαπημένου πιλότου της Φόρμουλα 1, το καταιγιστικό "Truth in 24" (Κιθ Κρόσρους & Μπένετ Βίσελτιαρ, 2008) σε αφήγηση Τζέισον Στέιθαμ προσηλώνεται στα αμείλικτα διακυβεύματα που προκύπτουν όταν μια ομάδα διεκδικεί το πρωτάθλημα, ενώ για τον γράφοντα αποτελούν must οι ταινίες του Μαρκ Νιλ που εντρυφούν στο MotoGP. Τα "Faster" (2003), "The Doctor, the Tornado and the Kentucky Kid" (2006), "Fastest" (2006) και "Hitting the Apex" (2015) επιτυγχάνουν δύο πολύτιμους στόχους. Αφενός υπογραμμίζουν τη λαϊκότητα του εν λόγω πρωταθλήματος –είναι περιττό να αναλύσουμε το βαθύ πολιτισμικό αποτύπωμα των μηχανών σε πολλές εθνικές κουλτούρες–, αφετέρου αποσαφηνίζουν το πόσο προσωπική μπορεί να γίνει μια κόντρα. Παράλληλα, καταγράφουν τη χρυσή εποχή του MotoGP, όταν τον πρώτο λόγο είχαν οδηγοί όπως οι Βαλεντίνο Ρόσι, Χόρχε Λορένθο και Κέισι Στόνερ, άνθρωποι εκ διαμέτρου αντίθετων ιδιοσυγκρασιών και στιλ, γεγονός που διόγκωνε την ανταγωνιστικότητα των "μαχών" τους και το σασπένς γύρω από το ποιος θα τερματίσει πρώτος.
Pitt stop
Χρέη αφηγητή στο "Hitting the Apex" εκτέλεσε ο Μπραντ Πιτ, εμπειρία που μαντεύουμε πως ενδεχομένως αποτελεί τη ρίζα της ενασχόλησής του με το "F1". Τα μεταξύ τους μεγέθη, βέβαια, δεν συγκρίνονται. Εδώ μιλάμε για μια παραγωγή που ξεπερνά τα 200 εκατομμύρια δολάρια, ο Κοζίνσκι απέκτησε πρόσβαση στα άκρως απόρρητα κεντρικά της Mercedes - AMG Petronas, η παραγωγή κατασκεύασε δικό της πάντοκ(!), μεταμφίεσε μια ντουζίνα αυτοκινήτων της Φόρμουλα 2 σε α΄ κατηγορίας, ενώ γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του γκραν πρι στο Άμπου Ντάμπι. Όλα αυτά, ώστε να σμιλευτεί ένας ρεαλιστικός κινηματογραφικός κόσμος όπου ο Πιτ ως βετεράνος οδηγός καλείται να διδάξει έναν ταλαντούχο νεαρό πώς να κερδίσει το πρωτάθλημα.

Καρό σημαία
Κλείνοντας, ξεφεύγουμε λίγο από τις καθαρά αγωνιστικές περιπέτειες, για να αναφέρουμε συνοπτικά μια σειρά από φιλμ που, χωρίς να είναι αθλητικά με τη στενή έννοια του όρου, επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν την αύρα των συμβατικών - επαγγελματικών σπορ, αποθεώνοντας την οδήγηση. Το "Two-Lane Blacktop" (Μόντε Χέλμαν, 1971) δεν έχει αντίστοιχο στο πώς ανατρέπει την έννοια του road trip, όπως αντίστοιχα το "Vanishing Point" (Ρίτσαρντ Σαράφιαν, 1971) εκείνη του… ντελίβερι, ενώ τα "Death Race 2000" (Πολ Μπάρτελ, 1975) και "Speed Racer" (Λάνα & Λίλι Γουατσόφσκι, 2008) είναι εγγύηση σε περίπτωση που επιθυμείτε να κάνετε ένα τελείως ψυχεδελικό double bill. Τέλος, θα ήταν "έγκλημα" να μη σημειώσουμε τα πρώτα "Fast & Furious", τα οποία έβαλαν για τα καλά την κουλτούρα του δρόμου στην κινηματογραφική μυθολογία.
Περισσότερες πληροφορίες
F1: Η Ταινία
Ταλέντο της Φόρμουλα 1 στη δεκαετία του ’90, ο Σόνι Χέιζ έχει αποσυρθεί μετά από ένα τρομακτικό ατύχημα. Όταν ένας φίλος και πρώην ανταγωνιστής του τού ζητά να βγει από τη σύνταξη για να καθοδηγήσει έναν πολλά υποσχόμενο νεαρό, τρέχοντας δίπλα του, εκείνος αποδέχεται την πρόκληση και επιστρέφει στα grand prix.