
Μέσα σε λίγες μέρες, είδα δύο φορές την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Την πρώτη φορά, την είδα στη Στέγη, στην παράσταση του Ρομέο Καστελούτσι. "Βερενίκη", του Ρακίνα. 17ος αιώνας. Η δεύτερη φορά ήταν στο υπόγειο του Άστυ. Δεν είχα δει ξανά ταινία του Χονγκ Σανγκ-σου. 21ος αιώνας. Εδώ, τώρα.
Στη "Στέγη": η αίθουσα γεμάτη. Κοσμοπολιτισμός, φιλότεχνοι, στο μοδάτο μπαρ ήπιαμε το ποτό μας.
Στο "Άστυ": τελευταία προβολή της Κυριακής. Ελάχιστοι θεατές. Κατά τη διάρκεια της προβολής, έτρωγα ανάλατα φουντούκια από ένα σακουλάκι. Στο διάλειμμα, πήγα να κατουρήσω. Η τουαλέτα του Άστυ είναι θρυλική. Μετά το τέλος της ταινίας, βγήκα στην άδεια Κοραή, λίγο νυσταγμένος.
Η παράσταση του Καστελούτσι μιλούσε για τα πάντα. Έρωτας, ζήλια, εξουσία. Από την άλλη, η "Ταξιδιώτισσα" δεν μιλούσε για τίποτα. Μια Γαλλίδα, καλοκαίρι στη Σεούλ. Φοράει ένα αστείο καπέλο, διδάσκει γαλλικά, χρησιμοποιώντας μια ακατανόητη μέθοδο διδασκαλίας, πίνει δύο μπουκάλια μαγκεόλι τη μέρα.
Μερικές ανούσιες συζητήσεις, μεγάλης διάρκειας πλάνα, κάποιες φορές υπερφωτισμένα, πλάνα φλου, άτσαλα ζουμ, διεκπεραίωση στο στήσιμο των κάδρων. Σε αντίθεση με τη "Βερενίκη".
Η Βερενίκη μονολογεί και φλέγεται. Ο Τίτος και ο Αντίοχος, ο Αυτοκράτορας και η Σύγκλητος, η Ρώμη, τα ακριβά σκηνικά και η σκηνοθετική ακρίβεια του Καστελούτσι.
Ο Καστελούτσι είναι μαέστρος. Προσπαθεί ν’ απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, μέσα από ένα οπτικό θέατρο, που έχει τις βαθιές του ρίζες στον Αρτό. Ο Χονγκ Σανγκ-σου θέτει μόνο ερωτήματα. Και δεν είναι μαέστρος. Ευτυχώς.
Δύο Ιπέρ, λοιπόν, κι εγώ να τραβιέμαι από μια μικρή ερώτηση σε μια μεγαλειώδη απάντηση, από το απόλυτο ευρωπαϊκό πάθος σε μια βαρετή καθημερινότητα νοτιοκορεάτικης εκδοχής, την οποία μάλλον προτιμώ.
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν βολευόμαστε. Ούτε στο μεγάλο συναίσθημα. Ούτε στο μικρούτσικο συναίσθημα. Ούτε στην επιτήδευση του θεάτρου. Ούτε στην ανία του σινεμά.
Θυμάμαι όταν ο Καστελούτσι είχε πρωτοέρθει στο Φεστιβάλ Αθηνών. Τον ακολουθούσα παντού. Είχα πάει μέχρι το Ναύπλιο για να τον ακούσω. Είχε ήδη πολλά χρόνια στην πλάτη του.
Είχε ήδη διαλύσει την ομάδα του, τη Societas Raffaello Sanzio. Είχαν περάσει τα χρόνια που έκαιγε τις αποθήκες στη Τσεζένα. Είχε ήδη αρχίσει να προσαρμόζεται. Είχε ήδη αρχίσει να υλοποιεί αυτό που έλεγε ο Αρτό: "Στο τέλος, η εξουσία παίρνει πάντα με το μέρος της τα αριστουργήματα". 'Ή, κάπως έτσι.
Ξεφυλλίζω ένα μικρό βιβλίο με φωτογραφίες από τις παλαιότερες παραστάσεις του: άλογα, μια παχύσαρκη ημίγυμνη γυναίκα, άγρια σκυλιά, αίμα, ένα περίστροφο κι ένα λούτρινο αρκουδάκι.
Τίποτα δεν μου λένε αυτές οι εικόνες τώρα. Τολμηρές στην επιφάνεια, δειλές στον πάτο τους, σχεδόν καλογυαλισμένες, σαν να σιγοντάρουν τη φλύαρη Δικτατορία της Εικόνας.
Τουλάχιστον, ο Χονγκ Σανγκ-σου δείχνει ν’ αντιστέκεται. Ν’ αντιδρά.
Αν στόχος του καλού συγγραφέα είναι ν’ αφανίσει τη γλώσσα, τότε ένας πραγματικός κινηματογραφιστής οφείλει να σταματήσει την παραγωγή εικόνων. Αρκετά.
Αρκετά, όμως, και από μένα. Δεν πρέπει να μιλάω για πράγματα που δεν γνωρίζω. Δεν έχω διαβάσει ποτέ Ρακίνα. Ούτε στη Νότια Κορέα έχω πάει. Αλλά θα δοκίμαζα ένα ποτήρι μαγκεόλι.