
Η λίστα των πασχαλινών ταινιών που προβάλει η τηλεόραση και έχουμε στο μυαλό μας ως θεατές είναι αρκετά απαράλλακτη εδώ και δεκαετίες.
Νέες παραγωγές με χριστιανικό περιεχόμενο, αν και συχνές στην Αμερική, δεν έχουν καταφέρει να φτάσουν μέχρι τις ελληνικές τηλεοράσεις, και έτσι κι αλλιώς ο Ιησούς από την Ναζαρέτ διαρκεί όσο περίπου και η πασχαλινή μας άδεια. Παρόλη την προβλεψιμότητα του πασχαλινού κινηματογραφικού μενού, μία ταινία που συχνά παραλείπουμε από τις επιλογές μας είναι το Jesus Christ Superstar. Και κακώς.
Μιλάμε φυσικά για την ροκ όπερα του 1973, σκηνοθετημένη από τον Νόρμαν Τζούισον με αρχιμουσικό τον Αντρέ Πρεβιν και βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Άντριου Λόυντ Γουέμπερ (σκέψου Cats, Eβίτα, Φάντασμα της Όπερας).
Γυρισμένο on location ανάμεσα στα ρωμαϊκά ερείπια της Μέσης Ανατολής, το Superstar αφηγείται τις τελευταίες ημέρες του Ιησού Χριστού στην Γη, από την προδοσία του Ιούδα μέχρι και την σταύρωση.
Οι καινοτομίες της ταινίας είναι αρκετές, με πρώτη και ίσως κυριότερη τον τρόπο που κάθε χαρακτήρας απεικονίζεται στην οθόνη. Κλείνοντας το μάτι στο κοινό από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας, ο Πρεβίν επιλέγει να δείξει τους ηθοποιούς του ‘πίσω από τις κάμερες’, όσο εκείνοι ‘προετοιμάζονται’ να παίξουν. Κάνει έτσι μια διακριτική αναφορά στις θεατρικές ρίζες του Superstar, το οποίο ξεκίνησε από το Broadway, αλλά κυρίως δηλώνει από την αρχή πως πρόκειται να παρακολουθήσουμε την αφήγηση μίας ιστορίας, όπως έχουν διαλέξει εκείνοι να την πουν. Έχουμε λοιπόν έτσι έναν μαύρο Ιούδα (Καρλ Άντερσον), μία Χαβανέζα Μαίρη Μαγδαληνή (Ιβόν Έλιμαν) και έναν Χριστό ξανθό γαλανομάτη (Τεντ Νίλι). Σας προλαβαίνουμε, κανένα από τα παραπάνω δεν είναι ιστορικά ακριβές, ούτε ο λευκός Ιησούς.
Μπλέκοντας τις επιστολές της Αγίας Γραφής με την κουλτούρα της εποχής και το ροκ soundtrack του Γουεμπερ, το Jesus Christ Superstar καταφέρνει να ενώσει το πνεύμα της νεότητας με τα θεμέλια του χριστιανισμού, κάτι που η ίδια η εκκλησία έχει αποπειραθεί ουκ ολίγες φορές, με χλιαρά ως μηδαμινά αποτελέσματα.
Ακόμα και αν βαριέσαι οποιαδήποτε άλλη ταινία με θέμα την σταύρωση, δεν μπορείς παρά να ‘σκαλώσεις’ παρακολουθώντας τους χίπηδες Γραμματείς και Φαρισαίους, τον φαμπιουλους Ηρώδη και τα μπαλέτα χορευτών που με λατρεία ζητάνε την προστασία του Θεού. Ναι, μπορεί από πολλούς να θεωρηθεί βλασφημία. Κατάφερε όμως να συγκεντρώσει ένα τεράστιο following ανά τα χρόνια, όχι μόνο από αγνωστικιστικές, άθεους και theatre kids. O Πάπας Paul VI θεωρούσε πως η ροκ όπερα "θα φέρει περισσότερους νέους στην πλευρά του χριστιανισμού από ό,τιδήποτε άλλο" ενώ ο Πάπας Francis είδε το μιούζικαλ σε θέατρο της Ρώμης και του άρεσε τόσο πολύ που περίμενε μετά την αυλαία για να συγχαρεί το καστ.
Η πιο αμφιλεγόμενη επιλογή της ταινίας είναι πως στον πυρήνα της δεν βρίσκεται ο Ιησούς αλλά ο Ιούδας. Έχοντας ως πρωταγωνιστή ένας από τους πιο μισητούς και 'διαβολικούς' χαρακτήρες της Αγίας Γραφής, το Superstar αυτομάτως διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες αφηγήσεις της ιστορίας και κάνει τον θεατή να αναρωτηθεί αν μπορεί να δει τα γεγονότα από μία διαφορετική οπτική. Ενώ λοιπόν βλέπουμε τον Ιησού να μην μπορεί να διαχειριστεί την δύναμη και την δημοτικότητα του στην Ιερουσαλήμ, ο Ιούδας παρουσιάζεται σαν την φωνή της λογικής, και προειδοποιεί τον Μεσσία πως η πορεία του αρχίζει να γίνεται επικίνδυνη.
Περαιτέρω έμφαση στο πόσο σημαντικός είναι ο Ιούδας στην πλοκή δίνει και το γεγονός ότι ερμηνεύει μερικά από τα πιο δυνατά τραγούδια του soundtrack, τα οποία αποτελούν ταυτόχρονα σκηνές-κλειδιά για την συνέχεια του σεναρίου. Από το opening του ‘Heaven On Their Minds’, την εσωτερική του πάλη πριν την απόλυτη προδοσία στο ‘Damned For All Time/Blood Money’ και το σουρεάλ ‘Superstar’ στο φινάλε, ο ηθοποιός Καρλ Άντερσον δίνει την ερμηνεία της ζωής του.
Απέναντί του στέκεται αντάξια ο Τεντ Νίλι, με μία εκδοχή του Ιησού Χριστού που επικεντρώνεται στην ανθρώπινη του υπόσταση, τον φόβο, τον θυμό και τις αμφιβολίες που τον βασανίζουν όσο πλησιάζει η ώρα της τελευταίας θυσίας. Ενώ το στοιχείο αυτό βρίσκει αντίθετους τους φανατικούς χριστιανούς θεατές, η παρουσίαση του Μεσσία ως νεαρού τρομοκρατημένου άνδρα μάλλον προκαλεί συμπόνοια και συγκίνηση στους υπόλοιπους από εμάς. Δεν τον βλέπουμε να φέρνει εις πέρας κανένα θαύμα, δεν συνομιλεί με τον Θεό σε οράματα και, κυρίως, δεν ανασταίνεται μετά την σταύρωση, κάνοντας σε να αναλογιστείς πόσο βαριά ήταν τελικά η αποστολή του.
Το τρίπτυχο συμπληρώνεται με την Ιβόν Έλιμαν στον ρόλο της Μαρίας Μαγδαληνής, η οποία καταφέρνει με αστείρευτη μαεστρία να απεικονίσει τα συναισθήματα της γυναίκας-συμβόλου, από το δέος της μέχρι και την στοργή, την σύγχυση και τις τύψεις της.
Εφόσον μιλάμε για τα 70s, η ψυχεδέλεια προφανώς είναι παρούσα. Εδώ δεν θα βρεις τα κλασικά χρώματα από καλειδοσκόπιο και τα κιτς οπτικά εφέ που ίσως φαντάζεσαι, όμως η σκηνοθεσία, οι ενδυματολογικές επιλογές, το μακιγιάζ, οι χορευτικές φιγούρες και το color grading της ταινίας μεταφέρουν άριστα το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής. Και στο επίκεντρο όλων είναι, φυσικά, η μουσική.
Πολλά παραπάνω από ‘catchy’ ροκ τραγούδια, το soundtrack του Jesus Christ Superstar καταφέρνει όχι μόνο να μας πείσει για την ιστορία που διηγείται (δύσκολο έργο από μόνο του για τους λόγους που ήδη αναφέραμε) αλλά να μας συνεπάρει σε ένα ταξίδι που έχουμε ήδη κάνει ξανά και ξανά, προσφέροντας νέο τρόπο μετακίνησης.
Του αξίζει λοιπόν μία θέση στην λίστα με τις ταινίες που μπορείς να παρακολουθήσεις φέτος το Πάσχα. Αυτό είναι το buzz.