
Μόλις δύο χρόνια μετά το μελαγχολικό "Τελευταίο Ταξιτζή", ο σκηνοθέτης Στέργιος Πάσχος ("Άφτερλωβ") παρουσιάζει την τρίτη μεγάλου μήκους του με τίτλο "Λούλα LeBlanc".
Με μια εξαιρετικά ποιοτική διανομή ηθοποιών που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους Μισέλ Βάλεϊ, Θανάση Παπαγεωργίου και Έλενα Τοπαλίδου, η δράση της ταινίας ξεκινά όταν η Μαργαρίτα, η έφηβη εγγονή του Αλέκου, αρνείται πεισματικά να πάει στην κηδεία του παππού της. Τα καταφέρνει και έτσι, εκμεταλλεύεται την απουσία των γονιών της για να οργανώσει ένα πάρτι στο σπίτι. Τρεις μέρες νωρίτερα, χωρίς να γνωρίζει πως πρόκειται για το τελευταίο του βράδυ, ο Αλέκος παρευρίσκεται σε μια συγκέντρωση παλιών φίλων με αφορμή τα γενέθλια της Λούλας, του πρώτου του έρωτα, η οποία τώρα πάσχει από άνοια.
Ο χρόνος διαστέλλεται καθώς βλέπουμε να αναπτύσσονται παράλληλα οι δύο ρομαντικές ιστορίες, με την αρχή και το τέλος της ζωής να αποκτούν υπερβατικές διαστάσεις, καθώς ο Πάσχος εμβαθύνει υποβλητικά στα συναισθήματα των ηρώων. Με αφορμή την κυκλοφορία του φιλμ, λοιπόν, ζητήσαμε από τον Πάσχο να μοιραστεί μαζί μας τι σημαίνει για εκείνον το "Λούλα LeBlanc". Ο λόγος, παρακάτω, σε εκείνον.

Ο Στέργιος Πάσχος για το "Λούλα LeBlanc":
"Είδα τη γιαγιά μου να χάνει σταδιακά τη μνήμη της. Στην αρχή, ξεκίνησε ξεχνώντας υλικά σε συνταγές που έφτιαχνε όλη της τη ζωή. Έπειτα, άρχισε να ξεχνά ασήμαντα συμβάντα της καθημερινότητας και αργότερα δυσκολευόταν να αναγνωρίσει τα οικεία της πρόσωπα, μέχρι που δεν θυμόταν κανέναν μας πια. Ποτέ, όμως, δεν φάνηκε να ξεχνά τη μορφή μας. Ένα πρόσωπο που της ήταν αγαπητό πριν χάσει τη μνήμη της, συνέχιζε να της είναι και μετά. Πάντα χαμογελούσε όταν μας έβλεπε - δεν μας ένιωσε ποτέ ξένους - και πάντα σηκωνόταν για να μας προσφέρει κάτι όταν μπαίναμε στο σπίτι της, άσχετα αν δεν θυμόταν πια πού φύλαγε τα κεράσματα. Μπορεί να ξέχασε τα ονόματα όλων μας, ακόμα και το δικό της, αλλά
ο πυρήνας του χαρακτήρα της δεν χάθηκε ποτέ. Και ποτέ δεν σταμάτησε να τραγουδά. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, θυμόταν τα τραγούδια.
Κάθε φορά που έφευγα από το σπίτι της, σκεφτόμουν την κατάστασή της με τρόμο. Ένιωθα πως το να χάσω τη μνήμη μου θα ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να μου συμβεί. Ειδικά σε μένα, που έχω μια ιδιαίτερη σχέση με τη μνήμη και θυμάμαι γεγονότα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Γράφω αντλώντας από τη μνήμη μου. Θυμάμαι, όμως, και πράγματα που δεν μ’ αφήνουν να ησυχάσω· το μυαλό επιστρέφει σ’ αυτά, όπως η γλώσσα στο δόντι με την κουφάλα - που πάντα τη νιώθει μεγαλύτερη απ’ ό,τι πραγματικά είναι.

Μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισα να σκέφτομαι πως η απώλεια της μνήμης της θα μπορούσε να είναι για εκείνη μια λύτρωση από όσα την είχαν πληγώσει. Μια άμυνα του οργανισμού της απέναντι σε όσα στενάχωρα αρνούνταν πεισματικά να ξεχάσει. Μια λευκή ευδαιμονία.
Ευτυχισμένος είναι αυτός που θυμάται και πληγώνεται ή αυτός που ξεχνά και λυτρώνεται; Αυτός που ξεχνά, ξεχνά όντως ή αποσύρεται σιωπηλά στον εσωτερικό του κόσμο, όπου όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα χάνουν παντελώς την εφήμερη σημασία τους; Αυτός που ξεχνά, έχει αναλαμπές. Αυτές οι αναλαμπές προέρχονται από όσα τον πλήγωσαν βαθιά ή από όσα τον έκαναν ευτυχισμένο; Μπορείς να ξεχωρίσεις απόλυτα το ένα από το άλλο; Η χαρά έχει μέσα της το σπέρμα της λύπης και η λύπη της χαράς.

Πότε νιώθεις πιο ζωντανός; Ζεις για να θυμάσαι ή ζεις εδώ και τώρα; Θυμάσαι καλύτερα όσα ζεις έντονα και ξεχνάς τα ανούσια; Και αυτές οι μνήμες από μικρά, ασήμαντα γεγονότα που μένουν καρφωμένες, γιατί επιμένουν; Ποια εσωτερική εντύπωση μας δημιούργησαν, ώστε να επανέρχονται στο μυαλό μας;
Τι μας διαφεύγει; Η ζωή που συμβαίνει, ενώ εμείς φευγαλέα μόνο συλλαμβάνουμε την ουσία της σε στιγμές απροσδόκητες. Όπως το όνειρο που παλεύεις να θυμηθείς μόλις ξυπνήσεις και νιώθεις το αποτύπωμά του να χάνεται στο φως της μέρας όλο και περισσότερο, μέχρι που μένουν τρία στιγμιότυπα από αυτό, που μοιάζουν πια ανούσια και ασύνδετα - εντελώς πεθαμένα σε σχέση με όσα ολοζώντανα ονειρευόσουν μερικά λεπτά πριν.
Σαν την οθόνη του κινηματογράφου, που ξεθωριάζει μόλις ανοίξουν τα φώτα στην αίθουσα. Μια τέχνη τόσο δαπανηρή όσο άυλη. Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να αγγίξει μια ταινία και κανείς δεν θα μπορέσει. Οι ταινίες ζουν και υπάρχουν διαθλώμενες στους διαδρόμους του μυαλού μας, θύματα της υποκειμενικότητας και της τρύπιας μνήμης μας. Ξεκίνησα τη Λούλα πιστεύοντας πως φτιάχνω μια ταινία για τη μνήμη. Τώρα που τελειώσαμε, αναρωτιέμαι: όλες οι ταινίες δεν είναι πρωτίστως γι’ αυτό;".
Περισσότερες πληροφορίες
Λούλα LeBlanc
Η έφηβη εγγονή του Αλέκου αρνείται να πάει στην κηδεία του παππού της και εκμεταλλεύεται την απουσία των γονιών της για να οργανώσει ένα πάρτι στο σπίτι. Τρεις μέρες νωρίτερα, ο Αλέκος παρευρίσκεται σε μια συγκέντρωση παλιών φίλων με αφορμή τα γενέθλια της Λούλας, του πρώτου του έρωτα, η οποία τώρα πάσχει από άνοια.