
Βοηθούμενο (και) από τις εορταστικές ημέρες της μετάβασης σε ένα Νέο Έτος, το "Νοσφεράτου" του Ρόμπερτ Έγκερς έκανε ποδαρικό με το δεξί στα σινεμά της Αθήνας, δείχνοντας ότι κάμποσος κόσμος εξακολουθεί να υποκύπτει στη γοτθική σαγήνη αυτού του παλιού, τρανσυλβανικού τρόμου. Στο κάτω-κάτω, ζούμε στη γεωγραφική γειτονιά που γέννησε τις σχετικές δοξασίες, με τη μεσαιωνική λέξη "βρυκόλακας" να φανερώνει ότι είχαμε και στην Ελλάδα ανάλογες, δικές μας παραδόσεις. Το θύμισαν και τα μουσικά του 2024, άλλωστε, αφού το συγκρότημα Παγανή Κυριακή συμπεριέλαβε κι ένα τραγούδι με τίτλο "Ο Βρικόλακας Της Μυκόνου" στο δισκογραφικό του ντεμπούτο, απηχώντας μια πραγματική ιστορία του 1700 (ή γύρω εκεί).
Ο Έγκερς, βέβαια, καταπιάνεται με το αρχετυπικό βαμπίρ: αυτό που ως κόμης Δράκουλας φυτεύτηκε στη Δυτική φαντασία χάρη στην κλασική (πια) νουβέλα "Dracula" του Μπραμ Στόκερ (1897), μα έγινε κόμης Όρλοκ στη θρυλική ταινία "Νοσφεράτου, Μια Συμφωνία Τρόμου" του Φρίντριχ Μουρνάου (1922), λόγω της άτεγκτης άρνησης της χήρας του Στόκερ να παραχωρήσει τα απαιτούμενα δικαιώματα. Μάλιστα, η Φλόρενς Στόκερ επιχείρησε να εξαλείψει το φιλμ από προσώπου γης, μόλις ανακάλυψε ότι πραγματώθηκε. Ευτυχώς δεν τα κατάφερε κι έτσι δεν χάθηκε η εξπρεσιονιστική του μαγεία, χάρη στην οποία το θαυμάζουμε σήμερα ως αριστούργημα της 7ης Τέχνης.

Αναπόφευκτα, ο Έγκερς αναμετριέται με τον Μουρνάου, όπως, φυσικά, και με τον Βέρνερ Χέρτζογκ –που κατέθεσε κι εκείνος Νοσφεράτου το 1979– πιο έμμεσα και με τον Δράκουλα του Φράνσις Φορντ Κόπολα (1992), όπως και με τον πρώτο Δράκουλα με τον Κρίστοφερ Λι (1958), από το επιδραστικό horror σύμπαν της Hammer Productions. Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, μάλιστα, η συζήτηση έχει ανάψει στα εγχώρια social media, καθώς άλλοι κινηματογραφόφιλοι εκφράζουν ενθουσιασμό για τα οπτικά επιτεύγματα του Αμερικανού σκηνοθέτη κι άλλοι πιστεύουν ότι το συνολικό του όραμα για τον μύθο, πάσχει. Τα έγραψε και ο Χρήστος Μήτσης εδώ στο "α", με τον οποίον βρίσκομαι κι εγώ σε σύμπνοια: απόλαυσα σε αρκετά σημεία την εικόνα του Έγκερς, όχι όμως και την ιστορία που πρότεινε, προσπαθώντας, ίσως, να χτίσει έναν πιο δικό του Όρλοκ/Νοσφεράτου/Δράκουλα.
Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχημένη εκκίνηση της ταινίας στα ελληνικά σινεμά και η όλη συζήτηση, δίνουν καλή αφορμή να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο, πιο πίσω ακόμα και από το "Νοσφεράτου" του Μουρνάου. Μεταβαίνοντας στην Ουγγαρία του 1921 και στην πρώτη, μα λησμονημένη απόπειρα μεταφοράς του Δράκουλα στη μεγάλη οθόνη, η οποία παραμένει αρκετά νεφελώδης. Ως (και) τη δεκαετία του 1990, μάλιστα, οι αγγλόφωνες ιστορίες του κινηματογράφου έτειναν να την αγνοούν, οδηγώντας στην κυριαρχία της λανθασμένης άποψης ότι ο πρώτος Δράκουλας ανήκει στον Μουρνάου.

Πρόκειται για μια βωβή ταινία διάρκειας 65 λεπτών με τίτλο "Drakula Halála", που στα ελληνικά θα αποδίδαμε ως "Ο Θάνατος του Δράκουλα". Τη γύρισε ο Κάρολυ Λάζθαϊ (Károly Lajthay), φιγούρα σημαντική για το πρωτόλειο ουγγρικό σινεμά της δεκαετίας του 1910, αφού έδρασε ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός, αλλά και ως ηθοποιός. Βάση του φιλμ είναι μια δική του ιστορία, την οποία συνυπογράφει ο συμπατριώτης Mihály Kertész, που, ως Μάικλ Κέρτιζ, έμελλε να γίνει πολύ διάσημος στο Χόλιγουντ –μιλάμε, φυσικά, για τον σκηνοθέτη της θρυλικής "Καζαμπλάνκα". Πρωταγωνίστρια είναι η Margit Lux, ενώ τον κόμη παίζει ο Paul Askonas.

Το θεμελιώδες πρόβλημα με τον "Θάνατο του Δράκουλα" είναι ότι θεωρείται χαμένος: έως και τις μέρες μας, η έρευνα δεν έχει κατορθώσει να βρει κόπια της ταινίας. Διάφορα αρχεία, πάντως, πιστοποιούν ότι ξεκίνησε να γυρίζεται το 1920, με διευθυντή φωτογραφίας τον Eduard Hoesch –τον καλύτερο της εποχής του στον κινηματογραφικό μικρόκοσμο της Βιέννης, η οποία συνέχιζε να παίζει ρόλο μητρόπολης για τα ουγγρικά πράγματα, παρά τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας (1918) και την ανάδυση μιας ανεξάρτητης Ουγγαρίας (1920). Για λόγους που δεν γνωρίζουμε, όμως, έλαβε μέρος κι ένας δεύτερος διευθυντής φωτογραφίας, ο Lajos Gasser. Άλυτο μυστήριο, επίσης, παραμένει το γιατί πρωταγωνίστησε η Margit Lux και όχι η Lene Myl, η οποία ίσως είχε πρωτοεπιλεχθεί για τον ρόλο. Πρόκειται για μία από τις χοντράδες στις οποίες υπέπιπτε, ενίοτε, το περιοδικό Képes Mozivilág; 'Ή συνέβη κάτι που αγνοούμε στα γυρίσματα; Η πρώτη εξήγηση ίσως να στέκει, πάντως, γιατί ενδέχεται η Myl να έπαιξε τελικά στον "Θάνατο του Δράκουλα", είτε ως νοσοκόμα, είτε ως μία από τις νύφες του κόμη.
Από τα όσα μπορούμε να συμπεράνουμε για το σενάριο, τώρα, φαίνεται ότι ο Λάζθαϊ τήρησε τις αποστάσεις του από τον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ, αν και γίνεται σαφές ότι αυτόν είχε κατά νου –γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι το μυθιστόρημα μεταφράστηκε στα ουγγρικά στην εκκίνηση του 20ού αιώνα, προξενώντας αίσθηση. Ξέγραψε, άραγε, την πιθανότητα να έπαιρνε τα δικαιώματα, σε αντίθεση με το επιτελείο του Μουρνάου στη Γερμανία, το οποία θα άρχιζε λίγο μετά (καλοκαίρι 1921) γυρίσματα για το Νοσφεράτου; Ή σκόπευε εξαρχής να κάνει κάτι πιο δικό του, παρέα με τον Κέρτιζ;

Σε κάθε περίπτωση, κρίνοντας κι από ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1924, όπου ο Lajos Pánczél φαίνεται να μετέφερε το σενάριο σε μορφή πεζογραφήματος[1], η ηρωίδα Μαίρη Λαντ, μια φτωχή μοδίστρα, επισκέπτεται τον ετοιμοθάνατο πατέρα της, ο οποίος νοσηλεύεται σε άσυλο για φρενοβλαβείς. Εκεί συναντά έναν ακόμα τρόφιμο, που της μοιάζει για τον παλιό της καθηγητή μουσικής στο σχολείο, μα ισχυρίζεται ότι είναι ο αθάνατος κόμης Δράκουλας. Καθώς ο πατέρας της πεθαίνει, η Μαίρη τον αγνοεί. Αργότερα, όμως, ενώ φροντίζει τα διαδικαστικά, ο Δράκουλας την αρπάζει και τη μεταφέρει στο κάστρο του, αναγκάζοντάς τη να τον παντρευτεί. Προς το φινάλε της τελετής, ωστόσο, καταφέρνει και τον αποκρούει μ' έναν σταυρό, δραπετεύοντας. Με τα πολλά επιστρέφει σπίτι της, μα λίγο μετά ξυπνάει και συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται ακόμα στο άσυλο, δίχως να μπορεί να διαχωρίσει αν τα όσα έζησε ήταν αλήθεια ή όνειρο.
Η ταινία ολοκληρώθηκε, αλλά το τι συνέβη έπειτα δεν είναι σαφές. Λέγεται ότι έκανε πρεμιέρα τον Φεβρουάριο του 1921, στη Βιέννη. Εντούτοις, έρευνα στις αυστριακές εφημερίδες της εποχής δεν αποκάλυψε τίποτα τέτοιο –και είναι δύσκολο (αν και όχι απίθανο) να πιστέψουμε ότι ο τίτλος δεν θα διατηρούσε το "Δράκουλας", ακόμα κι αν είχε διαφοροποιηθεί πολύ, μεταφερόμενος στα γερμανικά. Έπειτα, υπάρχει πηγή που αποδεικνύει ότι το φιλμ προβλήθηκε στη Βουδαπέστη, τον Μάιο του 1923. Μια καταχώρηση, μάλιστα, προέβλεπε μεγάλη επιτυχία, κάτι που μάλλον δεν συνέβη, γιατί από τότε κανείς δεν ξανάκουσε τίποτα γι' αυτό. Το μόνο που απομένει είναι μερικές φωτογραφίες από σκηνές, οι οποίες οδηγούν στην εύλογη υπόθεση ενός σκηνοθετικού στυλ επηρεασμένου από τον εξπρεσιονισμό του Ρόμπερτ Βίνε, όπως τον ξετύλιξε στο περίφημο "Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι" (1920). Εκείνη, ειδικά, που (υποθέτουμε ότι) δείχνει τον γάμο του Δράκουλα φαίνεται αρκετά εντυπωσιακή, μα χρειαζόμαστε περισσότερα για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Ίσως στο μέλλον;
[1] Η πρώτη αγγλική μετάφραση του βιβλίου, με τίτλο "The Death of Drakula: A Novella of the Phantasy Film", δημοσιεύτηκε σε εξαίσιο άρθρο του Gary D. Rhodes στο περιοδικό Horror Studies (2010).