Στο ερμηνευτικό ταίριασμα της χρονιάς, η Βίκυ Καγιά και η Σοφία Κόκκαλη συμπρωταγωνιστούν στο "Πολύδροσο", τη νέα ταινία του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The Boy) όπου ενσαρκώνουν μια μητέρα και την κόρη της, αντίστοιχα. Όλα ξεκινούν όταν η νεαρή Σοφία επιστρέφει στο σπίτι όπου μεγάλωσε ώστε να φροντίσει την άρρωστη μαμά της. Κατά τη διάρκεια των ημερών που περνούν μαζί, η σχέση τους μεταλλάσσεται, καθώς οι αναμνήσεις του παρελθόντος, τα επίμονα συναισθήματα, οι άρρητες σκέψεις και οι φόβοι του παρόντος ανακατεύονται θολώνοντας τα όρια της πραγματικότητας και του ονείρου. Συναντήσαμε τις δύο ηθοποιούς στο κέντρο της Αθήνας, ώστε να μάθουμε περισσότερα για τη συμμετοχή τους στο ατμοσφαιρικό δράμα που ψηλαφεί τις έννοιες της μητρότητας και της απώλειας.
Θα ξεκινήσω κάνοντας μια ερώτηση στη Σοφία. Έχεις πια συμπληρώσει περισσότερα από δέκα χρόνια σταθερής κινηματογραφικής παρουσίας, στα οποία οι ερμηνείες σου πάντα ξεχωρίζουν. Υπάρχουν άραγε φορές που ανατρέχεις σε αυτές;
Σοφία Κόκκαλη: Επειδή ο χώρος στον οποίο δουλεύουμε ανήκει σε ένα μικρό κύκλωμα, συμβαίνει να αναφέρονται συχνά σε παλαιότερους ρόλους μου. Ωστόσο, παρότι εννοείται με χαροποιεί αυτό, προσπαθώ να μην το σκέφτομαι πολύ, κυρίως για να μη μένω η ίδια στάσιμη. Μακάρι να συνεχίσουν να μου προτείνονται δουλειές και να παίζω μέχρι τα ενενήντα! (γέλια)
Παράλληλα, έχεις αναπτύξει μια σταθερή καλλιτεχνική σχέση με τον Αλέξανδρο Βούλγαρη. Μοιάζει πια να έχετε ενστικτώδη συνεννόηση στον τρόπο με τον οποίο κάνετε ταινίες.
Σ.Κ.: Πράγματι, δεν τίθεται θέμα συζήτησης όταν με χρειάζεται για κάτι, δεν διαβάζω καν το σενάριο. Διότι έχει αποδειχθεί σε βάθος χρόνου πως όχι μόνο γουστάρω να παίζω στις ταινίες του, αλλά επιπλέον επεκτείνω και εγώ τις υποκριτικές ικανότητές μου. Μάλιστα, κάθε φορά το απολαμβάνω ολοένα περισσότερο, επειδή δεν κάνουμε ποτέ το ίδιο πράγμα. Είναι εύκολο να μπεις στην παγίδα της επανάληψης, για αυτό φροντίζουμε να σπρώχνουμε ο ένας τον άλλο προς κάτι καινούριο.
Για εσένα, Βίκυ, πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Αλέξανδρο;
Βίκυ Καγιά: Όταν κάλεσαν από την εταιρεία παραγωγής τους συνεργάτες μου, θέλοντας να επικοινωνήσουν για την ταινία, νομίζαμε ότι κάνουν πλάκα και δεν ανταποκριθήκαμε. Χρειάστηκε να καλέσουν ξανά και ξανά για να πιστέψουμε ότι όντως ισχύει. Φυσικά ενθουσιάστηκα γρήγορα με την ιδέα, μεταξύ άλλων επειδή ανέκαθεν υπήρξα μεγάλη θαυμάστρια της Σοφίας, παρακολουθώ φανατικά όλες τις δουλειές της. Και πάλι, ωστόσο, όταν τη συνάντησα μαζί με τον Αλέξανδρο, ένιωσα την ανάγκη να βεβαιωθώ ότι θέλουν όντως εμένα για το ρόλο. Αφού τους ρώτησα επανειλημμένα και με καθησύχασαν, αφέθηκα στα χέρια τους και ακολούθησα πιστά τις οδηγίες τους. Γιατί στα πρώτα στάδια δεν ήμουν σίγουρη πώς να μετατραπώ στη μαμά της Σοφίας, πώς να την προσεγγίσω ώστε να αποδώσω αυτό που είχε ο Αλέξανδρος στο μυαλό του. Μου φαίνονταν όλα βουνό, αλλά χάρη στη δική τους βοήθεια τα αποκωδικοποιήσαμε όλα και μαλάκωσα.
Μοιάζει, παρεμπιπτόντως, σαν ο Αλέξανδρος να έχει μια έμφυτη ικανότητα στην ιδανική διαχείριση των ηθοποιών του.
Σ.Κ.: Χάρη στον τρόπο που δουλεύει, οποιοσδήποτε κι αν κληθεί να εμφανιστεί σε ταινία του, είναι αναπόφευκτο να παίξει καλά. Κάθε φορά κατασκευάζει ένα συμπαγή κόσμο και έτσι είναι εύκολο να εισέλθεις σε αυτόν κι ύστερα να αναπνέεις ελεύθερα μέσα του. Παράλληλα, είναι πολύ πρόθυμος να ακολουθήσει τη δική σου φορά και να σε καθοδηγεί λαμβάνοντάς την ουσιαστικά υπόψη. Δε γράφει μια σκηνή και περιμένει να την εκτελέσεις ακριβώς όπως την έχει ορίσει εκείνος. Επιπλέον, έχει το ταλέντο να βλέπει πράγματα στον άλλο που δεν είναι απαραίτητα προφανή. Εν προκειμένω, για παράδειγμα, η Βίκυ έχει πολύ έντονη την ταυτότητα της μαμάς, γι’ αυτό και αποτελεί την "κολόνα" της ταινίας.
Για την οποία, τελικά, ποιο ήταν το, τρόπον τινά, σημείο εισόδου σας για να την ενσαρκώσεις;
Β.Κ.: Ο θαυμασμός μου απέναντι στη Σοφία και η ειλικρινής αίσθηση που είχα ότι θα ήθελα να είναι κόρη μου. Εννοείται πως, ταυτόχρονα, βοήθησε πάρα πολύ το ότι έχω η ίδια παιδιά, άρα δεν δυσκολεύτηκα να ταυτιστώ με το ρόλο μου.
Εντωμεταξύ, με δεδομένη την εξοικείωσή σου με τις συνθήκες των γυρισμάτων, πόσο διαφορετική ήταν η εμπειρία του "Πολύδροσου";
Β.Κ.: Ως τοποθεσία, το Πολύδροσο είναι το στρουμφοχωριό της Αθήνας! (γέλια) Εκεί που οδηγείς στην Κηφισίας και δυσανασχετείς για την κίνηση, τα τσιμέντα, το καυσαέριο, φτάνεις στην περιοχή και μεταφέρεσαι σε έναν άλλο κόσμο. Ξαφνικά νιώθεις ότι βρίσκεσαι στη δεκαετία του ’50, έχει απόλυτη ησυχία, όλοι ήρεμοι κάνουν τη βόλτα τους στη γειτονιά, τα παιδιά παίζουν στο δρόμο, υπάρχει και ρέμα… Τώρα, όσον αφορά τα γυρίσματα, μου έκανε εντύπωση το πώς η φράση που ακούγεται στο φιλμ, "μια ιστορία για ανθρώπους τρυφερούς, σ’ έναν όχι τρυφερό κόσμο", είχε γίνει με έναν αδιόρατο τρόπο πραγματικότητα. Υπήρχε διάχυτη τρυφερότητα μεταξύ μας, από τη μαμά του Αλέξανδρου που θα μας μαγείρευε μαραθόπιτες και σπανακόπιτες μέχρι εμένα που θα έφερνα γλυκά· όλοι φερόμασταν ο ένας στον άλλο με μια οικογενειακή ζεστασιά. Η ίδια διάθεση διαπερνούσε κάθε μέλος της παραγωγής, ήταν κάτι σπάνιο να το ζεις.
Σοφία, θυμάσαι ποια ήταν η πρώτη εντύπωσή σου όταν διάβασες το σενάριο του "Πολύδροσου";
Σ.Κ.: Ήδη προτού ξεκινήσει η ταινία, γνώριζα πως ο Αλέξανδρος είχε μπει σε μια πιο τρυφερή φάση ζωής, έτσι περίμενα πως σε αυτή την περίπτωση θα έχει αφήσει πίσω του τα θηρία, αν θες. Μου είχε πει χαρακτηριστικά πως δεν θα συμβαίνουν πολλά πράγματα, περισσότερη σημασία θα έχει η αίσθηση της ατμόσφαιρας. Θυμάμαι, έπειτα, πως όταν είδα για πρώτη φορά τελειωμένη την ταινία, εντυπωσιάστηκα. Ήταν πολύ διαφορετική από το σενάριο που είχα διαβάσει. Αφού ολοκληρώθηκε η παραγωγή, ο Αλέξανδρος γύρισε επιπλέον πράγματα τα οποία ενσωματώθηκαν στο τελικό μοντάζ, προσδίδοντάς του μια ανέμελη, ήρεμη και ήσυχη αίσθηση, κάτι που μου φάνηκε τρομερά ενδιαφέρον. Υπό αυτήν την έννοια, κατά τη γνώμη μου, το "Πολύδροσο" είναι η καλύτερη ταινία του.
Περισσότερες πληροφορίες
Πολύδροσο
Η Σοφία επιστρέφει στο σπίτι όπου μεγάλωσε, στο Πολύδροσο, για να φροντίσει την άρρωστη μητέρα της. Κατά τη διάρκεια των ημερών που περνούν μαζί, η σχέση τους μεταλλάσσεται καθώς οι αναμνήσεις του παρελθόντος, τα επίμονα συναισθήματα, οι άρρητες σκέψεις και οι φόβοι του παρόντος ανακατεύονται, θολώνοντας τα όρια πραγματικότητας και ονείρου.