"ROM": Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης μιλά για το ντοκιμαντέρ που άλλαξε το πώς βλέπουμε τους Ρομά

Συζητάμε με το σκηνοθέτη ενός από τα καλύτερα ελληνικά φιλμ τεκμηρίωσης για το παρασκήνιο μιας ταινίας που έκανε τομή στο είδος στην Ελλάδα.

rom_doc1

Ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ, το οποίο αποτελεί τομή στο είδος για το εγχώριο σινεμά, προβάλλεται σύντομα σε αποκατεστημένη κόπια στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (4/4, 19.00) στο πλαίσιο του σημαντικού αφιερώματος "Χώρα, σε Βλέπω". Το "ROM" (1989) του Μενέλαου Καραμαγγιώλη απεικόνισε με κινηματογραφικά πρωτότυπο και πολιτισμικά ουσιώδη τρόπο τη ζωή των Ρομά, συνδυάζοντας στην αφήγησή του ένα μοντάζ συνειρμών με εύστοχα στοιχεία μυθοπλασίας και ντοκιμαντερίστικου ρεαλισμού, δημιουργώντας ένα φιλμ-υβρίδιο στο οποίο δε λείπουν οι στιγμές ευαίσθητης ποίησης. Πρωτίστως, καταφέρνει να μας εξοικειώσει με τη ψυχοσύνθεση των υποκειμένων που απεικονίζει ενδοσκοπικά, μακριά από τις συνήθεις εξωτικοποιημένες στερεοτυπικές αναπαραστάσεις των Ρομά.

Σύμφωνα με την επίσημη σύνοψη του "ROM", η ταινία επιχειρεί να δώσει το στίγμα του λαού των Ρομά στην ευρωπαϊκή ήπειρο και κυρίως στην Ελλάδα ακολουθώντας τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις, που εκφράζονται στα πρόσωπα των τεσσάρων αφηγητών: του δάσκαλου, του φωτογράφου, της γριάς τσιγγάνας Ταμάρα και της νεαρής Αϊμά. Ο λόγος των τεσσάρων αφηγητών με τα άλματα του μπρός – πίσω στο χρόνο και οι παρεμβολές αυτούσιων τσιγγάνικων αφηγήσεων, συνδυάζονται με την εικόνα του σήμερα που προσπαθεί να περιγράψει τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις της τσιγγάνικης ζωής, μέσα από σκηνές γάμων και θανάτων, γλεντιού και δουλειάς, θρησκείας και μαγγανείας.

Με αφορμή, λοιπόν, την αποκατάσταση και την προβολή του ντοκιμαντέρ, συναντήσαμε το Μενέλαο Καραμαγγιώλη, για να συζητήσουμε για το παρασκήνιο μιας ταινίας την οποία οφείλουμε όλοι να γνωρίζουμε. Σινεφίλ ή όχι…

Πώς ξεκίνησε όλη η ιστορία του "ROM";
Έχει ενδιαφέρον, διότι η όλη περίπτωση του "ROM" έχει εξελιχθεί σε μια ξεχωριστή οντότητα, η οποία έχει επηρεάσει ακόμα και εμένα με έναν απροσδόκητο τρόπο. Ωστόσο, πριν αρχίσω να κάνω ταινίες οφείλω να ομολογήσω πως το ντοκιμαντέρ δε με δελέαζε ως είδος. Εκείνη την εποχή όμως, στη δεκαετία του ’80, δεν ήταν εύκολο να κάνεις πολλά διαφορετικά πράγματα, όπως μια μικρού μήκους για παράδειγμα. Για αυτό και όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να γυρίσω για την ΕΡΤ τρία μικρού μήκους ντοκιμαντέρ δεν αρνήθηκα (σ.σ.: "Αλφειός", "Χαίρε Μαρία", "Ο Κολοσσός του Ήλιου"). Αντίθετα, απαίτησα από τον εαυτό μου να τα φτιάξω διαφορετικά από το τότε κυρίαρχο ύφος των ταινιών τεκμηρίωσης. Εκείνα ήδη αλληθώριζαν προς τη μυθοπλασία, διατηρούσαν όμως την ταυτότητα του ντοκιμαντέρ. Αυτόν το συνδυασμό χρειάστηκε να τον εφαρμόσω περισσότερο αμέσως μετά, όταν πάλι για την ΕΡΤ γύρισα μια ταινία γύρω από την αρχιτεκτονική της Μυτιλήνης (σ.σ.: "Ελαίας Αίγλη"). Ένα θέμα που δε σε ελκύει όταν το ακούς, αλλά υποχρέωσα τον εαυτό μου να το αποδώσει με έναν κινηματογραφικά ξεχωριστό τρόπο. Η πλάκα είναι πως αυτό το ντοκιμαντέρ κατέληξε να συγκινεί τους θεατές και να παίρνει σημαντικά βραβεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό (σ.σ.: βραβείο σκηνοθεσίας ΕΟΚ – 28ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κρατικό βραβείο ταινίας – Υπουργείο Πολιτισμού, 1988).

Παράλληλα, είχα πάντα την επιθυμία να γυρίσω μια ταινία γύρω από τους τσιγγάνους. Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θήβα, έτσι η εικόνα τους είναι πολύ έντονη στα βιώματά μου. Κανείς, όμως, δε δεχόταν να χρηματοδοτήσει μια τέτοια ταινία. Προσπάθησα πολύ, βοήθησαν λίγο και ορισμένες συγκυρίες, έτσι το "ROM" κατάφερε να εγκριθεί. Αξίζει εδώ να σημειώσω πως επρόκειτο για μια παραγωγή τηλεοπτική, δηλαδή, κάτι το οποίο θα παιζόταν αργά το βράδυ μετά τις ειδήσεις. Τότε δεν υπήρχαν ακόμα τα ιδιωτικά κανάλια και όλες οι ταινίες γυρίζονταν σε φιλμ. Μια τέτοια επιλογή συνοδεύεται από ορισμένα σοβαρά προβλήματα. Όπως το ότι χρειάζεσαι ένα μεγάλο συνεργείο, ο εξοπλισμός είναι βαρύς, το υλικό είναι ακριβό κ.ο.κ. Υπό αυτές τις συνθήκες, όμως, πώς θα καταγράψεις ένα λαό του οποίου η επιβίωση, σε σημαντικό μέρος της, εξαρτάται από το ότι πρέπει να ξεφεύγει συνέχεια και με κάθε τρόπο;

Στην αρχή, λοιπόν, λόγω των παραπάνω ήταν αδύνατον να αποτυπώσω αυτά που ήθελα. Ούτε το βίντεο, ακόμα, αποτελούσε εναλλακτική λύση, διότι ήταν ακριβό και επίσης απαιτούσε βαριές κάμερες. Επομένως χρειαζόταν να εφεύρω κάτι καινούριο που θα με απελευθέρωνε από τα συγκεκριμένα εμπόδια. Τότε εμπνεύστηκα τη λογική των τεσσάρων χαρακτήρων – αφηγητών, όπως του φωτογράφου, αφού κιόλας μεγάλο κομμάτι του "ROM" έγινε χρησιμοποιώντας αποκλειστικά φωτογραφίες και ένα καταγραφικό ήχου. Άρα, μπορούσε να συνεχιστεί η ταινία χωρίς συνεργεία κι ούτε η παρουσία μου ανάμεσα στους τσιγγάνους θα ήταν τόσο ενοχλητική. Για περισσότερο από ένα χρόνο, είχα τη δυνατότητα να "κυνηγάω" τους ήρωές μου ανεμπόδιστα.

rom_doc2

Κι ύστερα τα πάντα φτιάχτηκαν στο μοντάζ;
Όταν συγκέντρωσα ό,τι υλικό υπήρχε στη διάθεσή μου, συνειδητοποίησα πως ήταν από τις περιπτώσεις που το θέμα σε οδηγεί αυτόνομα προς μια κατεύθυνση που εσύ μπορεί να μην είχες καν στο μυαλό σου. Πως οι ήρωες υποβάλλουν οι ίδιοι την μορφή της ταινίας. Κάπως έτσι πήρε το "ROM" τη μορφή που κατέληξε να έχει, δηλαδή ένα ύφος με στοιχεία μυθοπλασίας. Κάτι που στην εποχή του θεωρήθηκε πολύ μεγάλο ελάττωμα.

Από ποιους;
Από τους κριτικούς όχι από τους θεατές. Το σούσουρο, πάντως, γύρω της ξεκίνησε όταν η Λουκία Ρικάκη ζήτησε το "ROM" για το πρόγραμμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το σκέφτηκα πάρα πολύ εάν θα πάω ή όχι. Διάφοροι φίλοι με προειδοποίησαν πως με αυτήν την ταινία θα την πατήσω στη Θεσσαλονίκη. Επειδή η ταινία είχε ένα στιλ ασυνήθιστο που οι περισσότεροι δεν είχαν ξαναδεί, φοβούνταν ότι θα δεχόταν σκληρή επίθεση. Εν τέλει αποφάσισα να τη στείλω, αλλά λίγο πριν την πρεμιέρα προέκυψε ένας πανικός. Το "ROM" είχε σταλεί στην ΕΡΤ για ποιοτικό έλεγχο, αλλά επεστράφη μαζί με μια λίστα από πράγματα που έπρεπε να λογοκριθούν.

Συμβαίνανε ακόμα τέτοιου είδους παρεμβάσεις;
Ναι. Μάλιστα, επειδή αρνήθηκα να κόψω όσα μου ζητούσαν, το έκαναν μόνοι τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, ταξιδέψαμε στο φεστιβάλ. Δεν ξέραμε, ειλικρινά, τι να περιμένουμε εκεί, γιατί επιπλέον μη ξεχνάς πως υπήρχε ακόμα ο περιβόητος εξώστης, ο οποίος ήταν γρίφος το πώς θα αντιδρούσε. Η προβολή έγινε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος κι εμείς βρισκόμασταν αμήχανοι στα θεωρεία. Όταν τελείωσε η ταινία μείναμε άναυδοι, γιατί το κοινό χειροκροτούσε επί 20’! Το επόμενο σοκ ήρθε ανήμερα των βραβείων. Στην αίθουσα, ο εξώστης κάνει μια δυναμική παρέμβαση ρίχνοντας μάλιστα ένα ανδρείκελο αποπάνω, και το φεστιβάλ καταλήγει να δίνει μόνο ένα βραβείο για την καλύτερη ταινία κι αυτό στο "ROM", παραλείποντας τις ταινίες μυθοπλασίας. Στη συνέντευξη τύπου καταγγέλθηκε πως η ταινία έχει λογοκριθεί. Στην ψηφιακή αποκατάσταση της ταινίας και τα τέσσερα λογοκριμένα σημεία που αφορούσαν πολιτικά, κοινωνικά και θρησκευτικά θέματα αποκαταστάθηκαν.
Θυμάμαι πως οι κριτικές τότε ήταν πάρα πολύ κακές, παρά το γεγονός πως υπήρχε ένα δυναμικό κοινό το οποίο αγάπησε την ταινία. Μόλις επιστρέψαμε στην Αθήνα το Γαλλικό Ινστιτούτο μας ζήτησε να την προβάλλει σε αίθουσα, κάτι πρωτάκουστο για ντοκιμαντέρ τότε. Ήταν τέτοια η προσέλευση του κόσμου, ώστε έκαναν πολλές επαναληπτικές προβολές.

rom_doc3

Αυτό το αντίκτυπο αντανακλά, άραγε, τον κόσμο στον οποίο κυκλοφόρησε το "ROM";
Σίγουρα έπαιξε ρόλο το ότι υπήρξε η πρώτη οπτικοακουστικά αποτυπωμένη ιστορία ενός λαού που ζει εδώ δέκα αιώνες, δίχως να έχει κάπου καταγεγραμμένη την παράδοσή του. Ταυτόχρονα, η ταινία ήρθε σε μια χρονιά κομβική για το πλανήτη (σ.σ.: πτώση του Τείχους του Βερολίνου). Έως τότε, πανευρωπαϊκά η Ελλάδα ήταν η λιγότερο ρατσιστική χώρα απέναντι στους τσιγγάνους. Φυσικά, ζούσαν ως παρίες έξω από τις πόλεις, αλλά είχαν βρεθεί ορισμένοι μηχανισμοί για να είναι λειτουργικά ενσωματωμένοι στην κοινωνία.
Δεν υπονοώ πως ήταν όλα ρόδινα, η κατάσταση ιδανική ή πως οι σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων ήταν φιλικές. Ας πούμε, δεν μπορώ να ξεχάσω ότι στη Θήβα απέφευγα να αναφέρω το επώνυμό μου στους τσιγγάνους, διότι ένας θείος μου υπήρξε φοβερά επιθετικός απέναντί τους και τους πυροβολούσε ανενόχλητος. Όμως εκείνη την περίοδο, οι Ρομά είχαν στη διάθεσή τους όλη την αγροτική καλλιέργεια της χώρας, γεγονός που τους έδινε μια αυτάρκεια. Οι συνθήκες άρχισαν να αλλάζουν ραγδαία για εκείνους από τη στιγμή που άνοιξαν τα σύνορα το 1991. Τότε σταδιακά αυξήθηκε ο ανταγωνισμός, όπως και ο αριθμός των τσιγγάνων που φυλακίζονταν. Οι καταυλισμοί έγιναν σημεία παραβατικότητας και απομονώθηκαν ακόμα περισσότερο.

Αλήθεια, πόσο εύκολο ήταν να σε εμπιστευτούν ώστε να μπορέσεις να τους κινηματογραφήσεις;
Καθόλου δεν ήταν, γιατί ποτέ δεν παύεις να είσαι ένας ξένος ανάμεσά τους. Σε όλες τις ταινίες μου ήμουν τυχερός και πάντα βρισκόταν ένας ιδανικός κώδικας επικοινωνίας ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα, ακόμα και σε κοινότητες πολύ επιφυλακτικές απέναντι σε "επισκέπτες". Πιστεύω, ότι θα αποδέχονταν οποιονδήποτε τους προσέγγιζε υπομονετικά και τους αφουγκραζόταν. Οι κοινότητες που είναι περιθωριοποιημένες έχουν ανάγκη να βρουν βήμα να μιλήσουν, έτσι όταν τους δίνεται μια τέτοια ευκαιρία την ενστερνίζονται. Θυμάμαι πως στην αρχή χρειάστηκε να περάσει καιρός ώσπου να δημιουργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης. Το ψέμα στους τσιγγάνους είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο επιβίωσης και συνήθως στην αρχή έλεγαν ψέματα ή έδιναν άλλα ονόματα. Με τον καιρό πήραν οι ίδιοι την ταινία στα χέρια τους και την ενσωμάτωσαν στη ζωή τους.

rom_doc4

Κάτι πολύ σημαντικό που καταφέρνει το "ROM", κιόλας, είναι να προσφέρει ουσιώδη ορατότητα στους Ρομά, ενώ ταυτόχρονα η ταινία αναγνωρίζει πώς γίνονται αντιληπτοί στην ελληνική ποπ κουλτούρα. Αυτή η νύξη γίνεται σε ένα από τα αγαπημένα μου στιγμιότυπα της ταινίας, όταν εμφανίζεται η σκηνή του ονείρου από το "Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο" (σ.σ.: μία από τις καλύτερες του ελληνικού σινεμά), στην οποία ο Βασίλης Αυλωνίτης βλέπει στον ύπνο του να βρίσκεται κάτω από ένα πεύκο καταμεσής ενός κάμπου, παίζοντας τη λατέρνα, όταν ξαφνικά περικυκλώνεται από ένα πλήθος από πανέμορφες τσιγγάνες που χορεύουν.
Χαίρομαι που το λες αυτό, γιατί ήθελα να υπάρχει αυτή η έμμεση κριτική στην κυρίαρχη ματιά απέναντι στον τρόπο που οι Ρομά απεικονίζονταν πάντα στερεοτυπικά στο ελληνικό σινεμά. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται πόσο στενά συνδεδεμένοι είμαστε μαζί τους. Και εγώ, μεγαλώνοντας στην επαρχία, έχω πάρα πολλές και έντονες αναμνήσεις από τους τσιγγάνους. Θυμάμαι πάντα πως δίπλα στο σχολείο μου γυρίστηκε το "Αδέλφια μου Αλήτες, Πουλιά", όπου ο Τόλης Βοσκόπουλος είχε μεταμφιεστεί σε τσιγγάνο. Κάτι από μόνο του πάρα πολύ αστείο, γιατί την ίδια στιγμή σε ελάχιστη απόσταση υπήρχε ο αληθινός καταυλισμός.

Συν τοις άλλοις, ξεχωριστό κομμάτι στην αισθητική ταυτότητα της ταινίας, αποτελεί και το σάουντρακ του Νίκου Κυπουργού…
…που είναι και η πρώτη μουσική που έγραψε για ταινία. Ο ίδιος με προσέγγισε να συνεργαστούμε αφού είχε δει το "Ελαίας Αίγλη". Μου είπε πως του άρεσε πολύ το σινεμά που έκανα και ήταν κρίμα να μην έχω πρωτότυπη μουσική. Κάπως έτσι ξεκίνησε η δουλειά μας στο "ROM", έχοντας ένα περιορισμένο προϋπολογισμό. Όταν τελειώσαμε την ταινία μας φώναξε ο Χατζιδάκις, ο οποίος ήθελε να τη δει. Του άρεσε και μου δήλωσε πως στην επόμενη ταινία μου θα γράψει εκείνος τη μουσική και έβγαλε το σάουντρακ του "ROM" στη δισκογραφική του, το Σείριο.

rom_doc5

Παρόλα αυτά, η ταινία μέχρι σήμερα δε συζητιέται όσο θα έπρεπε ή τελοσπάντων, όσο της αξίζει.
Πράγματι, πέρασε στην αφάνεια τα χρόνια που ακολούθησαν, ούτε βέβαια καταγράφηκε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, τουλάχιστον σε επίσημα κείμενα. Έχω την αίσθηση ότι θεωρούνταν πολύ περίεργη ταινία ή χαμένη απλώς. Εξάλλου, το μόνο που υπήρχε από την ταινία ήταν μια αναλογική beta κόπια της.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν γύρω στο 2015, όταν μου τηλεφώνησε μια επιμελήτρια της Γαλλικής Ταινιοθήκης η οποία επιθυμούσε να παίξει την ταινία. Απόρησα, αλλά τους έστειλα το μοναδικό beta που είχα. Ύστερα συνειδητοποίησα πως επρόκειτο για τη Νικόλ Μπρενέζ, μια εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα του avant-garde σινεμά, η οποία κιόλας είχε αποθεώσει στα social media της το "ROM". Το παρουσίαζε σα μια σπουδαία ανακάλυψη του ευρωπαϊκού avant garde σινεμά! Ήταν μια υπερβολή, υπέροχη ωστόσο στην ειλικρίνειά της. Χάρη δε σε αυτήν την κίνηση, η ταινία ταξίδεψε το κόσμο και προβλήθηκε σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους συνθήκες. Από υπαίθριες προβολές και συζητήσεις στην Ελβετία μέχρι προβολές συνοδεία ζωντανής τσιγγάνικης μουσικής. Ξαφνικά, το "ROM"  άρχισε μια νέα ζωή σε όλο τον κόσμο…

Στην Ελλάδα έχουν γίνει προβολές του "ROM" σε κοινότητες Ρομά;
Πολλές φορές! Όταν είχε ολοκληρωθεί η ταινία υπήρχε το πρόβλημα των τεχνικών εμποδίων γιατί στην αρχή παιζόταν μόνο σε κόπια και αίθουσα. Αργότερα σε beta αναλογικό προβλήθηκε σε διάφορες εκδηλώσεις σε ένα κοινό συνήθως προνομιούχο. Για αυτό αρχίσαμε να οργανώνουμε προβολές και να στήνουμε με την ομάδα Døcumatism ένα διαδικτυακό "τόπο" ώστε οι τσιγγάνοι σήμερα να έχουν πρόσβαση στο "ROM" καθώς και σε άλλες ταινίες, υλικά και συζητήσεις που τους αφορούν.

Το 2020 ολοκλήρωσα τα πρώτα ελληνικά διαδραστικά ντοκιμαντέρ με τίτλο "Συναντήσεις με Αξιοσημείωτους Ανθρώπους" που γυρίζονταν από το 2011. Σε αυτές τις ταινίες (12 μεγάλου μήκους και 180 μικρού), μέσα από το βίντεο πιά, αποτυπώθηκε η εφιαλτική και δύσκολη συνέχεια του "ROM" σε φυλακές ανηλίκων, σε αίθουσες δικαστηρίων, στον Ασπρόπυργο και σε οικισμούς της περιοχής όπως του Σοφού και η Νέα Ζωή. Νιώθω πως η ιστορία των τσιγγάνων στην Ελλάδα ήταν πάντα ουσιαστικό μέρος της ιστορίας μας και του εθνικού αφηγήματος, για αυτό συνεχίζω τα γυρίσματα εντατικά μαζί τους με τη κρυφή ελπίδα να προσδιορίσω κι εγώ κάποτε τη δική μου ταυτότητα χωρίς πλάνες κι ωραιοποιήσεις.

Συντελεστές:

ROM του Μενέλαου Καραμαγγιώλη | 1989 | 75´ | Σενάριο: Μενέλαος Καραμαγγιώλης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ανδρέας Σινάνος, Ηλίας Κωνσταντακόπουλος | Μοντάζ: Τάκης Γιαννόπουλος | Μουσική: Νίκος Κυπουργός | Ήχος: Δημήτρης Αθανασόπουλος, Δημήτρης Κασιμάτης | Αφηγητές: Ηλέκτρα Αλεξανδροπούλου, Γιώργος Κώνστας, Μενέλαος Καραμαγγιώλης, Μαρίκα Τζιραλίδου

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Σινεμά

Οι ταινίες που ανυπομονούμε να δούμε στις αίθουσες τον Μάιο

Ο καινούριος Λάνθιμος, η "Furiosa" Άνια Τέιλορ-Τζόι και η κινηματογραφική εμφάνιση - έκπληξη της Βίκυς Καγιά προσεχώς στις μαρκίζες των κινηματογράφων.

ΓΡΑΦΕΙ: ΓΙΑΝΝΗς ΚΑΝΤΕΑ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟς
04/05/2024

Οι καλύτερες ταινίες που παίζουν τώρα στα σινεμά (1/5-8/5)

Μια λίστα με τις ιδανικότερες προτάσεις για κινηματογραφική έξοδο αυτήν την εβδομάδα.

Έρχεται το 8ο Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου

Ανακαλύψτε τις πρώτες ταινίες που ανακοίνωσε η πληθωρική διοργάνωση.

Ο "Κασκαντέρ" και ο ακαταμάχητα κωμικός Ράιαν Γκόσλινγκ

Μετά την τρομερή επιτυχία της "Barbie", ο χολιγουντιανός σταρ επιστρέφει σε ένα ρόλο που μας θυμίζει τη μοναδική ικανότητά του να παραδίδει κωμικές ερμηνείες που συνδυάζουν τις κοφτερές ατάκες, τον αυτοσαρκασμό και την κανονικοποίηση της εύθραυστης αρρενωπότητας.

Ο Κασκαντέρ

Χιούμορ και δράση συνδυάζονται σε ένα κωμικό νεονουάρ με ξέφρενη παρωδιακή διάθεση. Άκρως κινηματογραφόφιλο και μεταμοντέρνα ευρηματικό, όσο και χαοτικά ανοικονόμητο.

Στον Ιστό του Τρόμου

Καλοκουρδισμένο, κλειστοφοβικό θρίλερ γεμάτο σασπένς, ένταση και ανατριχίλες, στο οποίο υπάρχει χώρος και μια ευθεία κοινωνικοπολιτική αλληγορία.

Γκάρφιλντ: Γάτος με Πέταλα

Το reboot των αστείων κατορθωμάτων του πιο cool σινε-γάτου ξεκινάει σαν ατακαριστή, μπριόζα κωμωδία καταστάσεων, για να εξελιχθεί σε μια ευρηματικότατη, αγωνιώδη και ξεκαρδιστική "Επικίνδυνη Αποστολή".