
Ανήμερα της 25ης Μαρτίου, έφυγε από τη ζωή ο πολυβραβευμένος Γάλλος σκηνοθέτης Μπερτράν Ταβερνιέ, σε ηλικία 79 ετών.
Ο Ταβερνιέ γεννήθηκε στη Λυόν το 1941 και επηρεάστηκε βαθιά από την αντιναζιστική δράση του ποιητή και εκδότη πατέρα του. Όταν μετά τον πόλεμο μετακόμισαν στο Παρίσι, ο μικρός Ταβερνιέ βρήκε καταφύγιο στο σινεμά, παρακολουθώντας τόσες ταινίες ώστε στα 14 του ήξερε πως ήθελε να γίνει σκηνοθέτης.
Αυτή η στιγμή, βέβαια, θα αργούσε. Καθώς σύχναζε περισσότερες ώρες στα σινεμά αντί να μελετάει για το πανεπιστήμιο, εκδίδοντας κινηματογραφικά περιοδικά και στήνοντας λέσχες, ο Ταβερνιέ κατάφερε κάποια στιγμή να κερδίσει την εύνοια του θρυλικού Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, ο οποίος τον προσέλαβε ως βοηθό του στην ταινία «Léon Morin, Prêtre» (1961). Η συνεργασία τους όμως ήταν επεισοδιακή, με την απειρία να παίζει κομβικό λόγο και τελικά τον Ταβερνιέ να αναλαμβάνει τη θέση του υπεύθυνου Τύπου. Παρότι αρχικά απογοητευμένος από αυτήν την αποτυχία, μετέπειτα ο Γάλλος είχε την ευκαιρία ως publicist να παρακολουθήσει από πρώτο χέρι την παραγωγή αριστουργημάτων της νουβέλ βαγκ όπως το «Η Κλεό Από τις 5 έως τις 7» (Ανιές Βαρντά, 1962) και η «Περιφρόνηση»(Ζαν-Λικ Γκοντάρ, 1963). Παράλληλα, έκανε την αφήγηση στη μικρού μήκους του Ερίκ Ρομέρ «La Boulangère de Monceau» (1963).

Όταν τελικά έκατσε στην καρέκλα του σκηνοθέτη, ο Ταβερνιέ γύρισε το βασισμένο σε μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν «L'Ηorloger de Saint-Paul» (1974). Η ταινία σηματοδότησε την έκτοτε διαρκή παρουσία του δημιουργού στα μεγάλα φεστιβάλ του κόσμου, κερδίζοντας την Αργυρή Άρκτο στην Μπερλινάλε, αλλά και την πρώτη από τις πολλές συνεργασίες του με τον πρωταγωνιστή Φιλίπ Νουαρέ. Όταν οι δυο τους ένωσαν ξανά τις δυνάμεις τους στην αμέσως επόμενη ταινία του Ταβερνιέ, το δράμα εποχής «Que la fête commence...» (1975), ήρθαν στην αγκαλιά τους τέσσερα βραβεία Σεζάρ.

Στη μακρά φιλμογραφία του ο Ταβερνιέ ελίχθηκε μεταξύ διαφορετικών ειδών, επιλέγοντας να αλλάζει στυλιστικές φόρμες δίχως όμως να αποφεύγει το κριτικό κοινωνικό σχόλιο. Έτσι βρισκόταν σε θέση να διασκευάζει ένα σκληρό νουάρ τοποθετημένο στον αμερικανικό Νότο, όπως το «Pop. 1280» του Τζιμ Τόμσον στο υποψήφιο για ξενόγλωσσο Όσκαρ «Coup de Torchon» (1981) με την Ιζαμπέλ Ιπέρ, αμέσως μετά το sci-fi «Le Mort en Direct» (1980) όπου στο μέλλον οι αρρώστιες έχουν εξαφανιστεί. Στο τελευταίο φιλμ, μάλιστα, πρωταγωνιστούν οι Ρόμι Σνάιντερ, Χάρβεϊ Καϊτέλ και Χάρι Ντιν Στάντον. Ακολούθησαν οι διασημότερες ταινίες του, το βραβευμένο στις Κάνες «Un Dimanche à la Campagne» (1984) και το «Round Midnight» (1986), το οποίο απέσπασε Όσκαρ για την πρωτότυπη μουσική του σπουδαίου τζαζίστα Χέρμπι Χάνκοκ.
Όταν το 2009 κυκλοφόρησε η ταινία «Καταιγίδα στην Ομίχλη» με τον Τόμι Λι Τζόουνς, ο Ταβερνιέ μίλησε στο Χρήστο Μήτση για τη συνεργασία του με το σπουδαίο ηθοποιό: «Μπορεί να σε τρελάνει μέχρι να συμφωνήσετε στον τρόπο προσέγγισης του χαρακτήρα. Ακούει, σκέφτεται και συζητάει. Δοκιμάζει εναλλακτικές λύσεις. Όταν όμως ξεκινήσει το γύρισμα, είναι απόλυτα υπάκουος. Είναι ο τέλειος επαγγελματίας κι ένας μορφωμένος άνθρωπος, ένας American style διανοούμενος. Θέλει να δείχνει Τεξανός, οργισμένος κι απόμακρος, αλλά στην πραγματικότητα είναι σαν μικρό παιδί. Κάναμε μερικές συζητήσεις γύρω από την αμερικανική ιστορία και την πολιτική που με ξάφνιασαν ευχάριστα. Ξέρετε, όχι του τύπου "ο Μπους είναι κακός δεξιός, ο Ομπάμα καλός φιλελεύθερος". Είναι, επίσης, πολύ καλός γνώστης της σύγχρονης λογοτεχνίας».