
Δεκαπέντε μήνες απαιτητικών γυρισμάτων και εντατικό μαραθώνιο μοντάζ χρειάστηκαν μεταξύ άλλων για να ολοκληρωθεί η εμβληματική «Ερωτική Επιθυμία» («In the Mood for Love»), μία μόλις εβδομάδα πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο 53ο φεστιβάλ των Κανών, σα σήμερα στις 20/5/2000.
Το ρομαντικό φιλμ που απογείωσε τη δημοφιλία του σκηνοθέτη Γουόνγκ Καρ Βάι ξεχώρισε αμέσως στην Κρουαζέτ, σε μια χρονιά όπου το διαγωνιστικό των Κανών συμπεριλάμβανε και άλλες ταινίες οι οποίες χαιρετίστηκαν ως «instant classics»• αναφέρουμε ενδεικτικά τα «Και Ένα... και Δύο... Οικογενειακοί Ρυθμοί» (Έντουαρντ Γιάνγκ), «Τραγούδια από το Δεύτερο Όροφο» (Ρόι Άντερσον) και «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» ( Λαρς Φον Τρίερ) το οποίο μάλιστα έμελλε να κατακτήσει το Χρυσό Φοίνικα. Η ταινία του Καρ Βάι ωστόσο δεν έφυγε με άδεια χέρια, καθώς ο πρωταγωνιστής Τόνι Λενγκ απέσπασε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας (η Μάγκι Τσενγκ «έχασε» από την Μπιόρκ του «Χορεύοντας…»).

Τότε τίποτα δεν προμήνυε πως η «Ερωτική Επιθυμία» θα αποτελούσε ορόσημο του ασιατικού και όχι μόνο σινεμά του 21ου αιώνα. Εξάλλου, στα χαρτιά έχουμε μια αρχετυπική ιστορία απαγορευμένης αγάπης, η οποία εξελίσσεται στο Χονγκ Κονγκ της δεκαετίας του ’60. Κι όμως, η καθολικότητα της ταινίας του Καρ Βάι κρύβεται στις λεπτομέρειες και ιδιαίτερα στη φλογερή δυναμική των δύο κεντρικών ηρώων. Δηλαδή, έναν παντρεμένο δημοσιογράφο (Τόνι Λενγκ) και την επίσης σε γάμο γειτόνισσά του (Μάγκι Τσενγκ), οι οποίοι αποκτούν μια αρχικά φιλική σχέση που εξελίσσεται σε μια έντονα συναισθηματική συναναστροφή, όταν μαθαίνουν πως οι σύζυγοί τους είναι εραστές. Τι τους κρατάει πίσω; Τα ηθικά διλήμματα και το βάρος της ενοχής.
Με το συντηρητισμό που ήταν κυρίαρχος εκείνη την εποχή να βρίσκεται στο φόντο, το ανέλπιστο πάθος μεταξύ των δύο ηρώων γίνεται δυσβάσταχτο υπό το βάρος των κοινωνικών φραγμών που ήταν αδύνατο να ξεπεράσουν. Οι στενές σχέσεις μεταξύ αντρών – γυναικών ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο, το οποίο συνήθως προσέλκυε τα βλέμματα του περίγυρου εάν δεν αφορούσαν ένα παντρεμένο ζευγάρι. Στη μίξη φυσικά προστίθενται και τα ίδια τα συμπλέγματα των χαρακτήρων, αλλά και η ρομερικών αποχρώσεων τάση τους να προφυλάξουν το ατόφιο συναίσθημα που μοιράζονται. Παρότι στη σχέση τους ο ερωτισμός καψαλίζει την ατμόσφαιρα, εκείνος δεν πραγματώνεται. Αντιμετωπίζουν τη συναναστροφή τους ως κάτι παράνομο και την άρνηση της ερωτικής ολοκλήρωσης ως εγγύηση πως αυτό που νιώθουν θα παραμείνει αμόλυντο.

Την «Ερωτική Επιθυμία» επομένως διαπνέει ένας ατόφιος και μεθυστικός ρομαντισμός, τον οποίο ο Καρ Βάι φροντίζει να αποδώσει με ένα μαγευτικό στυλιζάρισμα. Οι εικαστικά άρτιες εικόνες της ταινίας οφείλονται στη δουλειά του διαχρονικού συνεργάτη του σκηνοθέτη Κρίστοφερ Ντόιλ, αλλά εξίσου στον έτερο διευθυντή φωτογραφίας Μαρκ Λι Πινγκ-Μπίνγκ, έναν εξαίσιο κινηματογραφιστή ο οποίος είχε διαπρέψει στις ταινίες του Χου Χσιάο-χσιέν. Τα διαπεραστικά χρώματα, το χειροπιαστό φως, η γαλήνια κινησιολογία της κάμερας και η αποστομωτική προσοχή στη λεπτομέρεια των σκηνικών, προσέδωσαν στην ταινία ασυναγώνιστη γοητεία.
Βεβαίως, αξέχαστο παραμένει και το soundtrack, με χαρακτηριστικό το «Yumeji's Theme» του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι και το «Quizás, Quizás, Quizás» του Nat King Cole. Η μουσική όμως έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στη «βάφτιση» της ταινίας, μιας και εάν ο Καρ Βάι δεν άκουγε εκείνη την περίοδο Μπράιαν Φέρι και Roxy Music, δε θα έπεφτε στα αυτιά του το κομμάτι «I'm in the Mood for Love». Έτσι, ίσως ο αγγλικός τίτλος της «Ερωτικής Επιθυμίας» σε ένα παράλληλο σύμπαν να ήταν το (άνοστο) «Secrets»…