Κάνουμε #cinematherapy βλέποντας ταινίες που χαλαρώνουν, φτιάχνουν το κέφι και πάνε κόντρα στην κλειστοφοβική διάθεση.
Πολύ πριν τις σαρωτικές αλλαγές που προκάλεσε στην κινηματογραφική και όχι μόνο βιομηχανία η εμφάνιση των torrents και του peer-to-peer διαμοιρασμού αρχείων, ένα αντικείμενο που έμοιαζε με υπερμέγεθες τούβλο Lego άλλαξε άρδην τον τρόπο θέασης μιας ταινίας.
Η εμφάνιση του VHS στα τέλη των '70s, της βιντεοκασέτας κοινώς, και του απαραίτητου video player για τη χρήση της, μαζικοποίησαν την πρόσβαση σε ταινίες ενώ η δυνατότητα της συσκευής για εγγραφή «γέννησε» ένα από τα πρώτα πειρατικά κυκλώματα διανομής στην ιστορία του σινεμά. Χιλιάδες ταινίες άλλαζαν χέρια στα κρυφά, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που παραγωγές χωρίς καμία τύχη στο box office γνώριζαν ανέλπιστη δημοφιλία στα σπίτια των φανατικών αγοραστών. Το φαινόμενο αυτό όμως στη Ρουμανία της δεκαετίας του '80 παραλίγο να οδηγήσει σε επανάσταση.
Με τον πιασάρικο τίτλο «Chuck Norris vs. Communism» (2015) η Ιλίνκα Καλουγκεράνου αναζητά τα πραγματικά πρόσωπα που επί καθεστώτος Τσαουσέσκου ρίσκαραν την ασφάλειά τους για να διανείμουν (ημι)παράνομα κασέτες με αμερικάνικες ταινίες σε μια χώρα που καθετί από το εξωτερικό κυκλοφορούσε με το σταγονόμετρο. Βασικός παίκτης του ρουμάνικου σινε-λαθρεμπορίου ήταν ένας άντρας, ο Τέοντορ Ζαμφίρ, ο οποίος ηγείτο της εξαιρετικά προσοδοφόρας αγοράς. Βέβαια, το εντυπωσιακό που αποκαλύπτει το ντοκιμαντέρ δεν είναι πώς οι ταινίες αυτές γίνονταν ανάρπαστες, όσο τις ραγδαίες κοινωνικές και πολιτισμικές εκτάσεις που πήρε η θέση μιας κασέτας.
Καθώς η απόκτηση ενός video player τότε ήταν απλησίαστη για τους περισσότερους, η είδηση πως κάποιος γείτονας είχε ένα στην κατοχή του διαδιδόταν σε χρόνο ρεκόρ. Έτσι, σύντομα άρχισαν να γίνονται οι πρώτες ιδιωτικές προβολές κασετών, με τους ενοίκους ολόκληρων πολυκατοικιών να συνωστίζονται σε ένα σαλόνι για να δουν μια ταινία. Το είδος, οι πρωταγωνιστές και ο σκηνοθέτης δεν είχαν καμία απολύτως σημασία, αρκούσε πως είχαν στα χέρια τους μια παραγωγή που ήρθε «απ' έξω».
Εννοείται πως ορισμένοι ιδιοκτήτες των video players / κασετών χρέωναν «είσοδο» στο διαμέρισμά τους με το αζημίωτο, αυτό όμως δεν απέτρεψε τις προβολές να αποκτήσουν διαστάσεις τελετουργίας ιδίως στα μυαλά των νεαρότερων θεατών. Στο ντοκιμαντέρ η Καλουγκεράνου παρεμβάλλει καλογυρισμένα πλάνα αναπαράστασης των παράνομων αγοραπωλησιών με συνεντεύξεις όσων ως παιδιά ανακάλυψαν έτσι τη μαγεία του σινεμά, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και γνωστοί σήμερα σκηνοθέτες όπως ο Αντριάν Σιτάρου («Σονάτα σε Κλειστό Δωμάτιο»).
Ουσιαστική πρωταγωνίστρια του ντοκιμαντέρ, όμως, είναι η γυναίκα η οποία μεταγλώττισε σχεδόν όλες τις ταινίες που έρχονταν παράνομα στη Ρουμανία και έγινε έτσι «η πιο αναγνωρίσιμη φωνή στη χώρα μετά από εκείνη του Τσαουσέσκου». Ο λόγος για την Ιρίνα Νίστορ, τη μεταφράστρια που από τα μέσα της δεκαετίας του '80 και μέχρι την πτώση της αυταρχικής εξουσίας έδωσε τη φωνή της σε χιλιάδες ταινίες, μεταγλωττίζοντας όλους τους χαρακτήρες, πολλές φορές μάλιστα κάνοντας και παρεμβάσεις στους διαλόγους. Η Καλουγκαρεάνου κάνει εξαιρετική δουλειά στο να αποτυπώσει τη μαγική επίδραση που είχε η φωνή της Νίστορ στους θεατές των κασετών, παραλληλίζοντας την αγωνία των τελευταίων για όσα πρόκειται να δουν με το διαρκές στρες της μεταφράστριας, η οποία γνώριζε πως ανά πάσα στιγμή μπορεί να συλληφθεί.
Το ντοκιμαντέρ δεν ξοδεύεται στον πολιτικό σχολιασμό, ο οποίος παραμένει ευδιάκριτος μεν αλλά έμμεσος, και επικεντρώνεται στον τρόπο που οι ταινίες κατάφεραν να εξάψουν τη φαντασία των Ρουμάνων. Κατ' επέκταση, βλέποντας κανείς την ταινία εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί, πώς θα ήταν τα όνειρά μας χωρίς το σινεμά;
Βρείτε όλες τις must see ταινίες για την καραντίνα εδώ.